Τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε τις εξελίξεις στην Επαρχία Ιντλίμπ και στις γειτονικές σε αυτήν περιοχές. Οι Τούρκοι έχουν αναμφίβολα ανοιχτεί πολύ στρατιωτικά. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει δώσει προθεσμία στις δυνάμεις τού Άσαντ να υποχωρήσουν από την Ιντλίμπ - δηλαδή από τα εδάφη της ίδιας της χώρας τους. Απαιτεί την υποχώρησή τους από τα σημεία που βρίσκονται πέραν των τουρκικών στρατιωτικών παρατηρητηρίων. Τα παρατηρητήρια αυτά τοποθετήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή μετά τις Συμφωνίες της Αστάνας και του Σότσι. Με λίγα λόγια η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη.
Όμως την Τουρκία δεν την συμφέρει να προχωρήσει σε μια γενικευμένη σύρραξη με το καθεστώς Άσσαντ. Οι λόγοι είναι απλοί:
Η Τουρκία έχει χτίσει τα τελευταία χρόνια μια σημαντική σχέση συνεργασίας με την Ρωσία. Χωρίς να έχει εγκαταλείψει την Δύση έχει βρει στο πρόσωπο του Πούτιν έναν σημαντικό εταίρο. Πρόσφατα εγκαινιάστηκε ο αγωγός TurkStream αναβαθμίζοντας την θέση της Τουρκίας στα ενεργειακά. Επίσης, συνεχίζεται η κατασκευή του πρώτου πυρηνικού εργοστασίου από τους Ρώσους. Σημαντική είναι και η συνεισφορά των Ρώσων στον κλάδο του τουρισμού καθώς και στην εισαγωγή τουρκικών προϊόντων. Τέλος, κανείς δεν ξεχνά την αγορά των συστημάτων S-400, ούτε φυσικά την συνεννόηση που είχαν Τούρκοι και Ρώσοι αναφορικά με το συριακό γενικώς. Η συνεννόηση αυτή έδωσε το πράσινο φως στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στην Συρία (το 2016, το 2018 και το 2019), οι οποίες με την σειρά τους συνέβαλαν καθοριστικά στην απομάκρυνση των Κούρδων από τα τουρκοσυριακά σύνορα.
Η Ρωσία δεν θα σταματήσει να στηρίζει το καθεστώς της Δαμασκού. Επομένως, η Τουρκία δεν μπορεί να διακινδυνεύσει να χάσει όσα έχει κερδίσει στην Συρία ούτε να βλάψει τις γενικότερα καλές σχέσεις που έχει σφυρηλατήσει με την Μόσχα.
Υπάρχει και το πρόβλημα του Ιράν. Η Τουρκία, παρά τον δυτικό αποκλεισμό, έχει εμβαθύνει τις σχέσεις της με το Ιράν. Οι σχέσεις αυτές χαρακτηρίζονται από την συνεργασία στους τομείς του εμπορίου και της ενέργειας.
Στο πλευρό των δυνάμεων του Άσαντ μάχονται, μεταξύ άλλων, και αρκετές φιλοϊρανικές σιιτικές οργανώσεις, ενώ ταυτόχρονα Ιρανοί αξιωματικοί βρίσκονται στην περιοχή της Ιντλίμπ για να συντονίσουν την δράση των ομάδων αυτών εναντίον των τρομοκρατικών οργανώσεων που δρουν εκεί. Τυχόν επέκταση του πολέμου σε συγκρούσεις μεταξύ των τουρκικών δυνάμεων και των δυνάμεων του Άσσαντ θα οδηγήσει και στην αναπόφευκτη σύγκρουση μεταξύ Τουρκίας και Ιράν, με αποτέλεσμα η ένταση να κλιμακωθεί επικίνδυνα.
Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο δεν θα το κάνει αυτό αποτελεί και το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει στην διάθεσή της μεγάλους και καθοριστικούς για την έκβαση της μάχης αριθμούς μισθοφόρων για να στείλει στην Ιντλίμπ. Το μεγαλύτερο μέρος των φιλότουρκων ανταρτών και μισθοφόρων βρίσκονται στις δύο ζώνες κατοχής που έχει εδραιώσει η Τουρκία στην βόρεια Συρία, ενώ ένας πολύ μικρότερος αλλά κρίσιμος ως ποιοτικό μέγεθος αριθμός έχει μεταφερθεί στην Λιβύη για να υποστηρίξει την κυβέρνηση της Τρίπολης στις μάχες με τις δυνάμεις του Στρατάρχη Χάφταρ.
Το συμπέρασμα είναι ότι θα πρέπει να πολεμήσουν Τούρκοι στρατιώτες. Βεβαίως η τουρκική κοινωνία είναι περισσότερο συνηθισμένη από εμάς να δέχεται φέρετρα νεκρών στρατιωτών της. Όμως υπάρχουν και όρια. Εξαιτίας δύο πρόσφατων συμπλοκών μεταξύ Τούρκων και Σύρων επέστρεψαν στην Τουρκία 11 σωροί. Αυτές οι απώλειες επέφεραν ένα μούδιασμα στην τουρκική κοινωνία. Αυτό φάνηκε και από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Οι δυνάμεις τού Άσαντ έχουν περικυκλώσει έξι τουρκικά στρατιωτικά παρατηρητήρια. Η γενίκευση τής σύρραξης λοιπόν ενδέχεται να οδηγήσει σε απώλειες για τους Τούρκους μη διαχειρίσιμες επικοινωνιακά.
Επίσης κανείς δεν αμφιβάλει ότι η τουρκική οικονομία θα πληγεί σε περίπτωση πολέμου. Η Άγκυρα έχει ανοίξει πολλά μέτωπα, εσωτερικά και εξωτερικά, μεγάλης ή μικρής κλίμακας. Το να διευρύνει το μεγαλύτερό της στρατιωτικό μέτωπο ίσως αναδείξει περισσότερο ορισμένες ήδη προβληματικές πλευρές της τουρκικής οικονομίας.
Τέλος, για ακόμη μια φορά, η Τουρκία θα βρεθεί να παραβιάζει την διεθνή νομιμότητα ολόπλευρα. Ο Ερντογάν δεν διαθέτει την ηθική νομιμοποίηση που να του επιτρέπει να προχωρήσει σε μια τέταρτη στρατιωτική επιχείρηση στην Συρία και μάλιστα, αυτή την φορά, κατά της αναγνωρισμένης από τον ΟΗΕ κυβέρνησης της χώρας.
Η Τουρκία δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι παρεμβαίνει για να βοηθήσει τους δημοκράτες αντικαθεστωτικούς (οι οποίοι έχουν εξαφανιστεί από την Συρία εδώ και πολλά χρόνια) από την στιγμή που στην Επαρχία Ιντλίμπ κυριαρχεί η οργάνωση Hayat Tahrir al-Sham η οποία αποτελεί παρακλάδι της Al – Qaeda. Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί στον Τούρκο Πρόεδρο είναι το εξής: Προτιμάει η Τουρκία να έχει στα σύνορά της μια τρομοκρατική οργάνωση ή την κυβέρνηση της Συρίας η οποία, δυστυχώς ή ευτυχώς, έχει κερδίσει τον πόλεμο και αποτελεί de facto πυλώνα σταθερότητας στα τουρκοσυριακά σύνορα;
Η Τουρκία λοιπόν βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της πρέπει να εμποδίσει τον Άσαντ να θέσει υπό τον έλεγχό του τους αυτοκινητοδρόμους Μ4 και Μ5 που διέρχονται από την περιοχή και προς το παρόν φαίνεται να μην τα καταφέρνει. Η παρουσία της Ρωσίας καθιστά την τυχόν εισβολή των Τούρκων εξαιρετικά δύσκολη. Η ισχυρή παρουσία της Μόσχας και της Τεχεράνης, καθώς και οι πιθανές τουρκικές απώλειες που ενδέχεται να είναι μεγάλες αποτελούν τους λόγους που πιθανόν να αποτρέψουν μια μετωπική επίθεση κατά των καθεστωτικών δυνάμεων.
Όμως ο Ερντογάν είναι και παρορμητικός. Δεν είναι τυχαίο ότι επισκεπτόμενος την Ουκρανία διατυμπάνισε πως δεν αναγνωρίζει την προσάρτηση της Κριμαίας. Έτσι, για να «πονέσει» ο φίλος του ο κ. Πούτιν...