Αναμφίβολα η συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν ήταν επί της αρχής μια θετική εξέλιξη. Και οι ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας με την Τουρκία είναι απαραίτητοι καθώς όσες φορές δεν υπήρχαν, προέκυπταν παρεξηγήσεις και οι διμερείς μας σχέσεις επιδεινώνονταν.
Έχει τη σημασία του ότι η συνάντηση έγινε σε μια συγκυρία όπου και οι δύο ηγέτες έχουν πρόσφατα αναβαπτιστεί στη λαϊκή εντολή και επομένως τους είναι πιο εύκολο να συνομιλούν. Έγινε όμως επίσης σε μια συγκυρία που η τουρκική οικονομία υποχρεώνει τον Τούρκο Πρόεδρο να αναδιπλωθεί σε πολλά απ' όσα υποστήριζε και να υποχρεωθεί να προσεγγίσει Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες, που πρέπει να βρει κεφάλαια για να επουλώσει τις πληγές των σεισμών, τα οποία δεν μπορούν να της προσφέρουν οι χώρες του Κόλπου.
Έχει επομένως την ανάγκη, δεδομένου ότι περιμένει και κάτι απτό από μεριάς του Κογκρέσου ως προς τα F-16 να δείχνει το καλό της πρόσωπο στη Δύση προκειμένου να εξασφαλίσει τα πολυπόθητα μαχητικά. Υπάρχει ακόμα μια ευνοϊκή συγκυρία που συνέβαλε να γίνει η συνάντηση: το γεγονός ότι λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, ΗΠΑ και ΕΕ θέλουν την Ελλάδα και την Τουρκία να κάθονται σε ένα τραπέζι, προκειμένου να βρουν μέσω διαπραγματεύσεων ένα κοινό τόπο στα χρονίζοντα ελληνοτουρκικά προβλήματα.
Μπορεί ωστόσο να δρομολογηθεί μια νέα κατάσταση στα ελληνοτουρκικά; Είναι ειλικρινής ο Ερντογάν όταν λέει ότι δεν θα χρησιμοποιήσει τα F-16 σε βάρος της Ελλάδας;
Η διάθεσή του να στραφεί ξανά προς τη Δύση θα έχει διάρκεια ή είναι προσχηματική, προκειμένου να εξασφαλίσει κάτι για τη χώρα του;
Δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η διαφαινόμενη πρόθεσή του για ήρεμα νερά θα μετουσιωθεί σε μια μόνιμη και πάγια ύφεση και ηρεμία στο Αιγαίο και την Αν.Μεσόγειο και πολύ περισσότερο ότι θα ανοίξει τον δρόμο για μια συνολική επίλυση στις ελληνοτουρκικές διαφορές και ότι δεν πρόκειται για έναν ακόμη ελιγμό από τους πάρα πολλούς του Ερντογάν.
Ο λόγος είναι ότι πολύ δύσκολα η Τουρκία θα αποστασιοποιηθεί από τις διεκδικήσεις που εγείρει τα τελευταία χρόνια. Πολύ δύσκολα η Ελλάδα θα καθίσει σε ένα τραπέζι για να συζητήσει τα θέματα που βάζει η Τουρκία σε ένα καλάθι, πολύ περισσότερο όταν το μοναδικό θέμα που αναγνωρίζουμε ως διαφορά είναι η υφαλοκρηπίδα και κατ' επέκταση της ΑΟΖ. Εξίσου δύσκολα η Άγκυρα θα υπαναχωρήσει από διεκδικήσεις όπως η αποστρατικοποίηση των νησιών στο Αν. Αιγαίο ή από την αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων ενίοτε δε και της ίδιας της ελληνικής κυριαρχίας.
Ο Ερντογάν μάλλον θεωρεί ότι δεν έχει να περιμένει σημαντική ενίσχυση από τη Ρωσία, την ώρα που ο Πούτιν κλονίζεται στο εσωτερικό και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν καταλήγει θετικά για τη Μόσχα. Έπρεπε να κάνει ένα τακτικό ελιγμό προκειμένου να επιχειρήσει να κερδίσει τις εντυπώσεις στο Βίλνιους και να μην απομονωθεί κι άλλο.
Μάλλον υπολόγισε ότι δεν θα μπορούσε να φύγει από τη Σύνοδο με το βέτο κατά της ένταξης της Σουηδίας στη βαλίτσα του, χωρίς αυτό να προκαλέσει συνέπειες που δεν θα αφορούσαν μόνο τη σχέση της χώρας του με τη Δύση αλλά και την τουρκική οικονομία που βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή.
Στα ελληνοτουρκικά επομένως πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι. Ασφαλώς και είναι θετικό ότι επιβεβαιώθηκε η διάθεση του Προέδρου Ερντογάν για μία νέα επανεκκίνηση ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και για έναν πιο σαφή δίαυλο, καθώς επίσης για έναν οδικό χάρτη, για το πώς θα κινηθούμε τους επόμενους μήνες, αλλά δεν πρέπει να περιμένουμε ούτε μαγικές λύσεις, ούτε μια εντυπωσιακή στροφή της Τουρκίας.
Το ιδανικό θα ήταν για εμάς να μπουν οι βάσεις για μια Τουρκία πλήρως εξευρωπαϊσμένη και εκδυτικισμένη. Μια Τουρκία που σέβεται το Διεθνές Δίκαιο, την κυριαρχία των γειτονικών της κρατών, που δεν διατηρεί παρανόμως στρατεύματα κατοχής σε χώρες, όπως η Κύπρος, που δεν εισβάλει όποτε θέλει στη Συρία και το Ιράκ, δεν έχει το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», κ.ό.κ.
Κάτι τέτοιο δεν θα το δούμε, αφού το μόνο βέβαιο είναι ότι η Τουρκία θα συνεχίσει στον δρόμο που έχει χαράξει εδώ και δεκαετίες και δεν τον έχει εγκαταλείψει ποτέ. Τα ελληνοτουρκικά μπορεί να έχουν περιόδους ύφεσης και έντασης, ωστόσο η γενική τους κατεύθυνση τουλάχιστον τα τελευταία πενήντα χρόνια είναι αν όχι συγκρουσιακή, το λιγότερο προβληματική.
Ο κοινός νους επομένως και η μέχρι τώρα εμπειρία επιβάλει στην Ελλάδα να κινείται σε δύο επίπεδα, αφενός να είναι όσο καλύτερα προετοιμασμένη στο πεδίο των εξοπλισμών, αφού διαφορετικά δεν μπορεί να πετύχει στρατιωτική ισορροπία με την Τουρκία και αφετέρου να συνεχίσει να κτίζει διεθνείς συμμαχίες. Ο ένας παράγοντας πολλαπλασιάζει τον αλλο. Η δική μας αμυντική ικανότητα καθιστά αποδοτικότερες τις συμμαχίες μας αλλά και οι συμμαχίες πολλαπλασιάζουν την δική μας αμυντική ικανότητα.
*Ο Αντώνης Κλάψης είναι Επίκουρος Καθηγητής Διπλωματίας και Διεθνούς Οργάνωσης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.