Η Γερμανία ως κράτος μέλος του ΝΑΤΟ νουθετεί την Τουρκία, ωστόσο ως κράτος - μέλος της ΕΕ δεν στέλνει στην Άγκυρα το αποφασιστικό μήνυμα, το οποίο εμείς θα θέλαμε.
Την πραγματικότητα αυτή, η οποία συνδέεται με την μακροχρόνια ειδική σχέση μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας, με αποτέλεσμα η όποια μετατόπιση του Βερολίνου απέναντι στην Τουρκία να έχει πολύ συγκεκριμένα όρια, είδαμε με πολύ ξεκάθαρο τρόπο και κατά το ταξίδι του καγκελάριου Όλαφ Σολτς στην Αθήνα.
Το μήνυμά του ότι δεν νοείται ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ να απειλεί την κυριαρχία ενός άλλου, σύμφωνα με όσα ανέφερε στη συνέντευξή του στα «Νέα», ήταν ασφαλώς καλοδεχούμενο. Η συνολική του ωστόσο τοποθέτηση, κατά την κοινή συνέντευξη με τον Έλληνα πρωθυπουργό, καταδεικνύει εκ νέου το έλλειμμα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Και υπενθυμίζει σε όσους το ξεχνούν γιατί δεν πρέπει να ποντάρουμε πολλά στην ΕΕ απέναντι για την αποτελεσματική ανάσχεση ενδεχόμενης έξαρσης της τουρκικής προκλητικότητας και παραβίασης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Είναι σίγουρα θετικό το γεγονός ότι το ταξίδι του καγκελαρίου στην Αθήνα δεν συνδυάστηκε με επίσκεψη στην Τουρκία, όπως στο παρελθόν (σσ: ο Σολτς είχε πρόσφατα αφήσει αιχμές για την προσέγγιση του Ερντογάν με τον Πούτιν). Επίσης θετικό, είναι ότι η Γερμανίδα υπ. Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ έχει πιο προωθημένες θέσεις για την Τουρκία έναντι του Σολτς, επιχειρώντας να εμπλουτίσει την εξωτερική πολιτική της χώρας της με ισχυρές δόσεις αρχών. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τσαβούσογλου συνεχίζει να ανακαλεί δημόσια την επίσκεψη Μπέρμποκ στην Άγκυρα ως μια δυσάρεστη στιγμή.
Ούτως ή άλλως όμως η επίσκεψη Σολτς δεν επρόκειτο να αποτελέσει κάποιο ορόσημο στα ελληνοτουρκικά. Αυτό το γνωρίζαμε. Η επόμενη λοιπόν ημέρα μέχρι τουλάχιστον τις τουρκικές εκλογές του 2023 θα καθοριστεί από τρεις παράγοντες. Την προσπάθεια της Τουρκίας να κερδίσει ολοένα και περισσότερους πόντους στο διεθνές ακροατήριο το αφήγημα της παράνομης κατά αυτή στρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών, η επιχειρηματολογία ότι η Ελλάδα καταπατά τα δικαιώματα των μεταναστών και το διεθνές δίκαιο και ο στόχος ενός αναβαθμισμένου ρόλου της Άγκυρας στο ενεργειακό, με έμφαση στην ανατολική Μεσόγειο.
Στο πρώτο κεφάλαιο, η σύνδεση της αποστρατικοποίησης των νησιών με την κυριαρχία δεν βρίσκει απήχηση στο εξωτερικό. Διαφαίνεται ωστόσο ένας κίνδυνος. Η επιμονή της Άγκυρας να τη θέτει ως δομικό πρόβλημα στις σχέσεις της με την Ελλάδα, έχει αρχίσει να πιάνει τόπο εκτός συνόρων στον βαθμό όπου ακόμη και χώρες φίλα προσκείμενες στην Αθήνα αναρωτιούνται κατά πόσο θα μπορούσαμε να κάνουμε βήματα προκειμένου να μετριάσουμε την ένταση.
Στο δεύτερο κεφάλαιο της τουρκικής ατζέντας, επειδή η Ελλάδα υπερασπίζεται τα ευρωπαϊκά σύνορα και επειδή είναι ακόμη νωπές οι μνήμες από τα γεγονότα του Έβρου το 2020, το τουρκικό αφήγημα για καταπάτηση από την Αθήνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μεταναστών και του διεθνούς δικαίου, δεν βρίσκει ευήκοα ώτα.
Τέλος, όσον αφορά στο ενεργειακό, η Τουρκία, συνεχίζει να θεωρεί ότι λόγω του Ουκρανικού και του αναβαθμισμένου της ρόλου, θα έχει την ανοχή της ΕΕ και των ΗΠΑ, για τις όποιες κινήσεις αποφασίσει να κάνει επί του πεδίου, με σεισμικά και γεωτρητικά σκάφη, ακόμη και αν αυτές ξεπεράσουν για λίγο κάποιες κόκκινες ελληνικές γραμμές.
Το ερώτημα είναι πώς χειρίζεται η Ελλάδα τις παραπάνω προκλήσεις. Στο θέμα της αποστρατικοποίησης, παρ’ ότι οι εταίροι μας δεν υιοθετούν τη διασύνδεσή της με την κυριαρχία των νησιών, εντούτοις όσοι θα ήθελαν να δουν μια διευθέτηση των ζητημάτων μεταξύ των δύο χωρών, δεν μπαίνουν στις λεπτομέρειες των διεθνών συνθηκών, παρά εξετάζουν τα περιθώρια εξεύρεσης λύσης.
Ένας πρέπει να είναι ο στόχος της Ελλάδας: Να σταλεί, μέσα από μια διεθνή διπλωματική και επικοινωνιακή εκστρατεία και μέσα από ένα ενιαίο εθνικό μέτωπο, το απλό μήνυμα πως «ό,τι απειλείται, δεν αποστρατιωτικοποιείται». Διότι πέραν της παραπομπής στις διεθνείς συνθήκες και των επιμέρους παραμέτρων, αυτό το οποίο αντιλαμβάνονται καλύτερα οι απανταχού εταίροι μας, ειδικά στην παρούσα συγκυρία του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, είναι πως όταν απειλείται η κυριαρχία σου, δεν μπορείς να κάνεις τη παραμικρή έκπτωση.
Στο ενεργειακό σκέλος της τουρκικής ατζέντας, το σημαντικό είναι να μην επιτρέψει η Αθήνα στην Άγκυρα να κινηθεί επί του πεδίου, είτε ενεργοποιώντας το τουρκολιβυκό σύμφωνο, είτε κάνοντας γεωτρήσεις νοτίως του Καστελόριζου σε συνέχεια των σεισμικών ερευνών του Ορούτς Ρέις (2020), είτε επιχειρώντας στην Κύπρο, η οποία είναι και ο αδύναμος κρίκος. Η Ελλάδα πρέπει μέχρι τις τουρκικές εκλογές να εμποδίσει οπωσδήποτε τέτοιες επιδιώξεις, μέσω των οποίων η Άγκυρα θα επιχειρήσει να σφετεριστεί ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα ή να θέσει εν αμφιβόλω ακόμη και δυνητική ελληνική κυριαρχία.
Ένας υπαρκτός κίνδυνος είναι η αποστολή τουρκικού σεισμικού σκαφους νοτίως ή ανατολικά της Κρήτης, μεταξύ των 6 και 12 ναυτικών μιλίων. Ακόμη και στα 40 μίλια από τη Κρήτη να επιχειρήσει έρευνες, πάλι θα αφορά δυνητική υφαλοκρηπίδα μας. Εφόσον δεν είναι καθορισμένη η υφαλοκρηπίδα, ακόμη και αν ζητήσουμε την επιβολή κυρώσεων, είναι εξαιρετικά να επιβληθούν.
Οφείλουμε, με άλλα λόγια, να κάνουμε εγκαίρως γνωστό προς τους εταίρους μας σαφή τα παρακάτω: Πρώτον, δεν θα συνιστά κλιμάκωση από πλευράς μας η οποιαδήποτε διπλωματική και επιχειρησιακή κίνηση για να αποτραπεί από πλευράς Τουρκίας μια ενέργεια, όπως οι παραπάνω. Δεύτερον, επίσης δεν θα συνιστά κλιμάκωση από την Ελλάδα, να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα νοτίως και ανατολικώς της Κρήτης.
* O Κωνσταντίνος Φίλης είναι Εκτελεστικός Διευθυντής ΙΔΙΣ & αναλυτής διεθνών θεμάτων του AΝΤ1