Του Νίκου Μελέτη
Ενώπιον δύσκολων διλημμάτων θέτουν την ελληνική εξωτερική πολιτική η κλιμάκωση της κρίσης στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, οι κλυδωνισμοί της τουρκικής οικονομίας και η αναζήτηση νέων ισορροπιών και συμμαχιών στην διεθνή σκηνή από τον Τούρκο ηγέτη, Ταγίπ Ερντογάν.
Ένα δύσκολο και εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον διαμορφώνεται για το επόμενο, απρόβλεπτο σε διάρκεια, διάστημα που επηρεάζει άμεσα την κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή και φυσικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό. Όσο μάλιστα συνεχίζεται η αστάθεια στην τουρκική οικονομία είναι σαφές ότι επηρεάζεται άμεσα και η ελληνική οικονομία καθώς και ο διάδρομος της «καθαρής εξόδου» από το Μνημόνιο.
Η επιλογή της Ουάσιγκτον και του Προέδρου Τραμπ, με αφορμή την υπόθεση Μπράνσον και την ομηρεία πολίτη συμμαχικής χώρας, να συνετίσουν και να επαναφέρουν στην τάξη τον Ταγίπ Ερντογάν, είναι προφανώς μια αναπόφευκτη επιλογή. Ούτε η Ουάσιγκτον ούτε η Δύση μπορεί να αντέξει στην ηγεσία της Τουρκίας, χώρας μέλους του ΝΑΤΟ και υποψήφιας προς ένταξη στην ΕΕ, με 80 εκατομμύρια πληθυσμό, έναν εκκολαπτόμενο Χουσεΐν, Άσαντ ή Καντάφι.
Ο τρόπος με τον οποίο ο κ. Τραμπ στρίβει τον αγκώνα του κ. Ερντογάν πίσω από την πλάτη έχει σοβαρές συνέπειες για την Τουρκία αλλά έχει και ένα θετικό για τον ίδιο τον Ερντογάν. Με την δαιμονοποίηση των αμερικανικών κυρώσεων ο κ. Ερντογάν κατορθώνει να αποκρύψει τις δικές του προσωπικές ευθύνες για τα πήλινα πόδια της τουρκικής οικονομίας. Η κατάρρευση της λίρας έχει αρχίσει από το 2007 όταν διακόπηκε το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων. Μέσα σε μια δεκαετία η λίρα έχασε το 70% της αξίας της έναντι του δολαρίου αλλά το 90% αυτής της απώλειας σημειώθηκε από το 2014 και μετά. Τα φαραωνικά έργα, η πριμοδότηση του δημόσιου τομέα με προσλήψεις και αυξήσεις μισθών, τα μεγαλόπνοα σχέδια ενίσχυσης της αμυντικής βιομηχανίας και η απουσία διαρθρωτικών αλλαγών, έχουν οδηγήσει την τουρκική οικονομία στην σημερινή κατάσταση.
Ο κ. Ερντογάν γνωρίζει ότι η απειλή του για «νέους συμμάχους» μπορεί να ακούγεται όμορφα στα αυτιά των ψηφοφόρων του, αλλά η σωτηρία δεν μπορεί να έρθει ούτε από τον πρόεδρο Πούτιν, που απλώς μπορεί να στείλει μερικές ακόμη χιλιάδες Ρώσους τουρίστες στην Τουρκία, ουτε από την Κίνα που δεν είναι γενναιόδωρη εάν δεν λαμβάνει συγκεκριμένα ανταλλάγματα. Ούτε φυσικά στο Κατάρ που εξάντλησε την δυνατότητα ενίσχυσης της Τουρκίας με την υπόσχεση για επενδύσεις 15 δισ. ευρώ. Σταγόνες στον ωκεανό για μια οικονομία που έχει ανάγκη χρηματοδότησης 200 δις ετησίως.
Όπως σωστά παρατήρησε η Washington Post με το editorial της την περασμένη εβδομάδα, δεν θα πρέπει ο κ. Τραμπ να περιορίσει την επιθετική αυτή στάση έναντι της Τουρκίας και του Ερντογάν μόνο στην υπόθεση Μπράνσον, αλλα συνολικά, ώστε να αντιληφθεί η Τουρκία ότι δεν μπορεί μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ να έχει αυτή την συμπεριφορά και να οδηγείται σε συγκαλυμμένη δικτατορία.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον και ενώ η Ουάσιγκτον επισημαίνει ότι ορισμένες από τις κυρώσεις δεν έχουν σχέση με την υπόθεση Μπράνσον, στέλνοντας το μήνυμα ότι η κρίση εμπιστοσύνης στις διμερείς σχέσεις δεν θα τελειώσει εύκολα, ο Ερντογάν επιχειρεί να αναζητήσει εναλλακτικές διεξόδους. Η σχέση του με τον Πούτιν παρά το ότι έχει στοιχεία στρατηγικής συνεργασίας (πυρηνικό εργοστάσιο Ακουγιού, αγωγός Turkish Stream, S-400 κ.α.) είναι συγκυριακή, καθώς η τουρκική οικονομία εξαρτάται από τις αγορές και συνδέεται με την Δύση, ενώ το καθεστώς της μεταπολεμικής Συρίας όπου η Ρωσία στηρίζει το καθεστώς Ασαντ αλλά και την συνεργασία του με τους Κούρδους του YPG, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την Άγκυρα. Όσο μάλιστα ο ίδιος ο Ερντογάν προσκολλάται στον Πούτιν τόσο πιο ευάλωτος γίνεται έναντι ενός ηγέτη που δεν φημίζεται για την ευαισθησία του και την συνέπεια του στις φιλίες του…
Υποχρεωτικά ο κ. Ερντογάν στράφηκε και προς την ΕΕ, κυρίως στην Γερμανία και Γαλλία, που είχαν κάθε λόγο με αφορμή την αμερικανοτουρκική κρίση, να εκφράσουν την αντίθεση τους στην πολιτική δασμών που χρησιμοποιεί ως πολιτικό εργαλείο ο Αμερικανός πρόεδρος και συγχρόνως να στείλουν μηνύματα στήριξης στην τουρκική οικονομία, καθώς οι τράπεζες των δυο χωρών έχουν πολύ σημαντική έκθεση στα τουρκικά ομόλογα.
Ο κ. Ερντογάν είχε τηλεφωνικές επικοινωνίες με την Α. Μέρκελ και τον Ε. Μακρόν και προγραμματίζει την πρώτη επίσκεψή του από το 2014 στο Βερολίνο στο τέλος Σεπτεμβρίου. Με την κίνηση τους αυτή οι δυο Ευρωπαίοι ηγέτες προσέφεραν στήριξη στον κ. Ερντογάν χωρίς να είναι σαφές αν και με ποιο τρόπο έθεσαν ως προϋπόθεση τον σεβασμό του κράτους δικαίου στην Τουρκία, τον σεβασμό των αρχών καλής γειτονίας και των άλλων θεμάτων που τίθενται από όλα τα ευρωπαϊκά κείμενα. Το μόνο έμμεσο θετικό αποτέλεσμα ήταν ίσως η απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών.
Σε αυτό το πλαίσιο τα διλήμματα της Αθήνας είναι δύσκολα.
Η αποτροπή κατάρρευσης της τουρκικής οικονομίας και υπονόμευσης του Ερντογάν, είναι ζητήματα κρίσιμα και σημαντικά για την Ελλάδα, που δεν επιθυμεί έναν αποσταθεροποιημένο και συνεπώς επικίνδυνο γείτονα. Από την άποψη αυτή βρίσκεται στο πλευρό των Ευρωπαίων εταίρων που στηρίζουν την τουρκική οικονομία και πολιτικά τον Τ. Ερντογάν.
Υπάρχει επίσης η προσδοκία ότι ο Τούρκος ηγέτης θα εκτιμήσει αυτή την στήριξη των Ευρωπαίων και αυτό θα τον καταστήσει πιο συνεργάσιμο ακόμη και σε θέματα που φορούν την Ελλάδα και την Κύπρο (όσο κι αν το ευρωπαϊκό χαρτί έχει αποδειχθεί αρκετά αδύναμο πλέον). Βεβαίως σε ό,τι αφορά τις διεκδικήσεις εις βάρος της ελληνικής κυριαρχίας και στο Κυπριακό ,ελάχιστα έχει επηρεασθεί η τουρκική πολιτική και η συμπεριφορά του κ. Ερντογάν από την ευρωτουρκική σχέση.
Από την άλλη πλευρά μια Τουρκία στα όρια της χρεωκοπίας πληγωμένη από την αντιπαράθεση της με την Ουάσιγκτον , που αναζητά άλλο προσανατολισμό και διεκδικεί με κάθε τρόπο νέο αυτόνομο περιφερειακό ρόλο, αποδυναμώνει τους δεσμούς της με την Δύση και ενδεχομένως μεταφέρει στα ελληνικά σύνορα την προχωρημένη γραμμή της Δύσης, είναι ένα σενάριο, απομακρυσμένο που δεν μπορεί όμως να αποκλεισθεί. Εξάλλου ορισμένες από τις συζητήσεις που έχουν γίνει μεταξύ κορυφαίων παραγόντων της ελληνικής κυβέρνησης και εκπροσώπων της κυβέρνησης Τραμπ, στηρίζονται στο σενάριο της ρήξης των σχέσεων με την Τουρκία και την δημιουργία ενός νέου στρατηγικού άξονα ασφάλειας Ισραήλ-Αίγυπτος-Κύπρος -Ελλάδα.
Όσο και αν ακούγεται δελεαστικό ένα τέτοιο σενάριο, δεν αποτελεί εύκολη επιλογή, καθώς η Τουρκία δεν θα «εξαφανισθεί» αλλά θα παραμένει στην θέση της, απειλητική και ανεξέλεγκτη περισσότερο από ποτέ. Και θα πρέπει να μην λησμονούμε ότι οι παρεμβάσεις των Αμερικανών μετά την επιστολή του προέδρου Λίντον Τζόνσον στον Ινονού το 1964, για την αποτροπή τουρκικής παρέμβασης στην Κύπρο, ήταν αυτές που το 1974 που επέτρεψαν την τουρκική εισβολή. Αλλά και το 1996 όταν με την παρέμβαση Χόλμπρουκ τα Ίμια έγιναν απλώς «γκρίζα ζώνη» .
Καθώς μάλιστα ο Ταγίπ Ερντογάν έχει αποδείξει στην 25ετη πορεία του ότι είναι εφτάψυχος και ευέλικτος, θα πρέπει η Αθήνα και η Λευκωσία να είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν ένα ακόμη σενάριο: ο κ. Ερντογάν να τα βρει και με τις ΗΠΑ και με τον γαλλογερμανικό παράγοντα. Και τότε θα πρέπει να αντιμετωπισθεί το σοβαρό ενδεχόμενο το Κυπριακό να αποτελέσει την «προίκα» στο νέο αυτό «σύμφωνο συμβίωσης».
Φωτογραφία: APImages