Την ώρα που η απεσταλμένη του ΓΓ του ΟΗΕ Α. Κουεγιάρ - Ολγκίν ετοιμάζεται να παραδώσει την Έκθεσή της σήμερα 10 Ιουλίου στον Α. Γκουτέρες και ενώ διαπιστώνεται απροθυμία να αποδοθεί η ευθύνη στην τουρκοκυπριακή και τουρκική πλευρά για το αδιέξοδο μιας και θέτουν ως προϋπόθεση για την επανέναρξη συνομιλιών την αναγνώριση των δυο κρατών, η Τουρκία εντείνει τις προσπάθειες για αναβάθμιση του διεθνούς στάτους του ψευδοκράτους.
Στα Σούσα του Αζερμπαϊτζάν πλέον μετά την ανάκτησή τους από την Αρμενία προσεκλήθη ο Ε. Τατάρ στην άτυπη Σύνοδο Κορυφής του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών, αν και η αντίδραση των κεντροασιατικών κρατών δεν έχει επιτρέψει ακόμη να γίνει μέλος η «ΤΔΒΚ».
Όμως ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι ο Α. Γκουτέρες και στην τελευταία έκθεσή του προς το ΣΑ επιλέγει τακτική Πόντιου Πιλάτου και ζητά κινήσεις και από τις δυο πλευρές για να αρθεί το αδιέξοδο ενώ επανέρχεται σε επικίνδυνες ιδέες για από κοινού έρευνα και εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, κάτι που θα οδηγούσε ουσιαστικά σε έμμεση αναγνώριση του ψευδοκράτους.
Όπως είναι απαράδεκτη η επιλογή του Α. Γκουτέρες να επιρρίπτει ευθύνες και στις δυο πλευρές για τις απόπειρες στρατικοποίησης της Πράσινης Γραμμής, εξομοιώνοντας τη μετακίνηση Στρατού και τοποθέτηση φυλακίων από την τουρκική πλευρά με την τοποθέτηση καμερών σε ορισμένα σημεία από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Πολύ περισσότερο όταν χρησιμοποιήθηκε η Πράσινη Γραμμή για τη διακίνηση και εξώθηση μεταναστών προς την Ελεύθερη Κύπρο.
Η συνάντηση που θα έχει την Παρασκευή στη Νέα Υόρκη με τον ΓΓ του ΟΗΕ ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης θα έχει σαν βασικό θέμα την ελληνική συμμετοχή της Ελλάδας ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας (2025-2026) θα έχει όμως ιδιαίτερη σημασία λόγω της συγκυρίας στο Κυπριακό και καθώς υπάρχει ανοικτή γραμμή και συνεννόηση με τη Λευκωσία ώστε να σταλεί το μήνυμα για την ανάγκη συνέχισης των προσπαθειών της κ. Ολγκίν στο πλαίσιο της εντολής του ΣΑ για αναζήτηση λύσης στο πλαίσιο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Ενδεικτικό πάντως του κλίματος και των διαθέσεων της τουρκικής πλευράς είναι και οι επιστολές που κατατέθηκαν στον ΟΗΕ το προηγούμενο διάστημα και δημοσιεύθηκαν πριν μερικές εβδομάδες. Η μια από την Κυπριακή Δημοκρατία που απαντούσε σε ανυπόστατους ισχυρισμούς σε ομιλία του Τούρκου ΑΝΥΠΕΞ Αχμέτ Γιλντίζ στο βήμα του ΟΗΕ. Και την απάντηση στην κυπριακή επιστολή που ανέλαβε να δώσει για την τουρκική πλευρά με επιστολή ο «αντιπρόσωπος» του κατοχικού καθεστώτος στον ΟΗΕ, μέσω της Τουρκικής Μόνιμης Αντιπροσωπείας, που επαναλαμβάνει όλες τις ακραίες τουρκικές θέσεις και διαμαρτύρεται μάλιστα γιατί η Κυπριακή κυβέρνηση αναφέρεται σε «εισβολή και κατοχή».
Τα κείμενα των επιστολών
Letter dated 14 May 2024 from the Permanent Representative of Cyprus to the United Nations addressed to the President of the Security Council
Θα ήθελα να αναφερθώ σε δήλωση του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας κατά τη διάρκεια της συζήτησης του Συμβουλίου Ασφαλείας με θέμα «Διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας: ο ρόλος των νέων στην αντιμετώπιση των προκλήσεων ασφάλειας στη Μεσόγειο», η οποία πραγματοποιήθηκε στις 17 Απριλίου 2024.
Είναι πραγματικά ατυχές το γεγονός ότι, για άλλη μια φορά, η Τουρκία προσπάθησε να σφετεριστεί μια συζήτηση του Συμβουλίου Ασφαλείας προκειμένου να προωθήσει τη διχαστική ρητορική της για την Κύπρο. Ενώ η δήλωση της Τουρκίας ήταν μια επανάληψη γνωστών θέσεων, είναι τόσο αποκαλυπτική των προθέσεων της χώρας έναντι της Κύπρου όσο και ενδεικτική της περιφρόνησής της για τη διεθνή νομιμότητα, το Συμβούλιο και τις αποφάσεις του.
Είναι τουλάχιστον παράδοξο για τον εκπρόσωπο της Τουρκίας να δηλώνει υποστήριξη για τη δίκαιη, ισότιμη και ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων όταν η Κύπρος συνεχίζει να υφίσταται τις συνέπειες της στρατιωτικής εισβολής της Τουρκίας και της συνεχιζόμενης παράνομης κατοχής του 36% του εδάφους της. Η δεδηλωμένη φιλοδοξία της Τουρκίας για τη δίκαιη οριοθέτηση των θαλάσσιων περιοχών και τη δίκαιη κατανομή των πόρων είναι προφανώς ασυμβίβαστη τόσο με τις αξιώσεις της για πάνω από το 60% της ΑΟΖ της Κύπρου όσο και με την πλήρη περιφρόνηση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Η Τουρκία φαίνεται να πιστεύει ότι η τήρηση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας και του διεθνούς δικαίου είναι προαιρετική, ένας δρόμος που πρέπει να επιλεγεί μόνο εάν ταιριάζει με τον λόγο της Άγκυρας. Η προσπάθεια της Τουρκίας να δικαιολογήσει την επιθετικότητά της προς την Κυπριακή Δημοκρατία και να νομιμοποιήσει την εγκαθίδρυση ενός υποτελούς αποσχιστικού καθεστώτος καταφεύγοντας σε ιστορικό ρεβιζιονισμό και διαστρέβλωση βασικών γεγονότων είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.
Σε μια εποχή που, μετά τον πρόσφατο διορισμό του Προσωπικού Απεσταλμένου του Γενικού Γραμματέα, καταβάλλονται προσπάθειες για επανέναρξη μιας πολιτικής διαδικασίας που θα οδηγήσει στη λύση του Κυπριακού εντός των συμφωνημένων παραμέτρων των Ηνωμένων Εθνών, η Τουρκία επιχειρεί ανοιχτά να εκτροχιάσει αυτές τις προσπάθειες και συνεχίζει να απορρίπτει το εγκεκριμένο από τα Ηνωμένα Έθνη πλαίσιο λύσης.
Με αυτόν τον τρόπο, απαιτεί τη νομιμοποίηση της επιβληθείσας διαίρεσης του νησιού για την επιδίωξη του οράματός της για μια «λύση δύο κρατών». Η Κυπριακή Δημοκρατία παραμένει προσηλωμένη στο στόχο της επανένωσης στη βάση μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως ορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Από αυτή την άποψη, συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε το έργο της προσωπικής απεσταλμένης του Γενικού Γραμματέα για τη χάραξη μιας θετικής πορείας προς τα εμπρός.
Καλούμε την Τουρκία να εμπλακεί στο ίδιο πνεύμα, λαμβάνοντας υπόψη τις προσδοκίες του λαού της Κύπρου, ιδιαίτερα της νεολαίας, της οποίας η σημαντική και θετική συμβολή στις προσπάθειες για τη διατήρηση και την προώθηση της ειρήνης και της ασφάλειας έχουν επανειλημμένα αναγνωριστεί από το Συμβούλιο, προκειμένου να αναζωογονηθεί η ειρηνευτική διαδικασία και η προοπτική συνολικής λύσης.
Αυτό όχι μόνο θα ωφελήσει όλους τους Κυπρίους, αλλά θα συμβάλει και στην προώθηση της ειρήνης, της ασφάλειας και της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή σε μια εποχή που τόσο απεγνωσμένα την χρειάζεται.
Απέναντι στις επιθέσεις κατά του Συμβουλίου Ασφαλείας και των ψηφισμάτων του, είναι ζωτικής σημασίας η διεθνής κοινότητα να σταθεί πίσω τους και να διασφαλίσει ότι έχουν νόημα, διαφορετικά κινδυνεύουμε να υπονομεύσουμε το ίδιο το σύστημα που καλούμαστε να υπερασπιστούμε.
Θα ήμουν ευγνώμων αν η παρούσα επιστολή μπορούσε να διανεμηθεί ως έγγραφο του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Μαρία Μιχαήλ
Letter dated 12 June 2024 from the Permanent Representative of Türkiye to the United Nations addressed to the President of the Security Council
«Έχω την τιμή να σας διαβιβάσω επιστολή με ημερομηνία 10 Ιουνίου 2024, την οποία σας απηύθυνε ο Μεχμέτ Ντανά, Αντιπρόσωπος της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου (βλ. παράρτημα).
Θα ήμουν ευγνώμων αν η παρούσα επιστολή και το παράρτημά της μπορούσαν να διανεμηθούν ως έγγραφο του Συμβουλίου Ασφαλείας».
Αχμέτ Γιλντίζ
Μόνιμος Αντιπρόσωπος Τουρκίας
Παράρτημα επιστολής:
Γράφω ως απάντηση στην επιστολή της Ελληνοκύπριας εκπροσώπου ημερομηνίας 14 Μαΐου 2024 (S/2024/386) σχετικά με τη συζήτηση του Συμβουλίου Ασφαλείας με θέμα «Διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας: ο ρόλος των νέων στην αντιμετώπιση των προκλήσεων ασφαλείας στη Μεσόγειο», η οποία για άλλη μια φορά διαστρεβλώνει κατάφωρα τα γεγονότα που αφορούν την Κύπρο.
Οι Ελληνοκύπριοι εκπρόσωποι εκμεταλλεύονται εδώ και καιρό την απουσία της τουρκοκυπριακής πλευράς στις διεθνείς πλατφόρμες για να παραπλανήσουν τη διεθνή κοινότητα και να αποσπάσουν την προσοχή από την αποκλειστική ευθύνη τους για τη δημιουργία και συνέχιση του κυπριακού προβλήματος. Ως εκ τούτου, είμαι υποχρεωμένος να απαντήσω γραπτώς προκειμένου να ξεκαθαρίσω τα πράγματα.
Αρχικά, επιτρέψτε μου να υπογραμμίσω για άλλη μια φορά ότι κανένα από τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας για την Κύπρο δεν περιγράφει τη νόμιμη και δικαιολογημένη τουρκική επέμβαση στο νησί, που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις Διεθνείς Συνθήκες της Κύπρου του 1959, ως «εισβολή» ή την επακόλουθη παρουσία της στο νησί ως «κατοχή».
Όπως είναι γνωστό, η Εγγυήτρια δύναμη η Τουρκία έπρεπε να παρέμβει μετά από 11 χρόνια τουρκοκυπριακών δεινών στα χέρια της ελληνοκυπριακής πολιτοφυλακής, η οποία κορυφώθηκε με την απόπειρα πραξικοπήματος που οργάνωσε η στρατιωτική χούντα στην Αθήνα και οι Ελληνοκύπριοι συνεργάτες της, με στόχο την προσάρτηση ολόκληρου του νησιού στην Ελλάδα (Ένωση) και την πλήρη εξόντωση του τουρκοκυπριακού λαού.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, καθώς και τον τρέχοντα ανθρώπινο πόνο που προκαλείται από τις πρόσφατες συγκρούσεις παγκοσμίως, είναι χωρίς αμφιβολία ότι το σύστημα Εγγυήσεων στην Κύπρο είναι πιο επίκαιρο και απαραίτητο από ποτέ.
Περαιτέρω, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το Κυπριακό ξεκίνησε το 1963, όχι το 1974, όταν η ελληνοκυπριακή πλευρά σφετερίστηκε βίαια τον τίτλο της συνεργατικής Κυπριακής Δημοκρατίας και απέλασε τον Τουρκοκύπριο εταίρο από όλα τα κρατικά όργανα.
Κατά τη διάρκεια των ετών από το 1963 έως το 1974, μια περίοδο που οι Ελληνοκύπριοι εκπρόσωποι επέλεξαν βολικά να αγνοήσουν, η ελληνοκυπριακή πολιτοφυλακή, βοηθούμενη και ενθαρρυμένη από την Ελλάδα, συμμετείχε σε μια εκστρατεία εθνοκάθαρσης εναντίον των Τουρκοκυπρίων, γνωστή ως Σχέδιο Ακρίτας, με απώτερο στόχο την επίτευξη της Ένωσης.
Αυτή η μεγάλης κλίμακας βία και οι επακόλουθες κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανάγκασαν το Συμβούλιο Ασφαλείας να αναπτύξει την Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο το 1964 προκειμένου να σταματήσει η αιματοχυσία και οι θηριωδίες που διαπράχθηκαν εναντίον του τουρκοκυπριακού λαού.
Παρά την πληθώρα των εγγράφων των Ηνωμένων Εθνών που πιστοποιούν αυτά τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά σε αυτά στην εν λόγω επιστολή αποτελεί απόδειξη του γεγονότος ότι δεν βασίζεται σε γεγονότα, αλλά είναι άλλο ένα επεισόδιο του γνωστού ελληνοκυπριακού μηχανισμού προπαγάνδας.
Όσον αφορά τα σχόλια της Ελληνοκύπριας εκπροσώπου σχετικά με τις περιοχές θαλάσσιας δικαιοδοσίας και τους φυσικούς πόρους γύρω από το νησί της Κύπρου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι μονομερείς και προκλητικές πολιτικές της Ελληνοκυπριακής Κύπρου έναντι του θέματος βασίζονται στο ψευδές πρόσχημα ότι η ελληνοκυπριακή διοίκηση της Νότιας Κύπρου έχει το νομικό ή ηθικό δικαίωμα να εκπροσωπεί ή να ενεργεί εκ μέρους ολόκληρου του νησιού.
Αυτό επεκτείνεται και στις έκνομες ενέργειες της ελληνοκυπριακής διοίκησης, όπως η υπογραφή διμερών συμφωνιών για την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων, το άνοιγμα διαγωνισμών και η αδειοδότηση ενεργειακών εταιρειών για τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων εξερεύνησης και εκμετάλλευσης.
Όπως είναι γνωστό, η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει προβεί σε γραπτά διαβήματα προς τα Ηνωμένα Έθνη και έχει καταγράψει απερίφραστα ότι αυτές οι μονομερείς ενέργειες της ελληνοκυπριακής πλευράς, που έγιναν χωρίς τη συναίνεση και κοινή απόφαση της τουρκοκυπριακής πλευράς, είναι εντελώς απαράδεκτες και δεν δεσμεύουν καθ' οιονδήποτε τρόπο τον τουρκοκυπριακό λαό
Υπό το φως της επιμονής της ελληνοκυπριακής πλευράς να συνεχίσει τις μονομερείς ενέργειές της, η τουρκοκυπριακή πλευρά υποχρεώθηκε να λάβει μέτρα για την προστασία των δικών της δικαιωμάτων και συμφερόντων όσον αφορά τους πόρους υδρογονανθράκων γύρω από το νησί.
Στο πλαίσιο αυτό, στις 21 Σεπτεμβρίου 2011, η τουρκοκυπριακή πλευρά υπέγραψε συμφωνία οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας με την Τουρκία και στις 22 Σεπτεμβρίου 2011, το Υπουργικό Συμβούλιο της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ) εξέδωσε απόφαση για τον προσδιορισμό υπεράκτιων μπλοκ παραχώρησης, καθώς και για την αδειοδότηση της Τουρκικής Εταιρείας Πετρελαίου (TPAO) για τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων εξερεύνησης πετρελαίου και φυσικού αερίου για λογαριασμό της τουρκοκυπριακής πλευράς. Αυτό, ωστόσο, δεν αποκλείει τη δυνατότητα της ΤΔΒΚ να εκδώσει μελλοντικές άδειες στην TPAO για τη διεξαγωγή γεωτρήσεων σε άλλες περιοχές γύρω από το νησί, επί των οποίων ο τουρκοκυπριακός λαός έχει αναμφισβήτητα και εγγενή δικαιώματα, ανεξάρτητα από το εάν η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει ήδη εκδώσει άδειες για αυτές τις περιοχές ή όχι.
Όπως υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ένταση που απορρέει από τη δίκαιη κατανομή των φυσικών πόρων γύρω από το νησί, η τουρκοκυπριακή πλευρά υπέβαλε προτάσεις το 2011 και το 2012 αντίστοιχα, οι οποίες δυστυχώς απορρίφθηκαν εντελώς από την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Στις 13 Ιουλίου 2019, η τουρκοκυπριακή πλευρά υπέβαλε επικαιροποιημένη ολοκληρωμένη πρόταση συνεργασίας για το θέμα αυτό, στην οποία η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν έχει ακόμη δώσει θετική απάντηση. Επιπλέον, και σε σχέση με αυτό, έχουμε δηλώσει σαφώς την πλήρη υποστήριξή μας στην πρόταση του Προέδρου της Τουρκίας Τ. Ερντογάν, για τη σύγκληση μιας διάσκεψης χωρίς αποκλεισμούς για την Ανατολική Μεσόγειο που θα βοηθούσε στην έναρξη ενός εποικοδομητικού διαλόγου και στην εκτόνωση των εντάσεων στην περιοχή.
Αυτή η προκλητική στάση της ελληνοκυπριακής πλευράς όσον αφορά τους υδρογονάνθρακες, δυστυχώς, συσχετίζεται με τη νοοτροπία που απορρίπτει το μοίρασμα της εξουσίας και της ευημερίας με τον τουρκοκυπριακό λαό – την ίδια νοοτροπία που εμπόδισε μια συμφωνία στην Κύπρο για πάνω από 50 χρόνια και η οποία οδήγησε στην κατάρρευση της Διάσκεψης για το Κυπριακό το 2017, καθώς και στη συντριπτική απόρριψη από την ελληνοκυπριακή πλευρά του πιο ολοκληρωμένου σχεδίου διευθέτησης του Κυπριακού το 2004, δηλαδή, το Σχέδιο Ανάν, όπως αναφέρεται στην έκθεση του τότε Γενικού Γραμματέα (S/2004/437).
Ως εκ τούτου, όσον αφορά τα σχόλια της Ελληνοκύπριας εκπροσώπου για το Κυπριακό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, μετά από περισσότερα από 50 χρόνια διαπραγματεύσεων για το ίδιο πλαίσιο και παρωχημένες παραμέτρους, έχει καταστεί απερίφραστα σαφές ότι η επιμονή σε αυτή την κατηγορηματικά αποτυχημένη φόρμουλα εξυπηρετεί μόνο τη διαιώνιση του απαράδεκτου και μη βιώσιμου στάτους κβο στο νησί, όπου η ελληνοκυπριακή πλευρά αντιμετωπίζεται σαν να είναι η «νόμιμη κυβέρνηση ολόκληρου του νησιού» και η τουρκοκυπριακή πλευρά αντιμετωπίζεται σαν να είναι μια απλή «κοινότητα».
Αυτή η άνιση μεταχείριση και των δύο πλευρών επιτρέπει στην ελληνοκυπριακή διοίκηση να συνεχίσει να απολαμβάνει τα οφέλη του παράνομου και άδικου καθεστώτος της και να διατηρεί τον τουρκοκυπριακό λαό κάτω από μια συνολική απάνθρωπη απομόνωση. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν συναινεί πλέον σε μια συμφωνία βασισμένη σε μια «διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία».
Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Γενικού Γραμματέα ότι «αυτή τη φορά πρέπει να είναι διαφορετικά», έχουμε συνεργαστεί ειλικρινά και θετικά με την Προσωπική Απεσταλμένη του από τον διορισμό της για να εκτελέσει τη συμφωνημένη χρονικά δεσμευτική εντολή της, δηλαδή να διερευνήσει εάν υπάρχει κοινό έδαφος ή όχι μεταξύ των δύο πλευρών για να ξεκινήσει μια νέα και επίσημη διαπραγματευτική διαδικασία, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μετά την επαναβεβαίωση της κυρίαρχης ισότητας και του ίσου διεθνούς καθεστώτος μας.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σαφές ότι οι παραπλανητικές παρατηρήσεις του Ελληνοκύπριου εκπροσώπου δεν επιβεβαιώνονται από νομικά και ιστορικά γεγονότα που αφορούν το νησί.
Έτσι, αντί να εκτοξεύει αβάσιμες κατηγορίες, η ελληνοκυπριακή πλευρά θα πρέπει να υιοθετήσει μια ειλικρινή προσέγγιση για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος στη βάση της τρέχουσας πραγματικότητας του νησιού, η οποία, μεταξύ άλλων, θα σέβεται τα εγγενή δικαιώματα του τουρκοκυπριακού λαού.
Επωφελούμενος της παρούσας ευκαιρίας, θα ήθελα επίσης να υπενθυμίσω στην ελληνοκυπριακή διοίκηση ότι ο ομόλογός της είναι, και ήταν πάντα, η τουρκοκυπριακή πλευρά, όχι η Τουρκία.
Θα ήμουν ευγνώμων αν η παρούσα επιστολή διανεμόταν ως έγγραφο του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Μεχμέτ Ντάνα
Αντιπρόσωπος
Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου».