Στην τελική ευθεία μίας από τις κρισιμότερες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ιστορία της έχει εισέλθει πλέον η Γερμανία, σε χρονική συγκυρία κατά την οποία η διεθνής αβεβαιότητα κλιμακώνεται. Στις 09:00 ώρα Ελλάδας την Κυριακή ανοίγουν οι κάλπες, με 29 κόμματα να διεκδικούν την ψήφου 59,2 εκατ. πολιτών. Τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, ο ρόλος των αναποφάσιστων και το διακύβευμα των εκλογών.
Σημειώνεται πως οι γερμανικές εκλογές διενεργούνται σχεδόν έξι μήνες πριν από την ολοκλήρωση της κοινοβουλευτικής περιόδου, καθώς στις 6 Νοεμβρίου 2024 κατέρρευσε ο κυβερνητικός συνασπισμός, ο οποίος αποτελείτο από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP).
Μικρότερη Bundestag
Η αλλαγή του εκλογικού νόμου το 2023 έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των βουλευτών της Κάτω Βουλής (Bundestag) σε 630, καθώς καταργείται το σύστημα που ευνοούσε την διαρκή αύξηση του αριθμού των εδρών. Ενδεικτικά, η απερχόμενη Βουλή είχε 736 βουλευτές, ενώ προβλέπονταν επί της αρχής 598 έδρες. Το όριο εισόδου στην Bundestag είναι το 5%, ωστόσο ένα κόμμα μπορεί να εξασφαλίσει την εκπροσώπησή του ακόμη και εάν δεν το εξασφαλίσει, εάν συγκεντρώσει τουλάχιστον τρεις «απευθείας εντολές» βουλευτών, εάν δηλαδή υποψήφιοί της κερδίσουν τρεις «μονοεδρικές» περιφέρειες. Αυτής της πρόβλεψης έκανε χρήση στις προηγούμενες εκλογές η Αριστερά.
Το βασικότερο καθήκον της νέας βουλής είναι η εκλογή του καγκελάριου. Δεν προβλέπεται σχετική δεσμευτική προθεσμία και το ζήτημα θα τεθεί στην ημερήσια διάταξη αμέσως μόλις τα κόμματα του μελλοντικού κυβερνητικού συνασπισμού καταλήξουν σε συμφωνία. Τυπικά, ο νέος καγκελάριος προτείνεται στους βουλευτές από τον ομοσπονδιακό πρόεδρο και ακολουθεί η σχετική ψηφοφορία.
Προβάδισμα για CDU/CSU - Δύσκολος ο σχηματισμός κυβέρνησης
Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση, το Πολιτικό Βαρόμετρο του Ινστιτούτου Wahlen για λογαριασμό του ZDF, η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) διατηρεί το προβάδισμα που έχει εξασφαλίσει εδώ και μήνες, με 28% (-2) και ακολουθεί η ακροδεξιά Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) με 21% (+1). Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ακολουθεί με 16% και χωρίς μεταβολή των ποσοστών του, όπως και οι Πράσινοι με 14%. Η Αριστερά εξακολουθεί να αυξάνει τις δυνάμεις της και φθάνει στο 8% (+1), ενώ Φιλελεύθεροι (FDP) και Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) ενισχύονται κατά μισή μονάδα αλλά παραμένουν κάτω από το όριο του 5%, με 4,5%. Οι αναποφάσιστοι, τρεις μέρες πριν από τις εκλογές, ανέρχονταν σε 27%. Παρόμοια ήταν η εικόνα και πριν από τις εκλογές του 2021, ωστόσο τότε η διαφορά μεταξύ πρώτου (SPD) και δεύτερου κόμματος (CDU/CSU) ήταν οριακή.
Με τα στοιχεία της συγκεκριμένης δημοσκόπησης και το δεδομένο ότι τα κόμματα έχουν δηλώσει ότι δεν θα συνεργαστούν με την ακροδεξιά, ο μόνος πολιτικά ρεαλιστικός συνασπισμός θα ήταν εφικτός μεταξύ της Ένωσης και του SPD, με οριακή ωστόσο πλειοψηφία. Καθοριστικής σημασίας θα είναι ο αριθμός των κομμάτων που θα κατορθώσουν τελικά να βρεθούν στην επόμενη βουλή, καθώς όσο περισσότερα είναι, τόσο περιορίζεται η πιθανότητα να αρκούν δύο κόμματα για τον σχηματισμό βιώσιμου κυβερνητικού συνασπισμού.
Βασικά θέματα της προεκλογικής περιόδου ήταν το μεταναστευτικό, η οικονομία και η Ουκρανία, τα οποία αναμένεται να απασχολήσουν τόσο την προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης όσο και τη νέα κυβέρνηση. Ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και πιθανότερος καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς δήλωσε τις τελευταίες ημέρες ότι για τον ίδιο, ενόψει διερευνητικών συνομιλιών με πιθανούς εταίρους, δεν αποτελεί «κόκκινη γραμμή» το σχέδιο πέντε σημείων που κατέθεσε τον περασμένο μήνα στην Bundestag με ιδιαίτερα περιοριστική πολιτική για το μεταναστευτικό. Αντίστοιχα, ο κ. Μερτς άφησε ανοιχτό και το ενδεχόμενο αλλαγών στο «φρένο χρέους», προκειμένου να επιτραπεί ο επιπλέον δανεισμός ώστε να καλυφθούν κυρίως αμυντικές δαπάνες και κονδύλια για την στήριξη της Ουκρανίας.
Εξωτερικές παρεμβάσεις στον προεκλογικό αγώνα
Η ενίσχυση της ακροδεξιάς, η οποία αναμένεται για πρώτη φορά να καταγράψει σε εθνική κάλπη τόσο υψηλά ποσοστά, συνδέεται και με τις παρεμβάσεις υπέρ της AfD τόσο από την Ρωσία όσο και από τις ΗΠΑ. Καθ'όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου υπήρξαν εκστρατείες παραπληροφόρησης, με ψευδείς ειδήσεις, εκτεταμένη χρήση τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και απροκάλυπτες δηλώσεις στήριξης της ακροδεξιάς, όπως αυτές του αμερικανού αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς ή του δισεκατομμυριούχου επιχειρηματία και στελέχους της αμερικανικής κυβέρνησης Ίλον Μασκ.
Οι κάλπες κλείνουν στις 18:00, οπότε και αναμένεται η πρώτη πρόβλεψη αποτελέσματος (exit poll). Λίγη ώρα αργότερα θα αρχίσει και η ροή των επίσημων αποτελεσμάτων. Από την Δευτέρα, η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς καθίσταται υπηρεσιακή και για σημαντικές αποφάσεις θα πρέπει να συμβουλεύεται τον νικητή των εκλογών αλλά και τους πιθανούς εταίρους του. Ο Φρίντριχ Μερτς έχει δηλώσει ότι θεωρεί εφικτό η νέα κυβέρνηση να έχει σχηματιστεί έως το Πάσχα ή λίγες εβδομάδες μετά.
Zeitenwende, αλλά για ποιον;
Παρότι στην Γερμανία δεν τίθεται ζήτημα ακυβερνησίας ή αστάθειας, σε αντίθεση με άλλες εποχές, αυτή την φορά αναγνωρίζουν όλοι την πίεση το Βερολίνο να έχει όσο το δυνατόν συντομότερα πλήρως λειτουργική ηγεσία, καθώς είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη για αποφάσεις τόσο στο εσωτερικό, λόγω της παρατεταμένης ύφεσης και του αναβρασμού στο μεταναστευτικό, όσο και στην εξωτερική πολιτική, υπό τις πρωτόγνωρες συνθήκες που δημιουργεί η κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ.
Μεθαύριο επίσης, για όποιον κρατάει ακόμη λογαριασμό, συμπληρώνονται τρία χρόνια από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η «Zeitenwende» (σημείο καμπής) που εξήγγειλε ο Όλαφ Σολτς στην Bundestag στις 28 Φεβρουαρίου 2022 για το δόγμα της γερμανικής άμυνας, των εξοπλισμών και της εξωτερικής πολιτικής, πανηγυρίστηκε με ενθουσιασμό και από τον αρχηγό της αντιπολίτευσης και πιθανότερο επόμενο καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος την επικαλείτο μάλιστα καθ' όλη την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Μοναδικό παράπονό του, ότι ο αντίπαλός του δεν ήταν σε θέση να την υλοποιήσει επαρκώς. Τα 100 δισεκατομμύρια στο «έκτακτο ταμείο» για τις αμυντικές δαπάνες ακούγονταν πραγματικά σαν «σημείο καμπής» για μια Γερμανία που μέχρι τότε περιφρονούσε τις αμυντικές ανάγκες της ίδιας και της Ευρώπης. Σήμερα ωστόσο, με την Ουάσιγκτον να έχει ήδη «σερβίρει» τη δική της ...Zeitenwende στους ευρωπαίους εταίρους της, η γερμανική «υπέρβαση» κινδυνεύει να είναι ήδη παρωχημένη.
Γερμανικός Τύπος - Spiegel: Όλα μπορούν να γίνουν χειρότερα
Ο προεκλογικός αγώνας οδεύει προς το τέλος – μαζί του θα τελειώσει και η αγωνία των Γερμανών πολιτών, οι οποίοι την Κυριακή θα ψηφίσουν για τη σύνθεση της επόμενης ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Πληθώρα σχολίων στον γερμανικό Τύπο αναφέρονται στο προεκλογικό κλίμα και στη ρητορική των κομμάτων. Ας δούμε μερικά από αυτά όπως τα καταγράφει η Deutsche Welle:
Το εβδομαδιαίο περιοδικό Spiegel παρατηρεί πως «τίποτα δεν είναι πια όπως το ξέραμε, όλα έχουν αλλάξει, έχουν έρθει τα πάνω κάτω στον κόσμο». Ο συντάκτης κάθε άλλο παρά αισιόδοξος είναι – για το πολιτικό σκηνικό στη Γερμανία, αλλά και παγκοσμίως: «Όποιος πίστευε ότι δεν θα ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα πριν από τις (σ.σ. αμερικανικές) εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 2024, τώρα ξέρει ότι όλα μπορούν να γίνουν χειρότερα σε σχέση με ό,τι φανταζόταν. Κάτι που ισχύει και για τη Γερμανία. Το πλαίσιο, το οποίο προσδίδει σταθερότητα στο κράτος, καταρρέει, διότι σχεδόν τίποτα από όλα εκείνα που έχουν σημασία για τη Γερμανία δεν έχει σημασία στον κόσμο του Ντόναλντ Τραμπ. Οι νικητές των εκλογών της Μπούντεσταγκ, ο νέος καγκελάριος και ο συνασπισμός του, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια πρόκληση στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας που δεν έχει αντιμετωπίσει καμία άλλη κυβέρνηση από το 1949. Πρέπει να επαναπροσδιορίσουν σε κάποιο βαθμό την ίδια τη χώρα, και αυτό δίχως εκείνη να χάσει την ταυτότητα και τις αξίες της. Τι αποτελεί μέρος αυτού του γερμανικού πλαισίου; Το ελεύθερο εμπόριο είναι ένα τμήμα του, ο λανθάνων πασιφισμός, η συνοχή των φιλελεύθερων δημοκρατιών, η πολυμέρεια, ο ιδεαλισμός και η πίστη στη δύναμη του καλού, η βολική έλλειψη ανεξαρτησίας, αφού περπατούσαμε σαν ένα παιδί που κρατά το χέρι των Αμερικανών. Ο Τραμπ τράβηξε το χέρι του και τώρα το παιδί πρέπει να περπατήσει μόνο του». Πού βλέπει όμως ο ίδιος ο δημοσιογράφος κάποια ελπίδα για να αλλάξει κάτι; Σύμφωνα με το δημοσίευμα «ο νέος καγκελάριος θα πρέπει να κάνει τα πάντα για να διασφαλίσει ότι η ΕΕ θα εξελιχθεί σε μια μεγάλη δύναμη, μια φιλελεύθερη, με καλές προθέσεις και ειρηνική στη βάση της μεγάλη δύναμη, η οποία όμως θα έχει δόντια να δείξει, όταν διαπραγματεύεται με άλλες μεγάλες δυνάμεις. Η Γερμανία χρειάζεται έναν καγκελάριο που να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του πρωτίστως ως Ευρωπαίο».
Στο ίδιο κλίμα και η εφημερίδα taz σχολιάζει πως τα εκλογικά αποτελέσματα μάλλον ένα αδιέξοδο με τον Μερτς στο τέλος του θυμίζουν – αναφέρεται όμως και σε μία θετική πτυχή: «Στους καιρούς αυτούς, κάποιοι ενδέχεται να λάβουν τις αποφάσεις τους για την ψήφο παραβλέποντας ορισμένα πράγματα και αγνοώντας το ένστικτό τους. Οι κινητοποιήσεις σε ολόκληρη τη χώρα, στις οποίες εκατομμύρια άνθρωποι διαδηλώνουν κατά της Ακροδεξιάς, είναι μια μικρή αχτίδα ελπίδας. Ωστόσο, αν και πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα κινήματα διαμαρτυρίας στην ιστορία της Γερμανίας, σχεδόν τίποτα δεν έχει αλλάξει στην πολιτική ρητορική. Αυτό που παραμένει είναι μία αίσθηση ανημποριάς και η συνειδητοποίηση ότι τίποτα δεν μπορεί πια να αποτρέψει τον Φρίντριχ Μερτς από το να γίνει καγκελάριος. Η Αριστερά είναι το μόνο κόμμα που θέλει "όχι να κυβερνήσει, αλλά να φέρει την αλλαγή". Αυτή είναι ωστόσο μια απάντηση σε ένα ερώτημα που κανείς δεν έχει θέσει. Διότι εκτός από το γεγονός ότι το κόμμα ανησυχούσε μέχρι πρότινος για το κατά πόσο θα μπει στην Μπούντεσταγκ, το ενδεχόμενο συμμετοχής του στην κυβέρνηση υπό την CDU αποκλείεται».
Καμία πρόθεση ψήφου. Ε και;
«Το ένα τέταρτο των ψηφοφόρων στη Γερμανία έχει δηλώσει σε έρευνες ότι είναι ακόμη αναποφάσιστο σχετικά με την πρόθεση ψήφου του. Αυτοί οι ψηφοφόροι ενδέχεται να καθορίσουν και το εκλογικό αποτέλεσμα», αναφέρει η Frankfurter Rundschau. Το γεγονός ότι δεν γνωρίζουν ακόμη σε ποιον να δώσουν την ψήφο τους είναι ένδειξη απογοήτευσης, επισημαίνει το δημοσίευμα. «Ποιος θα μπορούσε όμως να τους κατηγορήσει; Τα πολυάριθμα πεσκέσια που υπόσχονται προεκλογικά τα κόμματα, από τα οποία σχεδόν κανένα δεν είναι πραγματοποιήσιμο, είναι λογικό να φέρνουν δυσπιστία».
«Αν ακόμη αναρωτιέστε ποιον να ψηφίσετε την Κυριακή, να είστε βέβαιοι ότι είναι πολλοί εκείνοι που έχουν το ίδιο πρόβλημα», γράφει χαρακτηριστικά και η Süddeutsche Zeitung – το ζήτημα φαίνεται άλλωστε να απασχολεί εκτός από πολλούς πολίτες και πολλούς δημοσιογράφους.
«Η ψήφος είναι δικαίωμα, και όχι υποχρέωση. Γι’ αυτό και κανείς δεν καλείται να ψηφίσει: Οι πολίτες ενημερώνονται ότι μπορούν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα. Και αυτό είναι μία έκφραση ελευθερίας», επισημαίνει η εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung στις στήλες της. «Το να επιλέξει κανείς να μείνει στο σπίτι την Κυριακή των εκλογών ή να μην χρησιμοποιήσει τα ψηφοδέλτια βρισκόμενος πίσω από τα παραβάν είναι και αυτό μίας μορφής ελευθερία. Όταν κάποιος λαμβάνει μία τέτοια απόφαση, κάνει ξεκάθαρη τη στάση του, ότι δηλαδή επιλέγει να αφήσει άλλους να αποφασίσουν για εκείνον».