Τη λεπτή και δύσκολη ισορροπία μεταξύ της αδιαμφισβήτητης ευρωπαϊκής ταυτότητας της χώρας και συμμετοχής στον σκληρό πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με τη διατήρηση και μεγαλύτερη ενίσχυση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, επιχειρεί να βρει η κυβέρνηση μέσα στην «τρικυμία» που έχουν προκαλέσει στις διατλαντικές σχέσεις οι τελευταίες επιλογές του προέδρου Τραμπ.
Η Αθήνα, με παρεμβάσεις του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στηρίζει, με ορόσημο τη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου, τις πρωτοβουλίες για επίσπευση των αποφάσεων σχετικά με την ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια, αλλά και για τη συνολική ανάταξη της ΕΕ, ενώ ο Γ. Γεραπετρίτης μεταβαίνει στις ΗΠΑ, όπου θα έχει την πρώτη συνάντησή του με τον νέο Αμερικανό ΥΠΕΞ, Μ. Ρούμπιο την Τετάρτη.
Μια συνάντηση κρίσιμη, καθώς ο Γ. Γεραπετρίτης είναι από τους πρώτους ξένους υπουργούς που θα συναντηθούν με τον Μ. Ρούμπιο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και έτσι θα έχει την ευκαιρία να διαπιστώσει από πρώτο χέρι τις διαθέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης, τόσο για το μέλλον των σχέσεων συνολικά με την Ευρώπη και τις πολιτικές που θα ακολουθήσει στην ευρύτερη περιοχή όσο και για τις διμερείς σχέσεις.
Στόχος της ελληνικής πλευράς είναι να παρουσιαστεί με επιχειρήματα στον επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας η ισχυρή βάση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, αλλά και η σημασία της στρατηγικής συνεργασίας με την Ελλάδα για τα αμερικανικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή.
Μετά τον επιδεικτικό παραγκωνισμό της ΕΕ στο απευθείας παζάρι που άρχισε με τον Ρώσο πρόεδρο Β. Πούτιν για την τύχη της Ουκρανίας, είναι σαφές ότι όλα όσα έμοιαζαν «τρελά», στις προεκλογικές εξαγγελίες του προέδρου Τραμπ είναι η νέα κανονικότητα στη διεθνή σκακιέρα. Μπροστά σε αυτό το νέο σκηνικό, η ανάγκη ανάπτυξης όχι μόνο της ευρωπαϊκής στρατιωτικής δυνατότητας αλλά και της στρατηγικής αναπροσαρμογής των μέχρι τώρα «δεδομένων» των διατλαντικών σχέσεων είναι πλέον ζωτικής σημασίας για την ήδη ευάλωτη ΕΕ.
Ενδεικτικό της αδυναμίας της ΕΕ είναι ότι η θεσμική ηγεσία της, εκτός ίσως της Φον ντερ Λάιεν, δεν έχει κανένα κύρος και δυνατότητα να χαράξει αυτή τη νέα πορεία και πολύ περισσότερο να τη διαπραγματευτεί με τον Ν. Τραμπ. Με δεδομένη τη ρευστότητα στο Βερολίνο λόγω των εκλογών και την αναμενόμενη αποχώρηση Σολτς από την Καγκελαρία, την πρωτοβουλία να κινητοποιήσει την Ευρώπη ανέλαβε αυτοβούλως ο Γάλλος πρόεδρος Εμ. Μακρόν, με τρόπο όμως που δείχνει την αδυναμία του εγχειρήματος.
Με τον διαχωρισμό των εταίρων σε Α και Β κατηγορία, όπως έγινε με τις δύο ξεχωριστές συναντήσεις που κάλεσε ο κ. Μακρόν, τέθηκε ο πρώτος σπόρος διαφωνιών και δυσπιστίας για τη δυνατότητα ενιαίας, ισχυρής και με στρατηγικό ορίζοντα απάντησης της ΕΕ. Επιπλέον, η στάση ορισμένων κρατών - μελών, που παραδοσιακά κλείνουν το μάτι στον Πούτιν και τώρα και στον Τραμπ, περιορίζει τις δυνατότητες διαμόρφωσης μιας ενιαίας στάσης.
Η απόφαση για ανάπτυξη των ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων θα είναι μια δύσκολη διαδικασία, η οποία φυσικά δε θα δώσει άμεσες απαντήσεις στο κενό ασφαλείας που αφήνουν πίσω τους οι επιλογές Τραμπ για τις διατλαντικές σχέσεις. Απαιτείται χρόνος και, κυρίως, κονδύλια, τα οποία σήμερα δεν υπάρχουν.
Ακόμη και η δημιουργία ενός νέου Ταμείου για την Άμυνα, στο πρότυπο του Ταμείου Ανάκαμψης και του κοινού δανεισμού, είναι μια μακρά διαδικασία που θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο με χρέη την ήδη δοκιμαζόμενη ευρωπαϊκή οικονομία.
Και, εκτός των άλλων, απαιτεί μια γενική αναδιάρθρωση των αμυντικών βιομηχανιών των χωρών - μελών, ώστε τα κονδύλια αυτά να μην καταλήξουν να ενισχύουν τις πολεμικές βιομηχανίες τρίτων χωρών, όπως οι ΗΠΑ ή ακόμα και η Τουρκία.
Για την Αθήνα, οι επιλογές αφορούν τόσο το γενικότερο πλαίσιο της σχέσης της ΕΕ με την Ουάσιγκτον όσο και τα ζητήματα που αφορούν τη θέση της χώρας στην περιοχή και τις σχέσεις της με την Τουρκία. Για την ελληνική κυβέρνηση δεν τίθεται φυσικά θέμα ως προς τον προσανατολισμό της για ενδυνάμωση της στρατιωτικής δυνατότητας της ΕΕ και ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας της, με παράλληλη στήριξη των προτάσεων Ντράγκι για την ανάκαμψη της ΕΕ.
Στην Αθήνα, όμως, γνωρίζουν καλά ότι δεν είναι δυνατόν να αγνοηθούν τα νέα δεδομένα και τα διλήμματα που θα τεθούν, έστω και σε μια προσωρινή «διάσταση» που δε θα έχει τη μορφή μόνιμου διαζυγίου ΕΕ - ΗΠΑ.
Η χώρα μας έχει αναπτύξει, ειδικά τα τελευταία χρόνια, μια ιδιαίτερα στενή στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ, η οποία στηρίχθηκε τόσο στο ενδιαφέρον των Αμερικανών για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου όσο και στην ανάγκη ενός εναλλακτικού διαδρόμου με κατάληξη την Ουκρανία και τις συμμαχικές χώρες στη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική Ευρώπη, ως γραμμή υποστήριξης ενόψει της μακροχρόνιας - όπως προβλεπόταν - στρατηγικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.
Σήμερα, όμως, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι αυτό θα παραμείνει στις προτεραιότητες των ΗΠΑ, αν και η «αξία» της Αλεξανδρούπολης ως ενεργειακού κόμβου θα παραμείνει υψηλή.
Η Ελλάδα, επίσης, διατηρώντας υψηλό επίπεδο σχέσεων με Ισραήλ και Άραβες, προσφέροντας σημαντικές στρατιωτικές διευκολύνσεις στους Αμερικανούς, ώστε να έχουν ασφαλή πρόσβαση στη Μ. Ανατολή και στην Αν. Μεσόγειο και διατηρώντας ένα υψηλό μερίδιο αγοράς αμερικανικών εξοπλιστικών προγραμμάτων, έχει ισχυρά χαρτιά στην προσπάθεια διατήρησης του αμερικανικού ενδιαφέροντος για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, σε αυτούς του ταραγμένους καιρούς.
Η Αθήνα θα περιμένει ακόμη μέχρι να ξεδιπλωθεί η αμερικανική εξωτερική πολιτική, προκειμένου να καταλήξει σε σαφή συμπεράσματα για το ποιες επιπτώσεις μπορεί να υπάρξουν όχι μόνο στις διατλαντικές σχέσεις, αλλά και στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό.
Στην Αθήνα είναι σαφές ότι παρά την ενεργό στήριξη της ΕΕ στην Ελλάδα και την Κύπρο, όταν υπήρξε κίνδυνος θερμής σύγκρουσης με την Τουρκία, αποδείχθηκε πως μόνο ο εκάστοτε ένοικος του Λευκού Οίκου είχε τη δυνατότητα να τη σταματήσει.
Ο αντισυμβατικός τρόπος με τον οποίο λειτουργεί τώρα ο Ν. Τραμπ δυσκολεύει τις προβλέψεις, κυρίως ως προς το πώς θα διαμορφωθεί το πλαίσιο των σχέσεων με την Τουρκία και τον Τ. Ερντογάν.
Η απόφασή του να αγνοήσει την Άγκυρα, που προσφέρθηκε επανειλημμένα να φιλοξενήσει τις ειρηνευτικές συνομιλίες για την Ουκρανία, και η επιλογή της Σαουδικής Αραβίας προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της Άγκυρας, καθώς ο Τ. Ερντογάν έχει επενδύσει στις «καλές σχέσεις» που διατηρεί με Κίεβο και Μόσχα, ώστε να αναδειχθεί ο μεσολαβητικός ρόλος της Τουρκίας και να αποσπάσει ανταλλάγματα με την αποδοχή του αυτόνομου περιφερειακού ρόλου της.
Για την Τουρκία, η σχέση με μια αμερικανική κυβέρνηση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη λόγω της τυφλής υποστήριξης που προσέφερε ο Ν. Τραμπ στον Μ. Νετανιάχου και στο Ισραήλ, με την αμφιλεγόμενη πρόταση για μετατροπή της Γάζας σε «Ριβιέρα» και τις δηλώσεις κορυφαίων αξιωματούχων που ουσιαστικά θέτουν στο περιθώριο τη λύση των δύο κρατών.
Οι τοποθετήσεις από την Ουάσιγκτον, που ταιριάζουν περισσότερο στους φανατικούς εθνικιστές ακροδεξιούς εταίρους του Μ. Νετανιάχου, δεν είναι κάτι που εύκολα μπορεί να «καταπιεί» ο Τ. Ερντογάν, καθώς η στήριξή του στους Παλαιστίνιους και η εχθρότητά του προς το Ισραήλ έχουν πλέον καταστεί ταυτοτικό στοιχείο της πολιτικής του.
Παράλληλα, η Τουρκία διαπιστώνει ότι, παρά την αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο, ο Ν. Τραμπ επιμένει στην τακτική της παράκαμψης της Τουρκίας από το μεγαλεπήβολο σχέδιο του Διαδρόμου IMEC, που θα συνδέει την Ινδία με τις χώρες του Κόλπου, το Ισραήλ και την ΕΕ, πιθανότατα μέσω της Ελλάδας.
Όμως υπάρχει ανησυχία στην Αθήνα για το πώς θα αντιμετώπιζε η νέα αμερικανική διοίκηση με δεδομένες τις αντισυμβατικές προσεγγίσεις του Ν.Τραμπ, θέματα ιδιαίτερα λεπτά και περίπλοκα όπως είναι π.χ. η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας με τις «γκρίζες ζώνες», η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας ή το Κυπριακό…
Σε αυτό το περίπλοκο και ρευστό σκηνικό, είναι σαφές ότι ακόμη κι αν υπήρχαν προσδοκίες για έστω και μια πιθανότητα διάθεσης συνεννόησης της Τουρκίας για το μείζον θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, αυτές εξανεμίζονται. Και αυτό δημιουργεί πρόσθετο προβληματισμό στην ελληνική κυβέρνηση, καθώς γνωρίζει ότι η περίοδος των «ήρεμων νερών» δεν μπορεί να διατηρηθεί επ’ άπειρον, εφόσον η Τουρκία εκλαμβάνει τα «ήρεμα νερά» ως δεσμευτικό μορατόριουμ που περιορίζει ακόμα και ουδέτερα περιβαλλοντικά σχέδια και έρευνες στο πλαίσιο άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας.