Το όνειρο της Τουρκίας για την αναβίωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας
Shutterstock
Shutterstock

Το όνειρο της Τουρκίας για την αναβίωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας

Όταν ορισμένα χρόνια πριν ο Ερντογάν διακήρυσσε urbi et orbi ότι η Τουρκία είναι μία «μεγάλη δύναμη παγκοσμίων διαστάσεων» και ότι μπορεί να ανασυστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πολλοί μιλούσαν για το παραλήρημα μεγαλείου μιας μικρομεσαίας δύναμης.

Μιας δύναμης η οποία μαστίζεται από εσωτερικό πληθωρισμό που απειλεί την οικονομία της με κατάρρευση, έχει άλυτα προβλήματα με τον κουρδικό πληθυσμό και ισχυρό ανταγωνισμό από τα αραβικά κράτη της περιοχής, αρχίζοντας από τη Σαουδική Αραβία την Αίγυπτο, τη Συρία, καθώς και το Ιράν ή ακόμα περισσότερο το Ισραήλ.

Σε αυτή τη λογική, πολλοί στην Ελλάδα προφήτευαν άκοπα την κατάρρευση της Τουρκίας, δικαιολογώντας έτσι και τα αφηγήματα της ελληνοτουρκικής φιλίας ή μάλλον της ελληνικής αδράνειας. Ο στρουθοκαμηλισμός είναι ένα παραδοσιακό άθλημα των ελληνικών ελίτ.

Έκτοτε, κύλησε αρκετό νερό στα στενά του Βοσπόρου και τα πράγματα για την Τουρκία εξελίχθηκαν μάλλον θετικά, βάζοντας σε σκέψεις όλο και περισσότερους για την πραγματικότητα και τα μεγέθη της τουρκικής απειλής.

Η οικονομία της χώρας κατατάσσεται ως η 17η μεγαλύτερη στον κόσμο και η 7η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, με βάση το ονομαστικό ΑΕΠ το 2024 ($1.344 δισεκατομμύρια). Επίσης, κατατάσσεται ως η 12η μεγαλύτερη στον κόσμο και η 5η μεγαλύτερη στην Ευρώπη με βάση την αγοραστική δύναμη το 2024 – $3. 457 δισ. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ φθάνει τα $15,666 σε ονομαστικές τιμές το 2024 και σε $40,283 ως προς την αγοραστική δύναμη το 2024, δηλαδή υψηλότερο από το ελληνικό.

Και παρότι μαστίζεται από τον πληθωρισμό, η παραγωγή και οι εξαγωγές, κυρίως βιομηχανικών προϊόντων ενισχύονται λόγω του χαμηλού εργατικού κόστους και έφθασαν –υπηρεσίες και εμπορεύματα – τα 352,5 δισ. $ το 2023. Στην παραγωγή αυτοκινήτων με 1,4 εκ. οχήματα είναι 13η χώρα στον κόσμο.

Αλλά σε εκείνο τον τομέα που η ανάπτυξη υπήρξε ταχύτατη, μετεωρική θα λέγαμε, είναι ο τομέας της πολεμικής βιομηχανίας, στην οποία το 2016, απασχολούνταν 35.502 άτομα, ενώ στα τέλη του 2022, έφθασαν τα 81.132 άτομα! Το 2022 η συνολική αξία των τουρκικών εξαγωγών όπλων ήταν 4,4 δισεκατομμύρια δολάρια και ένα χρόνο αργότερα, έφθασε τα 5,5 δισεκατομμύρια – αύξηση 27% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και κατέλαβε την 9η θέση παγκοσμίως.

Παράλληλα, ο τουρκικός στρατός έχει 425.000 ενόπλους και ο αμυντικός προϋπολογισμός το 2025 φθάνει τα 46,5 δισ. $.

Βάσει λοιπόν των οικονομικών μεγεθών, η Τουρκία διαθέτει μια σημαντική οικονομική βάση, ανάλογη μιας σχετικά μεγάλης Ευρωπαϊκή χώρας, με ιδιαίτερη έμφαση όμως στην πολεμική βιομηχανία. Αν μέναμε σε αυτά, πράγματι η Τουρκία δεν θα μπορούσε ακόμα να μεταβληθεί σε κυριολεκτικά μεγάλη δύναμη.

Ξεχνάμε όμως, τη στρατηγική γεωγραφική της θέση και το μεγάλο της υπερόπλο, το Ισλάμ. Και εδώ οι εγχώριοι «αναλυτές» αλλά και οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν έγκαιρα τη σημασία της στροφής προς το Ισλάμ, που πραγματοποίησε ο Ερντογάν. Κάποιοι μάλιστα θεώρησαν τον ισλαμισμό του λιγότερο επικίνδυνο από τον κεμαλισμό, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 2000.

Δεν μπόρεσαν να συλλάβουν ότι ο κεμαλισμός ήταν η ιδεολογία μιας περιχαρακωμένης στον τουρκισμό στρατοκρατικής Τουρκίας, γι’ αυτό και κοσμικής. Αντίθετα, ο ισλαμισμός αποτελεί το όχημα μιας ιμπεριαλιστικής επέκτασης της Τουρκίας, τόσο προς την Ανατολή όσο και προς τη Δύση.

Ο νεοθωμανισμός, χρησιμοποιεί ως εσωτερική κεμαλική βάση την Τουρκία για την επέκταση προς τα έξω. Γι’ αυτό και εμφανίζεται ως ισλαμοκεμαλισμός.

Τωόντι, ο Ερντογάν κατανόησε πως ο ισλαμισμός τείνει να μεταβληθεί σε κυρίαρχη ιδεολογία του 1,5 δισ. των μουσουλμανικών πληθυσμών και το ισλάμ παύει να αποτελεί απλώς μία θρησκεία και έχει μεταβληθεί σε πολιτική ιδεολογία. Εντελώς χαρακτηριστικά στην Παλαιστίνη από το σύνθημα «Λευτεριά στην Παλαιστίνη», της Φατάχ περάσαμε στο «Αλαχού Ακμπάρ» («Ο Θεός είναι μεγάλος»), την πολεμική κραυγή της Χαμάς και της Χεζμπολάχ.

Και η Τουρκία διαθέτει πολλά πλεονεκτήματα για τη μεταβολή της σε ηγέτιδα δύναμη του ισλάμ, καθώς μάλιστα ο σιιτικός ισλαμισμός –το θεοκρατικό Ιράν η Χεζμπολάχ και η Συρία του Άσαντ– έχουν υποστεί μια τεράστια ήττα και έπαψαν να αποτελούν εμπόδιο στο σουνιτικό ισλάμ της Τουρκίας – οι σουνίτες αποτελούν το 85% των μουσουλμάνων παγκοσμίως.

Η Τουρκία διαθέτει επιπλέον μια στρατηγική γεωγραφική θέση που επικοινωνεί με την τουρκόφωνη κεντρική Ασία και τον Καύκασο καθώς και με τον Αραβικό κόσμο και την Ελλάδα.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά την Άλωση, το 1453, καθυπέταξε τους Άραβες και μεταβλήθηκε σε ηγέτιδα δύναμη του ισλάμ ενώ ο Σουλτάνος αναγορεύτηκε σε χαλίφη – κληρονόμο του Μωάμεθ. Τηρουμένων των αναλογιών, σήμερα επιχειρεί συστηματικά να χτίσει μία αλυσίδα εξαρτώμενων ή φιλικών προς αυτήν μουσουλμανικών-ισλαμικών κρατών που ξεκινούν από την τουρκόφωνη κεντρική Ασία και τον Καύκασο και φτάνουν μέχρι τη Λιβύη.

Παράλληλα, μέσω των Αδελφών Μουσουλμάνων και των ισχυρών τουρκικών κοινοτήτων στη Δυτική Ευρώπη –τρία εκατομμύρια στη Γερμανία, σχεδόν ένα εκατομμύριο στη Γαλλία, κ.λπ.–, εμφανίζεται ως ο ηγέτης του ευρωπαϊκού ισλαμισμού, υποσκάπτοντας συστηματικά την κρατική κυριαρχία των ευρωπαϊκών χωρών.

Και καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια βαθιά κρίση, παράλληλα με τη δημογραφική παρακμή, η τουρκική πολιτική θέλει να μεταβάλει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Ευρώπης, που φθάνουν ήδη τα είκοσι εκατομμύρια, σε προκεχωρημένο φυλάκιο ενός ανερχόμενου ισλάμ.

Παράλληλα, μέσα από τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ, αποκοιμίζει συστηματικά τη Δύση ενώ παράλληλα διατηρεί στενές σχέσεις με τη Ρωσία – εκμεταλλευόμενη στο έπακρο όλες τις διεθνείς αντιθέσεις καθώς και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Απέναντί της εκτός από τη Σαουδική Αραβία και την επισφαλή Αίγυπτο του Σίσσι έχει μόνο τρεις χώρες που αποτελούν δομικό εμπόδιο στην επέκτασή της.

Το Ισραήλ, η Ελλάδα και η Κύπρος αποτελούν ένα τέτοιο δομικό εμπόδιο στην πορεία του οθωμανικού ισλάμ προς την Ευρώπη, ακριβώς γιατί δεν αποτελούν μουσουλμανικές χώρες, οι οποίες κάτω από ορισμένες συνθήκες εύκολα μπορούν να στραφούν στον ισλαμισμό.

Απέναντι στον οθωμανο-ισλαμικό όγκο, ο ελληνισμός μπορεί να λειτουργήσει μόνο ως ο Ακρίτας μιας αφυπνιζόμενης Ευρώπης. Με την προϋπόθεση ότι οι Έλληνες θα συνειδητοποιήσουν την έκταση και το βάθος της απειλής και θα προετοιμαστούν για κάτι τέτοιο. Επομένως, και την τρέχουσα ύφεση των ελληνοτουρκικών, θα πρέπει να την κατανοήσουν ως την ανάγκη της Τουρκίας να επικεντρωθεί αυτή την περίοδο στους Κούρδους και τον αραβικό κόσμο και όχι ως κάποιο ανύπαρκτο «παράθυρο ευκαιρίας».

Τελικώς, οι προϋποθέσεις μιας ανάσχεσης είναι: Πρώτον η βούληση των Ελλήνων να αντισταθούν, δεύτερο η δημιουργία μιας στρατηγικής συμμαχίας με το Ισραήλ και τρίτον η συγκρότησή μιας ενιαίας Ευρώπης, αποφασισμένης να βάλει φραγμό σε αυτή τη νέα υπαρξιακή απειλή.

Εάν υπάρξει ανάσχεση του Ισλάμ και της Τουρκίας, εφικτή ακόμα κάτω από τις προϋποθέσεις που προδιαγράψαμε, και εάν ηττηθεί ο ισλαμισμός συνολικά, θα ήταν δυνατή η απάλειψη της απειλής του τουρκικού επιθετισμού.

Μόνο τότε, θα μπορέσουν να αναπτυχθούν και οι εσωτερικές αντιθέσεις, οι Κούρδοι θα κερδίσουν την αυτοδιάθεσή τους, η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος θα μεταβληθούν σε αντίπαλους πόλους και θα ενισχυθούν τα γειτονικά κράτη, ώστε να πάψει να υπάρχει το κενό ισχύος στο οποίο διεισδύει ο νεοθωμανισμός, όπως συμβαίνει σήμερα στη Συρία.

Καλή χρονιά λοιπόν, με την αισιοδοξία της βούλησης και όχι με νανουρίσματα επανάπαυσης.

*Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο, Από τη μεταβυζαντινή ζωγραφική στη γενιά του 30. Μια πολιτική ιστορία, (Εναλλακτικές Εκδόσεις).