Καθ’όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 2010, στο πλαίσιο της κοινωνικοπολιτικής αναταραχής στον Αραβικό κόσμο –γνωστής ως «Αραβικής Άνοιξης»- γίναμε μάρτυρες εμφύλιων και δι' αντιπροσώπων πολέμων στην Λιβύη, Συρία, Ιράκ και Υεμένη, οι οποίοι σταδιακώς κατέστησαν την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου χώρο συγκρούσεων, ασύμμετρων απειλών και γεωπολιτικών προκλήσεων που υπέσκαψαν την σταθερότητα και νομιμότητα του παλαιού περιφερειακού συστήματος όπως είχε εδραιωθεί κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο. Η επικρατούσα αναστάτωση επηρεάζεται αρνητικώς από διάφορούς περιφερειακούς και εξωτερικούς παίκτες, ιδίως την Ρωσία, Τουρκία και τις αραβικές μοναρχίες του Περσικού Κόλπου.
Η Τουρκία έχει καταστεί ενεργός και επιθετικός παίκτης στα περιφερειακά πολιτικά πράγματα και κρίσεις. Από το 2015, η εξωτερική πολιτική της Άγκυρας αποκτά ολοένα και περισσότερο στρατιωτικό χαρακτήρα τόσο επί του εδάφους όσο και στην θάλασσα. Επιδιώκει επέκταση της γεωπολιτικής επιρροής της στην Μέση Ανατολή και τις παρακείμενες περιοχές μέσω προβολής στρατιωτικής ισχύος. Ειδικώς το τουρκικό ναυτικό, ενεργοποιείται τόσο με στόχο την εθνική άμυνα όσο και τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό περί την ενέργεια, βασιζόμενο στην ανάπτυξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Στην μεταβολή πολιτικής της Τουρκίας, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν:
1. Ο σχηματισμός αντίθετης προς το κίνημα της «Μουσουλμανικής Αδελφότητας» κυβέρνησης στην Αίγυπτο.
2. Η ανάμειξη Γαλλίας, Αιγύπτου και ΗΑΕ στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης υπέρ του πολέμαρχου Khalifa Haftar.
3. Η στρατιωτική παρέμβαση του Ιράν στην γειτονική Συρία μέσω της Hezbollah.
4. Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στην Συρία.
Και 5. Η σύμπλευση των ΗΠΑ προς τις εθνοτικώς κουρδικές, συριακές «Μονάδες Προστασίας του Λαού» στον συριακό εμφύλιο, παρά τις τουρκικές αντιρρήσεις. Τα γεγονότα αυτά, καθώς και η κατά την Άγκυρα μη υποστηρικτική προς την τουρκική κυβέρνηση στάση των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων συμμάχων στο ΝΑΤΟ κατά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, εξώθησε την Τουρκία προς ανεξάρτητη πολιτική στην Μέση Ανατολή.
Έκτοτε ακολουθεί στρατηγική επικεντρωμένη στην χρήση σκληρής ισχύος (hard power) στην Μεσόγειο και στην Μέση Ανατολή. Επέλεξε το Κατάρ ως κύριο στρατηγικό συνεργάτη λόγω κοινής υποστήριξης του «Πολιτικού Ισλάμ», και ερχόμενη σε ρήξη με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο, μετέφερε στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης τον από μακρού υποβόσκοντα στον σουνιτικό κόσμο ανταγωνισμό υποστηρίζοντας την σεχταριστική, ισλαμικού προσανατολισμού, πλην διεθνώς αναγνωρισμένη, κυβέρνηση της Τρίπολης. Εγκαινιάζοντας το 2016 μεγάλη στρατιωτική βάση στο Κατάρ, άρχισε την κατασκευή προκεχωρημένων βάσεων, πέραν της ισχυρής στρατιωτικής παρουσίας στην Λιβύη.
Η Τουρκία διατηρεί την μεγαλύτερη εκτός Ανατολίας εκπαιδευτική στρατιωτική βάση στο Mogadishu της Σομαλίας, τοποθετούμενη δι’ αυτού του τρόπου -κατά μήκος των διεθνών οδών εμπορικής επικοινωνίας Ανατολικής Μεσογείου-Ερυθράς Θάλασσας-Ινδικού Ωκεανού (SLOCs)- πλησίον του Κόλπου του Άντεν, κρίσιμου για την συνεργασία Τουρκίας-Κατάρ.
Η απομάκρυνση της Τουρκίας από τους νατοϊκούς της συμμάχους, συνέπεσε με την καινοφανή σύμπτυξη δυνάμεων μεταξύ των υπέρ της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων (status quo) κρατών της Μέσης Ανατολής: Αιγύπτου, Ισραήλ, Σαουδικής Αραβίας και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Τα κράτη αυτά, αντιτιθέμενα προς την επιρροή του Ιράν και της «Μουσουλμανικής Αδελφότητας», διατηρούν στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ, παρότι έχουν τηρήσει με την Ρωσία σχέσεις αμοιβαίου οφέλους. Λόγω της συνεργασίας της Τουρκίας με το Ιράν και την «Μουσουλμανική Αδελφότητα», αναγνωρίζουν την Άγκυρα ως απειλή, παρά την πρόσφατη απόπειρα συμφιλίωσης με το Κατάρ, περιφερειακό συνεργάτη της Τουρκίας.
Ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν, επιθετικώς ενάντιος του περιφερειακού status quo, υπερασπίζεται με πάθος τους καταφρονεμένους της περιοχής και φλερτάρει κατ’ επανάληψη με τον αλυτρωτισμό ως μέρος της ρητορικής του. Υπερασπιζόμενος την ισλαμικών καταβολών πρώην «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» (GNA) στην Τρίπολη της Λιβύης με αποστολή συμβούλων, ειδικών δυνάμεων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών, εν μέσω της εαρινής επίθεσης του ενάντιου στρατάρχη Haftar, αλλά κυρίως υπογράφοντας αμοιβαία συμφωνία διευθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) μεταξύ των δύο μερών (Νοέμβριος 2019), ο Ερντογάν έφερε ασφυκτικώς πλησίον της Αιγύπτου το «Πολιτικό Ισλάμ». Πέραν της κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS-1982) καταπάτησης νομίμων δικαιωμάτων της Ελλάδας, ο στόχος της Τουρκίας μέσω της ανακήρυξης κοινού θαλασσίου ορίου με την Λιβύη είναι η επίτευξη περιφερειακής διευθέτησης των θαλασσίων συνόρων, ώστε η κοινή δράση του αιγυπτιακού και ελληνικού στόλου να αδυνατεί να σχηματίσει ζώνη ελέγχου (cordon sanitaire) από το εξωτερικό όριο του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων, την Κρήτη και από εκεί στο βορειοαφρικανικό σύνορο μεταξύ ανατολικής Λιβύης και δυτικής Αιγύπτου. Προς τον σκοπό αυτό, η Τουρκία διατηρεί αεροπορική και ναυτική παρουσία στην δυτική Λιβύη, θέτοντας σε εφαρμογή νέο στρατηγικό δόγμα χρήσης σκληρής ισχύος ως εργαλείο διασφάλισης λήψης υπ’ όψιν από πλευράς των Μεγάλων Δυνάμεων των τουρκικών συμφερόντων.
Αναμφιβόλως, τα αναθεωρητικά στρατηγήματα της Τουρκίας («Γαλάζια Πατρίδα») καταδεικνύουν ότι η κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο δεν αφορά πρωτίστως την διασφάλιση ενεργειακών πόρων για την υποστήριξη της τουρκικής οικονομίας, αλλά από δεκαετιών διαφιλονικούμενα θέματα κυριαρχίας, αναμεμειγμένα με παλαιές και νέες γεωπολιτικές φιλοδοξίες. Τον τουρκικό επεκτατισμό τροφοδοτεί και υποκινεί το υλικό κέρδος και η διασφάλιση επικερδών οικονομικών συμφωνιών στην Λιβύη. Καθώς δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στα λιβυκά ύδατα επί του παρόντος, και οι τουρκικές αναζητήσεις πέριξ της Κύπρου δεν έχουν αποδώσει καρπούς, τα κίνητρα της Άγκυρας είναι προφανώς ιδεολογικά. Η αναθεωρητική των διεθνών συνθηκών και κυρίως αυτής της Λωζάννης (1923) Τουρκία, αντιμετωπίζει την Μεσόγειο θάλασσα ως βήμα προς απόκτηση –εν αγαστή συνεργασία με την Ιταλία- περισσότερης επιρροής στην Βόρεια Αφρική, την Υποσαχάρια και Δυτική Αφρική.
Ολοένα σαφέστερη επίσης καθίσταται η διαπίστωση ότι η Τουρκία –από μερικών ετών κράτος υπόδειγμα για τον Αραβικό κόσμο ως συνδυάζουσα τον οικονομικό φιλελλευθερισμό, την φιλοδυτική δημοκρατία και τις ισλαμικές αξίες- παρά να βαδίζει προς καθαρό και γρήγορο διαζύγιο με την Δύση, μοχλεύει τους διάφορους θεσμικούς, οικονομικούς και δεσμούς ασφάλειας με τα κράτη της Δύσης, ώστε να ανέβει την κλίμακα ισχύος του περιφερειακού συστήματος, ενώ στο εσωτερικό προσελκύεται ολοένα προς τον αντιφιλελευθερισμό. Στόχος είναι να καταστεί μεγάλη δύναμη, ικανή να διαπραγματεύεται επί ίσοις όροις με τις Μεγάλες Δυνάμεις και, αν είναι δυνατόν, να επιβάλει την θέλησή της μέσω τετελεσμένων. Προκειμένου να αναβιβασθεί στην κλίμακα ισχύος, η Άγκυρα επενδύει στις ένοπλες δυνάμεις και την ικανότητα προβολής στρατιωτικής ισχύος, ενώ εκ παραλλήλου προβάλει ήπια ισχύ παγκοσμίως μέσω της διασκέδασης, της θρησκείας και του εμπορίου. Καταφανές επίσης είναι ότι, καθώς αναπτύσσει δραστηριότητες στην Αφρική, η αντιπαλότητα μεταξύ της Τουρκίας και της συνεννόησης Γαλλίας, ΗΑΕ και Αιγύπτου θα γίνει ένας εκ των κύριων μοχλών των γεωπολιτικών σχέσεων Ευρώπης-Αφρικής.
* Ο Δρ. Θρασύβουλος Ν. Μαρκέτος είναι Αναλυτής Γεωστρατηγικής Ενέργειας Ευρασίας, Επιστημονικός Συνεργάτης Γεωστρατηγικής-Γεωοικονομίας (ecub Lab) και Επισκέπτης Καθηγητής, Μεταπτυγιακό πρόγραμμα «Οικονομία, Άμυνα, Ασφάλεια», Τμήμα Οικονομίας, Σχολή Οικονομίας και Τεχνολογίας Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Διδάσκων Γεωπολιτικής Ενέργειας Ευρασίας, Ερευνητικός Συνεργάτης «Ινστιτούτο Διαρκούς Επιμόρφωσης» (ΙΔΕ), ΓΕΕΘΑ, Μέλος Επιτροπής «Γεωπολιτική Ενέργεια», Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) και Αναλυτής στο νεοϊδρυθέν «Παρατηρητήριο Ευρωμεσογειακής Ασφάλειας και Συνεργασίας» (ΠΕΜΑΣ).