Όσο ευχάριστο και ανακουφιστικό είναι το να παρακολουθούμε τους παγκόσμιους δείκτες και τη θέση της Ελλάδος σε αυτούς, όσον αφορά τις ανθρώπινες απώλειες από την πανδημία, άλλο τόσο απαραίτητο είναι να προετοιμαζόμαστε ποικιλοτρόπως για το επόμενο διάστημα, αναφορικά προς τις σχέσεις της χώρας με τον εξ ανατολών γείτονα, ο οποίος δεν παραλείπει να μας υπενθυμίζει τις προθέσεις του και να μας προαναγγέλλει πολλές φορές τις επόμενες κινήσεις του.
Προξενεί σε πολλούς εντύπωση το γεγονός ότι η Τουρκία, με όλα τα προβλήματα που προξένησε η εμφάνιση του Κορονοϊού στην επικράτεια της, με τους οικονομικούς δείκτες σχεδόν στο σύνολο τους σε καθοδική πορείαα, με ανοικτά πολλαπλά μέτωπα στην εξωτερική πολιτική, παραμένει αταλάντευτα σε μια αναθεωρητική στάση έναντι του περιγύρου της και ιδιαίτερα έναντι Ελλάδος και Κύπρου, και μοιάζει να μην επηρεάζεται καθόλου από όσα συμβαίνουν παράλληλα.
Το Yavuz, επανακάμπτει στην Κυπριακή (επί του παρόντος) Α.Ο.Ζ.), οι παραβιάσεις και παραβάσεις στον εναέριο χώρο του Αιγαίου σημειώνονται ανεξαρτήτως εορταστικών περιόδων, οι προωθήσεις μεταναστών δια θαλάσσης ομοίως, και με αυξητικές τάσεις, ο εξοπλισμός με στρατιωτικά μέσα της παράταξης Σάρατζ στη Λιβύη επιτάθηκε κατά τα φαινόμενα τις παρελθούσες ημέρες (και αναμένεται να κλιμακωθεί με ενεργότερη εμπλοκή σε όλα τα επίπεδα), η ενίσχυση των τουρκικών στρατιωτικών φυλακίων στην περιοχή της Ίντλιμπ, αν και δεν διέλαθε της προσοχής κανενός, διεξήχθη κανονικά και χωρίς αντιδράσεις «τρίτων».
Στην προσπάθεια ερμηνείας όλων αυτών των κινήσεων, κάποιες αναλύσεις, εστιάζουν στον ίδιο τον Τούρκο Πρόεδρο που σύμφωνα με αυτές, όντας ευρισκόμενος σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, κάνει ένα «άλμα προς τα εμπρός», (ή στο κενό κατ’ άλλους), παραγνωρίζοντας μονίμως ότι η στάση έναντι Ελλάδος και Κύπρου, είναι κοινή για όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς και το πολιτικό προσωπικό της Τουρκίας. Παρεμφερείς είναι και οι αναλύσεις που διακρίνουν πολύ σύντομα την κατάρρευση όλων αυτών των σχεδιασμών, είτε λόγω της όντως δυσχερούς οικονομικής κατάστασης, είτε λόγω της αντίθεσης «τρίτων» σε αυτούς. Η προσέγγιση με τη Ρωσία του Πούτιν, γι αυτές τις αναλύσεις ήταν η νομοτελειακή «απόδειξη» ότι οι σχέσεις με τις Η.Π.Α. και την Ε.Ε. θα επλήττοντο ανεπανόρθωτα, -όπερ και δεν εγένετο.
Στην πραγματικότητα, καμία από τις με γεωπολιτικό επίχρισμα αναλύσεις που προαναφέρθηκαν δεν έλαβε υπ’ όψιν το ιστορικό προηγούμενο του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1960, όταν η Τουρκία «προσέγγιζε» την πρώην Σοβιετική Ένωση. Συναφώς, καμία παρεμφερής ανάλυση δεν ανακάλεσε στη μνήμη την οικονομική κρίση των σχετικά πρόσφατων ετών 1999-2000, όταν και πάλι τότε «πάγωσαν» τόσο οι εξοπλισμοί, όσο και οι αναθεωρητικού χαρακτήρα κινήσεις από τουρκικής πλευράς. Αυτό συμβαίνει πάντοτε όμως, όταν ερμηνεύονται οι κάθε λογής «διπλωματίες των σεισμών» με συναισθηματικούς και ανορθολογικούς όρους.
Γραμμένοι μεταξύ 450 και 200 Π.Χ. οι στίχοι 1.9 του βιβλίου του «Εκκλησιαστή» ακούγονται εξώκοσμα ίσως επίκαιροι και σχετικοί –και- με τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις : «…Ποιό είναι αυτό που έχει ήδη γίνει μέσα στη ροή του χρόνου; Αυτό το γεγονός θα γίνει και στο μέλλον. Ποιό είναι αυτό, που έχει πραγματοποιηθεί και υλοποιηθεί; Αυτό θα πραγματοποιηθεί και στο μέλλον. Τίποτε το νέο δεν υπάρχει κάτω από τον ήλιο…»