Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Η υψηλή στρατηγική, δεν είναι η εφαρμοζόμενη σχεδίαση για τη νίκη ενός πολέμου ή για τη νίκη ενός παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Υψηλή στρατηγική είναι σχετική με την διασφάλιση της θέσης μας στο διεθνές σύστημα των κρατών, είναι ένας οδηγός για την άσκηση της εξουσίας και της επιρροή μας για να επιτύχουμε ή να διατηρήσουμε την επιθυμητή θέση. Χρησιμοποιώ τον όρο υψηλή στρατηγική σε αυτή την ανάλυση, για να χαρακτηρίσω την ευρύτερη προσέγγιση για την επιδίωξη των εθνικών σκοπών στο διεθνές σύστημα. Η υψηλή στρατηγική πρέπει να παρέχει μία σαφή αντίληψη αξιοποίησης των οικονομικών, διπλωματικών και στρατιωτικών οργάνων, απαιτεί τη χρήση όλων των πόρων της εθνικής ισχύος,για την επίτευξη των Εθνικών Σκοπών και της Εθνικής Πολιτικής.
Οι γεωπολιτικές αναταράξεις και η ανακατανομή ισχύος, δείχνουν ότι η συνεχής μελέτη των αντιδράσεων των κρατών και η χάραξη της υψηλής στρατηγικής δεν είναι μόνο αναγκαία, αλλά είναι επίσης ευεργετική για τρεις κυρίως λόγους:
Πρώτον, η υψηλή στρατηγική είναι εγγενώς σημαντική για την εφαρμογή πολιτικής. Είναι κατανοητό ότι έτσι φωτίζουμε την πορεία των κρατικών υποθέσεων, καθώς η υψηλή στρατηγική βοηθά τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, να κατανοήσουν τις συμπεριφορές των διεθνών δρώντων είτε είναι σύμμαχοι, ή αντίπαλοι καθώς και τις προϋποθέσεις αλλαγής στις υψηλής στρατηγικής των χωρών τους. Εν τω μεταξύ, η μελέτη και χάραξη της υψηλής στρατηγικής απαιτεί τους ακαδημαϊκούς, τους διπλωμάτες και τους στρατιωτικούς να συνεργαστούν με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, καθώς θα παρέχουν πληροφορίες για τις πραγματικές διαδικασίες εξέλιξης και υλοποίησης της υψηλής στρατηγικής. Αντί να αποξενώνουν αυτούς τους επαγγελματίες και εμπειρογνώμονες με μεθόδους αποκλεισμού τους, θα πρέπει να απαιτούν την εμπλοκή των επαγγελματιών. Σε μια εποχή που οι διεθνείς σχέσεις εξακολουθούν να αγωνίζονται για την τακτοποίηση της διεθνούς ισχύος, η μελέτη και χάραξη της υψηλής στρατηγικής παρέχει ένα χρήσιμο διορθωτικό εργαλείο ενάντια στην αυξανόμενη εμμονή των αναθεωρητικών εθνών,όπως η Τουρκία και τα δυτικά Βαλκάνια στη γειτονιά μας, για την επίλυση των προβλημάτων που παρουσιάζονται.
Δεύτερον, η υψηλή στρατηγική είναι εγγενώς διεπιστημονική. Η υψηλή στρατηγική βασίζεται στην ιστορία, την πολιτική και τη στρατιωτική επιστήμη (τέχνη του πολέμου)και με αυτή τη γνώση καλούνται οι ειδικοί εμπειρογνώμονες σε διάλογο μεταξύ αυτών των τριών πεδίων και μοιράζονται πολλά ενδιαφέροντα, αλλά δυστυχώς στον τόπο μας πολύ συχνά απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο για μεθοδολογικές διαφορές. Πολλές φορές η εφαρμογή της υψηλής στρατηγικής ενθαρρύνει τους επιστήμονες να ασχολούνται με το έργο των στρατιωτικών για μελέτες περιπτώσεων. Έτσι τα ιστορικά παραδείγματα είναι κυρίως αυτά τα δεδομένα που οι πολιτικοί επιστήμονες μπορούν να αξιοποιήσουν. Η ιστορία προσφέρει διδακτικά παραδείγματα αποτελεσματικής στρατηγικής συμπεριφοράς, όπου τα κράτη απέκτησαν με αποτελεσματικότητα την ισχύ και τις δεσμεύσεις τους για μια ισορροπία δυνάμεων είτε με την αναζήτηση των μέσων (πόροι, συμμαχίες) για την επίτευξη των στόχων ή την αναδιάταξη των περιορισμένων πόρων για την ενίσχυση των εθνικών συμφερόντων και της ασφαλείας. Η μόνη αναδιάταξη πόρων που έγινε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα είναι η επιβολή δυσβάστακτων φόρων, περιστολή ναυπηγοεπισκευαστικής δραστηριότητας, κλείσιμο αμυντικής βιομηχανίας,με μόνο σκοπό τι άλλο εκτός της απόμείωση της εθνικής μας ισχύος.
Τρίτον, η υψηλή στρατηγική ως πεδίο δράσεως απεικονίζει την αξία μιας μεθοδολογικής πολυμορφίας στις διεθνείς σχέσεις. Οι ποιοτικές μέθοδοι, ειδικά ο εντοπισμός των εθνικών συμφερόντων, είναι το κορυφαίο ζήτημα για τη μελέτη της υψηλής στρατηγικής. Η αποσυμφόρηση της πολυπλοκότητας των παραγόντων που καθοδηγούν τη συνέχεια ή την αλλαγή απαιτεί εμπεριστατωμένη ιστορική γνώση και προσοχή στις μικροδιαδικασίες που είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτές με ποσοτικά δεδομένα ή χρησιμοποιούνται ως πείραμα με κράτη σε ρόλο πειραματόζωου.
Ως εκ τούτου, η χάραξη της υψηλής στρατηγικής βοηθά να αποδειχθεί η σημασία των πλουραλιστικών προσεγγίσεων για την αιτιώδη συμπερίληψη, με προτίμηση στη μέθοδο που ταιριάζει καλύτερα σε κάθε θέμα.Πράγματι, οι δεσμεύσεις μας, είτε το θέμα που λέγεται Σκόπια ή ελληνοτουρκική προσέγγιση είναι πολύ σημαντικές, διότι παράγουν υποχρεώσεις για τα επόμενα χρόνια.
Είναι φανερό ότι οι σημερινοί κυβερνώντες διαφωνούν με τις γραμμές που καθοδηγούσαν την Ελληνική υψηλή στρατηγική από τη μεταπολίτευση και από πολλές απόψεις μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, και καθώς υποβάλλονται σε μεγάλες πιέσεις, φαίνεται ότι περάσαμε σε μια εποχή κατευνασμού. Η προεδρία του κ. Τσίπρα, στην κυβέρνηση, φαίνεται να επικυρώνει τις ανησυχίες για τις αρνητικές τάσεις στα κυριαρχικά μας δικαιώματα και να αυξάνει την πιθανότητα ότι η ηγεσία του, θα τα επιταχύνει σύμφωνα με ότι επιθυμούν τα ισχυρά συμφέροντα.
Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, είναι εύλογο το γεγονός ότι η Ελληνική θεωρία της εθνικής ασφάλειας που καθοδήγησε μια στρατηγική αξιόπιστης αποτροπής μπορεί να μετεξελιχθεί σε βάρος των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων καθώς οδηγούμαστε σε κατευνασμό. Από αυτή την άποψη, οι προηγούμενες "επανεκτιμήσεις" στην Ελληνική εξωτερική πολιτική, οι οποίες συνεπαγόταν προσαρμογές σε υποκειμενικές στρατηγικές υποθέσεις, φαίνονται ελάσσονος σημασίας σε σύγκριση με τα σημερινά.
Πρέπει όμως να έχουμε κατά νου ότι τέτοιες σεισμικές αλλαγές πράγματι μπορούν να υλοποιούνται, όταν ο χρόνος είναι ώριμος για εφαρμογή της υψηλής στρατηγικής. Για να εκμεταλλευτούμε πλήρως αυτή την ευκαιρία, εφόσον υφίσταται αυτή, το σίγουρο είναι ότι απαιτείται πλήρης ενημέρωση του λαού με διαφάνεια και όχι μυστική διπλωματία.