Του Παύλου Αλεξιάδη
Η δεκαετία του '70 ήταν η δεκαετία που άρχισε σιγά σιγά να φεύγει από αυτόν εδώ τον κόσμο η μεγάλη πλειοψηφία των πρώτων προσφύγων που είχαν ζήσει, μεγαλώσει και γαλουχηθεί στην γη του Πόντου. Η ζωή τότε των προπαπούδων και των προγιαγιάδων μας δεν είχε καμία σχέση με την δύσκολη ζωή του παρελθόντος.
Την δεκαετία του '70 ήταν ευρύχωρα και μοντέρνα τα διαμερίσματα, ευχάριστη και αναπαυτική η κλίνη, χλιαρή η κεντρική θέρμανση, ερχόντουσαν συχνά πυκνά και τα εμβάσματα των παιδιών – της δεύτερης προσφυγικής γενιάς- από την Γερμανία και κάπου, κάπου ακουγόντουσαν μέσα σε άλλες ιστορίες πόνου και κάποιες αναγγελίες του Ερυθρού Σταυρού που θύμιζαν την μακρινή εκείνη περίοδο προσφυγιάς και θανάτου:
« Θα μεταδοθούν αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, οδός 3ης Σεπτεμβρίου.
Ο Χρίστος Τοπαλίδης από την Σάντα του Πόντου ζητάει πληροφορίες για τα παιδιά του Νίκο, Φωτεινή και Σοφούλα. Εννέα, έξι και δέκα ετών. Για τελευταία φορά τα είδαν στις 19 Νοεμβρίου 1923»
Όσο περνούσαν τα χρόνια οι ιστορίες αυτές όλο και λιγόστευαν ώσπου χάθηκαν μαζί με τους τελευταίους εκείνης της γενιάς. Οι περισσότεροι έχουμε να διηγηθούμε πολλές οικογενειακές ιστορίες προσφυγιάς και τρόμου που άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια πάνω στις ψυχές αυτών που τις έζησαν. Ακόμα και στην δεκαετία του '70 οι άνθρωποι αυτοί εξακολουθούσαν να πάσχουν από μετατραυματικό σοκ. Διηγήσεις για γυναίκες που κουβαλούσαν με εμμονή όπου πήγαιναν τσάντες με τα χαρτιά τους που πιστοποιούσαν το προσφυγικό τους δράμα ή για άλλες γυναίκες που κοιμόντουσαν με τα παπούτσια για να είναι έτοιμες να φύγουν σε περίπτωση «ξαφνικού κινδύνου». Όλες αυτές οι οικογενειακές ιστορίες συναντιόντουσαν νοερά και σχημάτιζαν έναν χορό από Τρωάδες του 20ου αιώνα που οι αναμνήσεις τις στοίχειωναν. Τι ήταν όμως αυτές οι φριχτές αναμνήσεις;
Ήταν τα βάρβαρα μπλόκα των Τούρκων για να βρουν φυγόστρατους Έλληνες. Ήταν τα «Μελέτα Μπουρού» τα τάγματα θανάτου. Ήταν οι δεκάδες νεκροί που αφήναν οι Τούρκοι μετά τις σφαγές στις πλατείες των μεγάλων πόλεων. Ήταν τα Κεμαλικά «δικαστήρια» . Ήταν ο Τοπάλ Οσμάν… Όμως πάνω από όλα ήταν οι τρομακτικές πορείες θανάτου ολόκληρων οικογενειών από τον Πόντο ως την Συρία. Ήταν τα παιδιά τους που έθαβαν στα περιθώρια των δρόμων κατά την διάρκεια των πορειών στην έρημο. Ήταν τα βαπόρια της προσφυγιάς γεμάτα από κόσμο στα λιμάνια της Τραπεζούντας και της Σαμψούντας, ήταν οι τρικυμίες της Μαύρης Θάλασσας. Ήταν το Βατούμ και η Οδησσός με τους Μπολσεβίκους και τον Στάλιν…. Ήταν η τραχιά και άγρια Ελλάδα που τους υποδέχθηκε. Ήταν ο ανηφορικός μεσοπόλεμος με τα καπνά. Ήταν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι…. Ήταν ο εμφύλιος…
Κάποτε οι κακές αναμνήσεις σταματούν και μένουν οι ωραίες: Τα παρακάθια, οι γιορτές έξω από την Παναγία Σουμελά τον Δεκαπενταύγουστο, τα πυκνά και βαθιά δάση που απλώνονταν στα τραχιά βουνά, τα ποτάμια με τα ξακουστά γεφύρια, η ζωή στις μεγάλες πόλεις, το Φροντιστήριο της Αργυρούπολης και της Τραπεζούντας με τις μεγάλες ιστορικές βιβλιοθήκες και τις σπάνιες εκδόσεις, τα πολύβουα λιμάνια της Τραπεζούντας και της Σαμψούντας με τους εμπόρους που είχαν εμπορικούς οίκους σε όλη την Ρωσία έως και την Μασσαλία στην Γαλλία!
Η γενιά η πρώτη είχε φύγει. Η δεύτερη γενιά ως πιο άμεση κράτησε ζωντανή την μνήμη. Αλλά τι έγινε με την τρίτη γενιά ή τη δικιά μας τη τέταρτη που ζει στα χρόνια της κρίσης; Οι δύο τελευταίες είναι οι γενιές του θρύλου, γιατί η απόσταση από εκείνη την εποχή είναι μεγάλη και οι ιστορίες για όλους εμάς που δεν έχουμε φανταστεί καν τι πάει να πει διωγμός είναι απλώς – και δυστυχώς- μόνον ιστορίες.
Και η γη του Πόντου; Δεν την γνωρίζουμε. Οι περισσότεροι ξέρουμε τα μέρη της Βορείου Ελλάδος ως γενέτειρα και κάποια χωριά που τα ονόματα τους ξεκινάνε με τον προσδιορισμό «Νέα» . Τώρα με τα ταξίδια η δικιά μας γενιά αρχίζει να ανακαλύπτει πέρα από τον θρύλο, την πραγματική ιστορία.
Μέσα στα εκατό χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από την γενοκτονία έχουν γραφτεί πολλά για την ψυχή των Ελλήνων του Πόντου. Ίσως όμως το πιο περιγραφικό για την Ελληνική ψυχή των Ποντίων το έχει γράψει ο Δημήτρης Ψαθάς στον επίλογο της «Γης του Πόντου» :
« Εκείνοι που ξεκίνησαν αιώνες πριν, ήσαν οι άποικοι. Τούτοι που ξαναγύρισαν ήσαν οι πρόσφυγες. Τόσο, όμως, Έλληνες όσο και οι μακρινοί πρόγονοι τους, που έπλασαν τον πολιτισμό της Μικρασίας. Οι σκοτεινοί αιώνες που πέρασαν από πάνω τους δεν μπόρεσαν να αγγίξουν την ψυχή τους. Είναι ένα απ' τα θαύματα της αντοχής της ράτσας» .
Η ιστορία του Πόντου είναι ιστορία γεμάτη βάσανα και άνισους αγώνες. Αν η σημερινή γενιά έχει κάτι που πρέπει να κρατήσει είναι η μνήμη για να την παραδώσει ατόφια στις επόμενες γενιές. Σήμερα εκατό χρόνια μετά γίνονται διεθνείς αγώνες για την αναγνώριση της γενοκτονίας και θα συνεχίσουν να γίνονται όχι μόνον για την ηθική δικαίωση αλλά για να μην επαναληφθούν ιστορίες σαν και αυτές στο μέλλον.
*Ο κ. Παύλος Ι. Αλεξιάδης είναι Ιατρός – ιστορικός ερευνητής