Της Αναστασίας Τσιβγούλη
«Είδα τι φόρους θα πληρώσω και έπαθα κατάθλιψη». Μια φράση που ακούγεται από ολοένα και περισσότερους ανθρώπους στη χώρα μας οι οποίοι αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, κυρίως οικονομικά, στην καθημερινότητά τους.
Δεν κάνει, βέβαια, διακρίσεις η κατάθλιψη μεταξύ φτωχών και πλουσίων, μπορεί ωστόσο, λένε οι ειδικοί, να πυροδοτηθεί από τη συνεχή οικονομική πίεση, αλλά και από διάφορες άλλες αιτίες. Η 55χρονη διάσημη σχεδιάστρια μόδας Κέιτ Σπέιντ και ο φημισμένος σεφ Αντονι Μπουρντέν, που έδωσαν πρόσφατα τέλος στη ζωή τους, φαινομενικά τα είχαν όλα, ταλέντο, χρήματα, δόξα, όμως η ασθένεια δεν τους επέτρεψε να τα χαρούν.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η κατάθλιψη κατέχει την 4η θέση παγκοσμίως, από πλευράς απώλειας ζωής, αναπηρίας και κοινωνικής δυσλειτουργίας, ενώ προβλέπεται ότι κατά το έτος 2020 θα καταλάβει την 1η θέση στις δυτικές κοινωνίες.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα, όπου ο έντονος ρυθμός της καθημερινότητας, η κρίση των διαπροσωπικών σχέσεων και, κυρίως, η οικονομική κρίση και η ανεργία φαίνεται να ευθύνονται για την εκδήλωση συμπτωμάτων κατάθλιψης σε πολλούς συνανθρώπους μας;
Από επιδημιολογικές έρευνες υπολογίζεται ότι σήμερα περίπου το 6% του γενικού πληθυσμού πάσχει από κλινικά διαπιστωμένη κατάθλιψη, δηλαδή περισσότεροι από 350 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο και 550.000 στη χώρα μας, με το ποσοστό της να αυξάνεται, κατά περισσότερο από 18%, από το 2005.
Σύμφωνα με στοιχεία, η Κρήτη είναι η «πρωταθλήτρια» στις αυτοκτονίες και έχει σχεδόν τα διπλάσια περιστατικά τα τελευταία χρόνια από το γενικό σύνολο στην Ελλάδα. Μάλιστα το 2017 ήταν η χειρότερη χρονιά, με 61 αυτοκτονίες στο νησί. Έρευνες έχουν δείξει πως όταν ένα άτομο έχει μια σταθερή εργασία, αυξάνονται η ευεξία του, η δημιουργικότητα και η κοινωνικότητά του, σε αντίθεση με την ανεργία, η οποία προκαλεί στο άτομο δυσφορία, άγχος και, κατ'' επέκταση, υιοθέτηση ανθυγιεινών συνηθειών, όπως το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ και τα ναρκωτικά.
Θλίψη, στενοχώρια, ακεφιά, μελαγχολία, είναι μόνο μερικές από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε πώς αισθανόμαστε στις δύσκολες μέρες μας, συνοδευόμενο από τη φράση «νομίζω πως έχω κατάθλιψη». Σηματοδοτούν όμως, στ'' αλήθεια, την ύπαρξη της κατάθλιψης; Ή μήπως τελικά η κατάθλιψη είναι κάτι διαφορετικό από τη θλίψη; Και πώς μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε; Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι όσο πιο έντονη και παρατεταμένη είναι η συναισθηματική μας διάθεση και τα συμπτώματα, τόσο η κατάσταση τείνει προς την παθολογική διάγνωση.
Τα συμπτώματα
Έντονα συμπτώματα, όπως σωματική κόπωση, απώλεια της ενεργητικότητας, βραδύτητα στη σκέψη και στη δραστηριότητα με έκπτωση της επαγγελματικής ή κοινωνικής λειτουργικότητας, ελαττωμένη όρεξη ή υπερφαγία, αϋπνία με δυσκολία στην έναρξη του ύπνου ή αδυναμία ξυπνήματος το πρωί, ή υπερυπνία, ελάττωση της σεξουαλικής διάθεσης, έως και τάσεις αυτοκτονίας, είναι τα συμπτώματα τα οποία θα μας δείξουν πως πιθανόν πρόκειται για κατάθλιψη και όχι για μια απλή μελαγχολία ή θλίψη.
Άλλα συμπτώματα, λιγότερο εμφανή, είναι η απώλεια ενδιαφέροντος για συνηθισμένες δραστηριότητες, η δυσκολία συγκέντρωσης και η πεποίθηση πως δεν πρόκειται να συμβεί κάτι καλό, αναφέρει η διευθύντρια του Κέντρου Θεραπευτικής Συμβουλευτικής, ψυχολόγος Ανδριάννα Γεροντή, περιγράφοντας τι συμβαίνει όταν χτυπά την πόρτα μας η ασθένεια του 21ου αιώνα στη δυσκολότερη μορφή της.
«Το άτομο με κατάθλιψη νιώθει ανήμπορο και καταδικασμένο να υποφέρει, απορρίπτοντας κάθε προσπάθεια θεραπείας, αφού θεωρεί πως σίγουρα δεν θα καταφέρει να τον βγάλει από τον εφιάλτη που ζει. Αναζητάει την αγάπη από τους άλλους, ενώ δυσκολεύεται αρκετά να την ανταποδώσει και έτσι δυσκολεύεται να δημιουργήσει και να διατηρήσει σχέσεις. Εχει αισθήματα ενοχής για πράξεις που έχει κάνει και που οι άλλοι θεωρεί πως δεν θα του συγχωρήσουν ποτέ, αποτυχίας, καθώς και χαμηλή αυτοεκτίμηση» τονίζει η κα Γεροντή.
«Φαίνεται να είναι αρκετά ευαίσθητο και συναισθηματικό και πιθανόν να ασχολείται υπερβολικά με φοβίες και υπερβολικό νοιάξιμο για τη σωματική του υγεία. Στην ουσία, πρόκειται για μια κρίση εμπιστοσύνης του εαυτού και σε ορισμένες περιπτώσεις, δυστυχώς, η αυτοκτονία φαντάζει μια λιγότερο επώδυνη επιλογή από εκείνη του εγκλωβισμού σε μια κατάσταση όπου δεν έχει τον έλεγχο» προσθέτει.
Υπάρχει όμως και η άτυπη κατάθλιψη, κατά την οποία η διάθεση του ατόμου μπορεί να αλλάξει ξαφνικά, ως απάντηση μιας ευχάριστης είδησης ή κατάστασης, όπως η έξοδος με φίλους, όμως η διάρκειά της είναι πολύ μικρή και συνοδεύεται από ένα αίσθημα βαθιάς λύπης, λίγο αργότερα.
«Άλλα χαρακτηριστικά της είναι η υπερβολική υπνηλία. Τα άτομα δείχνουν να έχουν ανάγκη περισσότερο ύπνο, η αύξηση όρεξης, και κατ'' επέκταση η αύξηση βάρους, η αίσθηση βάρους των άκρων. Φαίνεται ότι τα χέρια και τα πόδια βιώνονται ως “πολύ βαριά”, κάτι που διαρκεί τουλάχιστον μία ώρα μέσα στην ημέρα. Αυξημένη ευαισθησία στην απόρριψη φαίνεται να χαρακτηρίζει επίσης αυτά τα άτομα και, ως αποτέλεσμα, αδυναμία διατήρησης μιας μακροχρόνιας σχέσης, λόγω της ευαισθησίας τους στην απόρριψη ή την κριτική, η οποία επηρεάζει και την προσωπική, αλλά και την κοινωνική ζωή τους» εξηγεί η κα Γεροντή.
Έρευνες έχουν δείξει πως τα μέρη του εγκεφάλου των ασθενών με άτυπη κατάθλιψη δεν λειτουργούν φυσιολογικά και ευθύνονται για την ερμηνεία αυτών των συναισθημάτων. Τα αίτια της κατάθλιψης δεν είναι ακριβώς γνωστά, καθώς φαίνεται πως πολλοί παράγοντες συμβάλλουν στην ανάπτυξή της. Συνδέεται με την κληρονομικότητα, τους γενετικούς καθώς και στους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες και ένα σημαντικό ποσοστό έχει να κάνει με τις πρώτες εμπειρίες που το άτομο βίωσε ως παιδί και τον τρόπο που εκείνες επέδρασαν επάνω του.
Έλλειψη υποστήριξης
Το καμπανάκι ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει σε μας ή τους οικείους μας χτυπά όταν τα συμπτώματα της κατάθλιψης επιμένουν για περισσότερο από δύο μήνες. «Αν παραμείνει χωρίς θεραπεία, η μείζων κατάθλιψη αποδράμει σε περίπου έξι μήνες. Η έλλειψη υποστήριξης για την ψυχική υγεία σε συνδυασμό με έναν κοινό φόβο για το στίγμα σημαίνει ότι πολλοί άνθρωποι δεν λαμβάνουν τη θεραπεία που χρειάζονται προκειμένου να ζήσουν υγιή, παραγωγική ζωή» αναφέρει η ψυχολόγος.
Πώς μπορεί κάποιος να προλάβει ή να αντιμετωπίσει την κατάθλιψη; Χρειάζεται να υπάρχει άνεση και ειλικρίνεια ως προς το τι νιώθει, λένε οι ειδικοί, τουλάχιστον στα οικεία του άτομα. Να μην κουβαλάει μόνος και κρυφά το βαρύ αυτό φορτίο. Η εξωτερίκευση και το μοίρασμα του τι του συμβαίνει μπορεί να βοηθήσει αρκετά το άτομο. Αντιθέτως, η απομόνωση και η μοναξιά οξύνουν την κατάστασή του.
Η ενασχόληση με διάφορες δραστηριότητες, όπως το γυμναστήριο, το περπάτημα ή η κοινωνική προσφορά και η συναναστροφή με άλλους ανθρώπους βοηθούν επίσης το άτομο να μην απομονώνεται, ανανεώνουν τη ζωτικότητά του, το απομακρύνουν από τα προβλήματα και το βοηθούν να κατανοήσει πως τελικά δεν είναι πραγματικά ανήμπορο. Οσο πιο πολύ ασχολείται με άλλα θέματα, που δραστηριοποιούν το μυαλό του και κινητοποιούν το σώμα του, τόσο πιο λίγο αφήνεται στις εμμονικά αρνητικές σκέψεις του.
Τρόποι αντιμετώπισης
Έχει παρουσιαστεί από πολλές μελέτες ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει κάποιος άνθρωπος τείνει να μειώνεται κατά ένα μεγάλο βαθμό, από τη στιγμή που ο ίδιος συνειδητοποιεί τι ακριβώς του συμβαίνει, τι σημαίνει αυτό που του συμβαίνει και γιατί του συμβαίνει.
«Μέσα σε κάθε άτομο με κατάθλιψη κρύβεται ένας βαθύς ψυχολογικός πόνος, γι'' αυτό απαιτείται η ανάλογη ευαισθησία και ενσυναίσθηση από μέρους του θεραπευτή. Χρειάζεται να βοηθήσει το άτομο να δει τι μπορεί να κρύβεται πίσω από τα συμπτώματα, ώστε να κατανοήσει, κάνοντας τη σύνδεσή τους με τα αίτια. Π.χ., για ποιο λόγο εμφανίστηκε; Τι συμβαίνει στη ζωή του; Τι μήνυμα θέλει να του δώσει ο εαυτός του; Τι χρειάζεται να αλλάξει στη ζωή του;» σημειώνει η κ. Γεροντή.
«Μπορεί οι άνθρωποι μέσα στον βούρκο της κατάθλιψης να πιστεύουν πως δεν υπάρχει ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Αυτή η απελπισία, όμως, χρειάζεται να γνωρίζουν πως είναι μέρος της ασθένειας και όχι η πραγματικότητα. Μέσα από τη θεραπεία, η θετική σκέψη αντικαθιστά σταδιακά τις αρνητικές σκέψεις, ο ύπνος και η όρεξη βελτιώνονται, όπως και η διάθεση και ο άνθρωπος στο μέλλον αναπτύσσει καλύτερες δεξιότητες ώστε να αντιμετωπίζει τη ζωή του» καταλήγει.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 14 Ιουνίου.