Του Κώστα Μποτόπουλου*
Τα πράγματα οδηγούνται εκεί που όλοι βλέπουμε και νιώθουμε ότι οδηγούνται: παγιδευμένη στις αδυναμίες, τις αντιφάσεις, τις υστερήσεις, τα ιδεολογήματα της, η κυβέρνηση αποξένωσε τους εταίρους μας, τους έκανε να σκληρύνουν τη στάση τους κι έχασε τον έλεγχο της κατάστασης. Πλέον οι «θεσμοί» ζητούν, εκμεταλλευόμενοι και τη συγκυρία (μείωση του κινδύνου «μόλυνσης» της Ευρωζώνης από την Ελλάδα, γεωπολιτική ανακατανομή με την εκλογή Τραμπ και την ενίσχυση Πούτιν και Ερντογάν, αρχή μεγάλου ευρωπαϊκού εκλογικού κύκλου), πράγματα που γνωρίζουν ότι είναι δύσκολο, αλλά και ταπεινωτικό, να δεχτούν οι ελληνικές αρχές. Αποτέλεσμα: η αξιολόγηση δεν κλείνει, η άμμος στην κλεψύδρα τελειώνει και, σαν το ψάρι που του τελειώνει το νερό, η κυβέρνηση αναζητά μια διέξοδο –εκλογικού κατά προτίμηση χαρακτήρα.
Στην απέλπιδα αυτή προσπάθεια, έρχεται συστηματικά στη επιφάνεια, διατηρείται και πάντως δεν διαψεύδεται, το ενδεχόμενο προσφυγής σε δημοψήφισμα με ερώτημα του τύπου «ευρώ ή δραχμή». Η κυβέρνηση το βλέπει ή το ζυγίζει ως μια κάποια λύση: η απόφανση του λαού, θεωρητικά, θα εκτονώσει την πίεση, θα δώσει ένα σήμα προθέσεων και αποφασιστικότητας στη διεθνή κοινότητα και θα επιτρέψει μια εκ νέου διαπραγμάτευση από δήθεν ισχυρότερη θέση. Όλα επιχειρήματα που είχαν χρησιμοποιηθεί και στο δημοψήφισμα του 2015 –και είδαμε πού κατέληξε. Μόνο που αυτή τη φορά υπάρχουν τρεις επιπλέον πολιτικοί λόγοι που προστίθενται στη θεσμική ακαταλληλότητα: η κυβέρνηση βρίσκεται σε θέση οριακής αδυναμίας, η κοινή γνώμη και οι πολιτειακοί θεσμοί δεν θα πιαστούν στον ύπνο, δυνατότητα για νέα κωλοτούμπα δεν υπάρχει.
Το συμπέρασμα είναι καθαρό και μονοσήμαντο. Δημοψήφισμα με τέτοιο περιεχόμενο είναι όχι μόνο αντιπαραγωγικό αλλά και απαγορευμένο: συνταγματικά έωλο, πολιτικά ανέντιμο, εθνικά καταστροφικό.
Το Σύνταγμα μας προβλέπει έναν μόνο τρόπο λήψης αποφάσεων για τη συμμετοχή ή τη μη συμμετοχή της Ελλάδας σε όργανα και διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης: την κατά το άρθρο 28 ψήφιση, με διάφορες κατά περίπτωση πλειοψηφίες, από τη Βουλή. Ειδικά με την ερμηνευτική δήλωση που προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001 και προβλέπει ότι «το άρθρο 28 αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», καθίσταται σαφές ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος ούτε άλλη δυνατότητα. Η λέξη «θεμέλιο» σημαίνει αποκλειστική νομική δίοδο και η έννοια «διαδικασίες» περιλαμβάνει κάθε τι που έχει σχέση με τη μεταβολή της σχέσης της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ερμηνευτική δήλωση μπορεί να μην έλυσε το πρόβλημα του ποια πλειοψηφία -150 ή 180 ψήφων- χρειάζεται για κάθε «διαδικασία», αλλά δεν αφήνει αμφιβολία ως προς το ότι δεν μπορεί να αναζητηθεί καμία οδός πέραν του άρθρου 28. Όχι μόνο δεν γίνεται καμιά αναφορά σε δημοψήφισμα αλλά και δεν αφήνεται καμία ερμηνευτική διέξοδος για τέτοια προσέγγιση: αφενός αναφέρεται ρητά το άρθρο 28 ως μόνο θεμέλιο και αφετέρου ισχύει η σχέση ειδικού κανόνα (για διαδικασίες που αφορούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση) με γενικό (για δημοψήφισμα χωρίς ειδική αναφορά στο περιεχόμενο).
Από πολιτική άποψη, η εμπειρία του ελληνικού δημοψηφίσματος του 2015 αλλά και τα απόνερα του βρετανικού δημοψηφίσματος του 2016 θα όφειλαν να έχουν ανοίξει τα μάτια κάθε καλόπιστου: ακόμα και αν/όταν είναι νομικά δυνατό, το δημοψήφισμα είναι η χειρότερη λύση για την επίλυση τέτοιων πολύπλοκων, κρίσιμων και γενικών θεμάτων. Ο ολιγόλογος (υπό κανονικές συνθήκες και με κανονική κυβέρνηση: το ερώτημα του ελληνικού δημοψηφίσματος του 2015 συνιστά παγκόσμια πρωτοτυπία και παρανομία) χαρακτήρας του ερωτήματος και ο μονολεκτικός της απάντησης' η συνύπαρξη εκατοντάδων υπο-θεμάτων εντός της έννοιας «συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση»' το επιβεβαιωμένο αταβιστικό γεγονός της διαμόρφωσης της λαϊκής ψήφου όχι τόσο με βάση το ερώτημα του δημοψηφίσματος αλλά με βάση τη γενικότερη πολιτική συγκυρία και με επίκεντρο τη στάση έναντι της εκάστοτε κυβέρνησης' το ενδεχόμενο (εμφανές όσο και τραγικό στην περίπτωση της Βρετανίας) πλήρους διάστασης ανάμεσα στη γνώμη των βουλευτών-εκπροσώπων του λαού και του ίδιου του λαού όταν ρωτάται αδιαμεσολάβητα –όλα αυτά τα στοιχεία συνηγορούν συντριπτικά κατά του δημοψηφίσματος.
Τα θεμελιώδη για τη μοίρα ενός λαού ζητήματα δεν λύνονται με μετακύλιση της ευθύνης από μια έμφοβη (στην περίπτωση της Ελλάδας) ή αλαζονική (στην περίπτωση της Βρετανίας) κυβέρνηση προς το «σοφό» αλλά χωρίς εργαλεία για μια τέτοια απόφαση λαό. Γι' αυτό εφευρέθηκε η αντιπροσωπευτική δημοκρατία: για να εκλέγονται εκείνοι στους οποίους παρέχονται τα εργαλεία (νομιμοποίηση, χρόνος, γνώσεις) να παίρνουν, στο όνομα όλων, τέτοιου είδους αποφάσεις, αναδεχόμενοι την ευθύνη τους αλλά και τη δυνατότητα να αλλάξουν γνώμη: όταν αποφασίζουν τα Κοινοβούλια, η απόφαση μπορεί να μεταβληθεί, εφόσον μεταβληθεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ το δημοψήφισμα έχει από τη φύση του τα στοιχεία της μοναδικότητας, της οριστικότητας και της απολυτότητας (εκτός αν είσαι η ελληνική κυβέρνηση του 2015).
Ένα δημοψήφισμα, όμως, με τέτοιο περιεχόμενο, στη σημερινή Ελλάδα, θα ήταν, ανεξαρτήτως αποτελέσματος και πέρα απ όλα τ' άλλα προβλήματα, εθνικά καταστροφικό. Και μόνη η διεξαγωγή του θα ακύρωνε τη σχέση μας με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, τη στιγμή που περισσότερο τους χρειαζόμαστε, και θα απέκλειε τη συνέχιση όχι μόνο της αξιολόγησης αλλά οποιασδήποτε βοήθειας, που αποτελεί μονόδρομο για τη μη τυπική (γιατί η ουσιαστική έχει από καιρό συντελεστεί) χρεοκοπία της χώρας. Ακόμα και να κέρδιζε το «ναι» στην Ευρώπη, η Ευρώπη θα έκλεινε την πόρτα της βοήθειας σε μια χώρα της οποίας η κυβέρνηση ρωτά το λαό αν θέλει συνέχιση της βοήθειας την ίδια στιγμή κατά την οποία υποτίθεται ότι διαπραγματεύεται τους όρους της. Αν η ετυμηγορία ήταν υπέρ της εξόδου (από το ευρώ ή από την Ένωση, που στην πραγματικότητα είναι το ίδιο πράγμα, καθώς δεν νοείται αποχώρηση μόνο από την Ευρωζώνη), τότε όχι μόνο θα μέναμε μόνοι και χωρίς καμία βοήθεια αλλά και τα ανθρωπιστικά αποτελέσματα της οικονομικής χρεοκοπίας θα εμφανίζονταν, σε όλη τους την τρομακτική οξύτητα, από την επόμενη ημέρα του δημοψηφίσματος.
Υπάρχει και ένας άλλος λόγος για τον οποίο, ειδικά η παρούσα κυβέρνηση, δεν δικαιούται καν να σκέφτεται ένα δεύτερο δημοψήφισμα: μας κορόιδεψε πολλαπλά στο πρώτο. Έθεσε ένα ερώτημα που κανείς δεν καταλάβαινε κι έδωσε μια ερμηνεία στην οποία ούτε η ίδια πίστευε. Έκανε αγώνα υπέρ του «όχι», ενώ τώρα πια ξέρουμε, αφού το συνομολογούν πρόσωπα που βρίσκονταν στο στενό κυβερνητικό πυρήνα, όπως ο Υπουργός Οικονομικών της εποχής εκείνης, ότι προσέβλεπε στο «ναι». Μόλις κατήγαγε μια μεγάλη εκλογική και κοινωνική νίκη –το καλοκαίρι του 2015 σημαδεύει το απόγειο της πολιτικής δυναμικής του για λίγο ακόμα Πρωθυπουργού αλλά και την αρχή του πολιτικού του τέλους- έσπευσε να φαλκιδεύσει τη λαϊκή ψήφο, μετατρέποντας το «όχι» σε «ναι» και την εντολή για ρήξη, ή έστω για διαπραγμάτευση πάνω σε άλλες βάσεις, σε άτακτη και πλήρη αποδοχή όλων όσων ζητούνταν από τους «θεσμούς» πριν από το δημοψήφισμα. Ακόμα δε και μετά από αυτή τη φαλκίδευση, συνεχίζει να μιλά για το «μεγάλο όχι» του 2015 και να παρουσιάζει εκείνο το δημοψήφισμα σα νίκη του λαού και κάθε δημοψήφισμα σαν εργαλείο στην υπηρεσία του γενικού συμφέροντος –ενώ τα γεγονότα φανερώνουν το εντελώς αντίθετο.
Και με τι άραγε «σημαία» θα έδινε αυτή τη φορά τον αγώνα η κυβέρνηση; Υπέρ του απεγκλωβισμού από μια «απάνθρωπη» Ένωση, την οποία ως σήμερα παρακαλά γονυπετής να κλείσει την αξιολόγηση, ή υπέρ της συνέχισης της συμμετοχής της χώρας μας σε μια ζώνη και ένα νόμισμα που της στερούν την «κυριαρχία», την «αξιοπρέπεια» και την «ανθρωπιά» της;
Παρόλα αυτά τα θεωρητικά, στην πράξη δεν υφίσταται, με πρώτη τουλάχιστον ματιά, θεσμικό εμπόδιο σε περίπτωση που, παρά τη νομική απαγόρευση και την πολιτική ατιμία, η κυβέρνηση αποφασίσει τη διεξαγωγή τέτοιου δημοψηφίσματος. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να κρίνει το «κύρος» και τα «αποτελέσματα» ενός δημοψηφίσματος, αφού δηλαδή αυτό έχει διεξαχθεί –είναι δε πολύ αμφίβολο, λόγω της φύσης, της σύνθεσης του και της συγκυρίας, αν ένα τέτοιο δικαστήριο θα μπορέσει να ανατρέψει, έστω κι αν συντρέχουν εξόφθαλμες παρανομίες, την εκφρασμένη βούληση του λαού.
Μένουν δύο δρόμοι: η μη προκήρυξη τέτοιου είδους δημοψηφίσματος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εφόσον το άρθρο 44 του Συντάγματος του παρέχει ρητά αυτή την αρμοδιότητα, άρα και υπόρρητα τη δυνατότητα εναντίωσης, ιδίως σε οριακές περιπτώσεις, όπως αυτή που συζητείται. Ή η μαζική αποχή του ελληνικού λαού από ένα τέτοιο δημοψήφισμα, που θα καθιστούσε το αποτέλεσμα του άκυρο, σύμφωνο με το σχετικό νόμο. Είναι προφανές ότι, αν χρειαστεί, προς αυτή την κατεύθυνση θα προσπαθήσουν να ωθήσουν το κοινωνικό σώμα τα κόμματα της λογικής και η επιστημονική και πνευματική κοινότητα της χώρας.
Και οι δύο είναι δρόμοι επιβαλλόμενης θεσμικής αντίστασης μπροστά στη διακινδύνευση της συλλογικής μας μοίρας. Και οι δύο είναι δρόμοι στους οποίους δεν πρέπει ποτέ να φτάσουμε –έστω και στο τέλος, η κυβέρνηση οφείλει να βάλει τη συλλογική μοίρα μπροστά από τη δική της.
*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι Δρ. Συνταγματικού Δικαίου, πρώην ευρωβουλευτής και πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς