Του Αλέξανδρου Σκούρα
Τον περασμένο Νοέμβριο η Amazon, μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες στον κόσμο, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να δημιουργήσει μία νέα εταιρική έδρα στη Νέα Υόρκη. Η έδρα αυτή θα ήταν η δεύτερη της εταιρίας στη χώρα, μετά από αυτή που βρίσκεται παραδοσιακά στο Σιάτλ. Η δημιουργία της νέας έδρας θα δημιουργούσε 25 χιλιάδες θέσεις εργασίας και θα αποτελούσε μία τεράστιας σημασίας επένδυση για την ιστορική πόλη των ΗΠΑ. Ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης, προκειμένου να προσελκύσει την εταιρία στην πόλη του, παρείχε στην Amazon σημαντικά οικονομικά κίνητρα, όπως επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές. Όταν το δημοτικό συμβούλιο της πόλης και διάφορα μέσα ενημέρωσης άσκησαν κριτική στην ειδική μεταχείριση που προσφέρθηκε στον επιχειρηματικό κολοσσό, η διοίκηση της αμερικανικής εταιρείας που το 2018 είχε τζίρο 224 δις δολάρια (δηλαδή μεγαλύτερο τζίρο από το ΑΕΠ της Ελλάδας), αποφάσισε να ματαιώσει την όλη επένδυση.
Η κάλυψη της είδησης από διάφορα οικονομικά και φιλελεύθερα μέσα τείνει να παρουσιάζει την Amazon ως θύμα της αριστερής διοίκησης της Νέας Υόρκης και της ανερχόμενης αριστερής συνιστώσας που συνεχίζει την παράδοση του Μπέρνι Σάντερς στο κόμμα των δημοκρατικών. Άλλωστε, δύο από τις κυριότερες μορφές της αμερικανικής αριστεράς - ο Δήμαρχος Μπιλ ντε Μπλάζιο και η βουλευτής Αλεξάνδρια Κορτέζ - είναι από τη Νέα Υόρκη. Αντίθετα, τα αριστερά μέσα ενημέρωσης τείνουν να καταδικάζουν τη στάση της Amazon και την κατηγορούν για εκβιασμό και κορπορατιστικές πρακτικές. Το εντυπωσιακό της όλης υπόθεσης είναι ότι και οι δύο πλευρές έχουν ταυτόχρονα και δίκιο και άδικο.
Σε όλα τα ανεπτυγμένα μέρη του κόσμου όπου εφαρμόζεται η μεικτή οικονομία, υπάρχουν συνεχείς εντάσεις μεταξύ της ανάγκης για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, νέων επενδύσεων και ενός ολοένα και μεγαλύτερου κράτους. Οι εξαγγελίες πολιτικών για ειδικές ρυθμίσεις ώστε να προσελκυθούν επενδυτικά κεφάλαια τα οποία θα απολαμβάνουν ειδικό καθεστώς σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα δεν είναι άγνωστες ούτε στη χώρα μας. Στις ΗΠΑ μάλιστα, εταιρίες όπως η Amazon, η Walmart, ή ακόμα και οι αθλητικές ομάδες του NBA και του NFL, βασίζονται αρκετά συχνά στις επιδοτήσεις και τις ειδικές ρυθμίσεις που πρόθυμοι δήμοι και πολιτείες τους προσφέρουν προκειμένου να επενδύσουν στις πόλεις τους.
Η ηθική αγανάκτηση έναντι σε αυτό το φαινόμενο, που συνήθως εκφράζουν οι αριστεροί, είναι απολύτως κατανοητή. Όντως, οι μεγάλες εταιρείες εκμεταλλεύονται την ισχύ τους, την υπόσχεση για δημιουργία θέσεων εργασίας, και απειλούν τους δήμους και τις πολιτείες με αποχώρηση σε περίπτωση που δεν συμμορφωθούν με τα αιτήματά τους. Η επικρατέστερη φιλελεύθερη άποψη στο θέμα, φυσικά, είναι αντίθετη με την παροχή ειδικών κινήτρων σε επιχειρηματίες προκειμένου να επενδύσουν σε μία περιοχή. Οποιαδήποτε ειδική μεταχείριση είναι ταυτόχρονα άδικη για όλους τους υπόλοιπους και ανοίγει την κερκόπορτα στον κρατικοδίαιτο καπιταλισμό και τον κορπορατισμό. Η αμφίδρομη εξάρτηση των επιχειρήσεων από το κράτος, είτε αυτό είναι σε δημοτικό είτε σε εθνικό επίπεδο, είναι μία κάκιστη ιδέα που συνήθως ζημιώνει τους φορολογουμένους. Ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης λοιπόν, είχε απόλυτο δίκιο όταν δήλωσε στο τηλεοπτικό κανάλι NBC ότι “αυτό είναι ένα παράδειγμα κατάχρησης εταιρικής εξουσίας”.
Ταυτόχρονα, ο δήμαρχος θα έπρεπε να γνωρίζει ότι τη ζημιά την προκάλεσε ο ίδιος και οι προκάτοχοί του σε δημοτικό και πολιτειακό επίπεδο. Σύμφωνα με το Fraser Institute και την ετήσια έρευνά του για την οικονομική ελευθερία στη Βόρεια Αμερική, η Νέα Υόρκη είναι η λιγότερο οικονομικά φιλελεύθερη πολιτεία των ΗΠΑ. Την κακή εικόνα της πολιτείας επιβεβαιώνει και η μελέτη του Tax Foundation με θέμα το επιχειρηματικό κλίμα: η Νέα Υόρκη κατατάσσεται 47η ανάμεσα στις 50 πολιτείες της Αμερικής. Η κίνηση του δημάρχου να προσφέρει στην Amazon ειδικά κίνητρα είναι μία έμμεση παραδοχή της ιδιαίτερα αρνητικής εικόνας της πόλης του. Γιατί να προσέφερε επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές αν η Νέα Υόρκη ήταν από μόνη της ελκυστικός τόπος για νέες επενδύσεις του βεληνεκούς της Amazon; Την απάντηση τη γνωρίζουμε όλοι.
Το συμπέρασμα της παραπάνω είδησης, από το οποίο καλό θα είναι να μάθουμε και εμείς, είναι ότι η ανάμειξη του κράτους με την οικονομία γίνεται επικίνδυνη όταν δεν υπάρχουν φραγμοί. Οι κανόνες πρέπει να είναι ίδιοι για όλους και να μην έχουν τη δύναμη οι πολιτικοί να κάνουν εκπτώσεις. Αν επιτευχθεί αυτό, τότε ο ανταγωνισμός για την προσέλκυση επενδύσεων θα έχει πολλαπλά οφέλη για όλους. Οι χαμηλότεροι φόροι, η λιγότερη γραφειοκρατία για τις εγκρίσεις και αδειοδοτήσεις (τα λεγόμενα fast-track), δεν θα είναι η εξαίρεση που απολαμβάνουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες για να επιλέξουν τη χώρα ή την πόλη μας, αλλά ο κανόνας βάσει του οποίου θα ζούμε όλοι μας.