Κορονοϊός και προσφυγικό επιτάσσουν εδώ και τώρα πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο, ενώ άμεση καθίσταται η ανάγκη μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων, προκειμένου να απορροφηθούν οι κραδασμοί, τονίζει στο liberal.gr ο αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, Γιώργος Οικονομίδης.
Και εκτιμά ότι απέναντι στο ελληνικό αίτημα οι Βρυξέλλες θα δείξουν ευελιξία, ωστόσο όπως λέει το στοίχημα είναι το μέγεθος αυτής της ευελιξίας, δηλαδή σε τι βαθμό θα εξαιρεθούν από το φετινό ελληνικό πλεόνασμα οι δαπάνες για τον κορονοϊό και το μεταναστευτικό.
Επισημαίνει ότι αυτή η κρίση αναδεικνύει την ανάγκη για ακόμη πιο τολμηρές πολιτικές στους τομείς που αφορούν το Δημόσιο, την Υγεία, την Παιδεία, την Κοινωνική Ασφάλιση και στον τομέα των επενδύσεων, όπου παρά τα όσα ανακοινώνονται, στην πράξη, δεν βλέπει να έχουν γίνει και πολλά πράγματα.
Και φέρνει ως παράδειγμα τις χαμηλές πτήσεις της ανάπτυξης του 2019 και ειδικότερα του τελευταίου τριμήνου, που διέψευσαν τις προσδοκίες που καλλιεργούνταν για ρυθμό άνω του 2%, “μεγέθη που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και αναδεικνύουν την ανάγκη για γρήγορες και τολμηρές μεταρρυθμιστικές πολιτικές, που θα μετουσιώσουν τις θετικές προσδοκίες σε απτή πραγματικότητα και θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας”.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Τι αντοχές έχει η Ελλάδα απέναντι στον κορονοϊό, πόσο πιθανό είναι να εγκρίνουν οι Βρυξέλλες αλλαγή των δημοσιονομικών στόχων και πόσο χαμηλότεροι πρέπει αυτοί να είναι, προκειμένου να ισοφαρίσουμε τις απώλειες;
Θεωρώ ότι η ελληνική οικονομία είναι ανθεκτικότερη σε σχέση με το παρελθόν, συνεπώς έχει και μεγαλύτερες δυνατότητες διαχείρισης μιας κρίσης.
Επίσης εκτιμώ ότι οι Βρυξέλλες θα δείξουν ευελιξία ως προς τους δημοσιονομικούς στόχους, για τον πρόσθετο λόγο ότι η χώρα μας αυτή τη στιγμή βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο προκλήσεις που έχουν δημοσιονομικό αντίκτυπο.
Η πρώτη αφορά την εξάπλωση του κορονοϊού και η δεύτερη την έξαρση του μεταναστευτικού - προσφυγικού προβλήματος. Κορονοιός και προσφυγικό επιτάσσουν εδώ και τώρα, πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο. Επίσης η ανάγκη μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων καθίσταται πλέον άμεση. Το στοίχημα είναι το μέγεθος της ευελιξίας που θα επιδείξουν οι Βρυξέλλες, το οποίο και θα εξαρτηθεί από την εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων των δύο προαναφερθέντων προκλήσεων.
- Αν σας ζητούσα μια αισιόδοξη και μια απαισιόδοξη πρόβλεψη για την φετινή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ποιες θα ήταν αυτές;
Νομίζω ότι είναι αρκετά παρακινδυνευμένο να προχωρήσει κανείς σε ποσοτικές εκτιμήσεις σχετικά με τη φετινή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, κυρίως επειδή ο κορονοϊός λειτουργεί ως μια εξωτερική αρνητική διαταραχή σε αυτή, επηρεάζοντας κρίσιμα στοιχεία του ΑΕΠ της χώρας, ενώ την ίδια στιγμή η ένταση και η διάρκεια των εν λόγω επιπτώσεων είναι ακόμη αβέβαιη.
Θα μπορούσα ωστόσο να περιγράψω δύο πιθανά σενάρια : Στο πρώτο και πιο αισιόδοξο, η διάρκεια των επιπτώσεων είναι μικρή, η επιδημία τίθεται γρήγορα υπό έλεγχο, ο πανικός περιορίζεται και η οικονομία επιστρέφει σε μια πιο κανονική λειτουργία. Στο σενάριο αυτό, μολονότι θα υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις, θα είναι σχετικά μικρές και σίγουρα διαχειρίσιμες. Στο δεύτερο και απευκταίο σενάριο, ο έλεγχος της επιδημίας καθυστερεί, με αποτέλεσμα οι επιπτώσεις στην καταναλωτική συμπεριφορά των πολιτών, στην επενδυτική συμπεριφορά των επιχειρήσεων και τη ζήτηση για το τουριστικό προϊόν να είναι πιο σοβαρές. Έτσι, το ΑΕΠ θα κινηθεί σε σημαντικά χαμηλότερο του αναμενομένου επίπεδο.
- Έχει άμυνες η ελληνική οικονομία ή μήπως ο κορονοιός μας υπενθυμίζει τις χαμένες ευκαιρίες των τελευταίων ετών και ότι οι καθυστερήσεις στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις κοστίζουν ; Μήπως για αυτόν ακριβώς το λόγο, και παρ' ότι η Ελλάδα δεν συμμετέχει στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, εντούτοις το πλήγμα αποδειχθεί πιο επώδυνο απ' ότι σε άλλες χώρες;
Έχει ειπωθεί πολλές φορές ότι η υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων που καθιστούν μια οικονομία ανταγωνιστική τη θωρακίζει ταυτόχρονα από εξωτερικές διαταραχές και της δίνει τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει αβεβαιότητες σαν αυτές που αναφέρετε με αποτελεσματικότερο τρόπο.
Συνεπώς, επί της αρχής, αυτό που λέτε είναι σωστό. Επίσης, θεωρώ ότι η ελληνική οικονομία είναι σήμερα ανθεκτικότερη απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν και ιδιαίτερα σε σχέση με την περίοδο 2009-2012.
Θα ήθελα εντούτοις να επισημάνω πως η τρέχουσα πρόκληση είναι πρωτόγνωρη και φαίνεται να κλυδωνίζει οικονομίες, και τα συστήματα υγείας τους, ανεξαρτήτως του μεγέθους και της ισχύος των οικονομιών αυτών. Το κατά πόσο το πλήγμα για την Ελλάδα θα είναι περισσότερο ή λιγότερο επώδυνο θα εξαρτηθεί συνδυαστικά από μια σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων και η αποτελεσματικότητα που θα επιδείξουν οι δημόσιες αρχές στην υιοθέτηση πολιτικών για τη διαχείριση της συγκεκριμένης κρίσης.
- Πάντως κάποιοι πρόδρομοι δείκτες δεν είναι ενθαρρυντικοί. Τέτοια είναι η αύξηση μόλις 1% του ΑΕΠ το δ’ 3μηνο του 2019, αλλά και η σημερινή ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ ότι ο γενικός δείκτης βιομηχανικής παραγωγής παρουσίασε μείωση 1,2% τον Ιανουάριο 2020 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιανουαρίου 2019…
Πράγματι, τα μεγέθη αυτά, όντας υποδεέστερα των αναμενόμενων, φαίνεται να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και να αναδεικνύουν την ανάγκη για γρήγορες και τολμηρές μεταρρυθμιστικές πολιτικές, που θα μετουσιώσουν τις θετικές προσδοκίες σε απτή πραγματικότητα και θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Ειδικότερα, αν ρίξει κανείς μια προσεκτικότερη ματιά στα διάφορα συστατικά στοιχεία του ΑΕΠ, θα δει ότι η επιβράδυνση του δ’ τριμήνου οφείλεται στην συγκράτηση των εξαγωγών. Οι εξελίξεις αυτές υπερ-αντισταθμίζουν τις αντίστοιχες μεταβολές της κατανάλωσης και των επενδύσεων που φαίνεται να ακολουθούν τη βελτίωση των δεικτών καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης.
Οι τάσεις αυτές στις εξωτερικές συναλλαγές της οικονομίας μας μολονότι ακολουθούν τις αντίστοιχες τάσεις των υπόλοιπων ευρωπαϊκών οικονομιών, αναδεικνύουν την ανάγκη μεγαλύτερης εξωστρέφειας και ταχύτερης παραγωγικής αναδιάρθρωσης στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της εξαγωγικής δραστηριότητας.
Στο δια ταύτα, θα συνιστούσα αφενός πριν προβούμε σε οριστικές κρίσεις να περιμένουμε να δούμε πως θα εξελιχθούν τα αντίστοιχα μακροοικονομικά μεγέθη μέσα στο 2020, αφετέρου να επιταχυνθεί η δρομολόγηση υιοθέτησης τολμηρών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες καθυστερούν, προκειμένου η οικονομία μας να καταστεί ανταγωνιστικότερη και συνεπώς ανθεκτικότερη.
Η κρίση αυτή αναδεικνύει την ανάγκη για ακόμη πιο τολμηρές πολιτικές στους τομείς που αφορούν το Δημόσιο, την Υγεία, την Παιδεία, της Κοινωνικής Ασφάλισης και στον τομέα των επενδύσεων. Στην περίπτωση για παράδειγμα των επενδύσεων, παρά τα όσα ακούγονται και ανακοινώνονται, ελάχιστα έχουμε δει να εφαρμόζονται στην πράξη.