Γιατί η «πειρατεία» τηλεοπτικού περιεχομένου είναι ασύμφορη για τον χρήστη
Shutterstock
Shutterstock

Γιατί η «πειρατεία» τηλεοπτικού περιεχομένου είναι ασύμφορη για τον χρήστη

Η αυστηροποίηση της νομοθεσίας περί πειρατείας τηλεοπτικού περιεχομένου με μεγάλα χρηματικά πρόστιμα για τους παραβάτες, τόσο για ιδιώτες όσο και για επιχειρήσεις καθώς και οι εκπτώσεις που κάνουν οι πάροχοι προς τους πελάτες τους αλλά και κινήσεις, όπως η δυνατότητα πρόσβασης σε κοινό αθλητικό περιεχόμενο της Cosmote TV και της Nova έδωσε μια σημαντική ώθηση στην αύξηση της συνδρομητικής βάσης. 

Από τον Αύγουστο του 2024 που ίσχυσε η παραπάνω συμφωνία έχει ήδη αποδώσει θετικά αποτελέσματα, αυξάνοντας τον αριθμό συνδρομητών της Cosmote TV κατά 49.000 για το 2024, παρουσιάζοντας αύξηση 7,2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και με τη μεγαλύτερη άνοδο στη συνδρομητική βάση να παρατηρείται μετά τη συνεργασία των δύο παρόχων.

Οι συνδρομές μέσω δικτύου IP (internet) κατέχουν το μεγαλύτερο ποσοστό στην αγορά, φτάνοντας το 52%, ξεπερνώντας τις δορυφορικές συνδρομές, που αποτελούν το 48%, ενώ για πρώτη φορά οι συνδρομές τηλεόρασης που περιλαμβάνονται σε συνδυαστικά πακέτα είναι περισσότερες από αυτές που αγοράζονται ξεχωριστά.

Σε ό,τι αφορά τα μερίδια της αγοράς συνδρομητικής τηλεόρασης, η Cosmote TV παραμένει o μεγαλύτερoς πάροχος, με ποσοστό 45%-55%, ακολουθούμενη από τη Nova με μερίδιο 25%-35% και τη Vodafone TV με 10%-15%.

Μάλιστα, όπως είχε επισημάνει και ο CEO του ΟΤΕ, Κώστας Νεμπής, αριθμός των συνδρομητών της Cosmote TV κατέγραψε σημαντική άνοδο στο τρίτο τρίμηνο του έτους, με τον αριθμό των νέων συνδρομητών να αγγίζει επίπεδα ρεκόρ τον Σεπτέμβριο.

Παρ΄όλα αυτά, όμως η διείσδυση της νόμιμης συνδρομητικής τηλεόρασης στην Ελλάδα ανέρχεται περίπου στο 30%, ποσοστό χαμηλότερο σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Πάντως, η πιό αυστηρή νομοθεσία με πρόστιμα που ξεκινούν από 750 ευρώ για τον απλό χρήστη «πειρατικού» περιεχομένου, αναμένεται να μειώσει σημαντικά το παραπάνω ποσοστό.

Η σύνδεση IP με ΑΦΜ και το κόστος των VPN

Ένα μέτρο που αναμένεται να αποδώσει καρπούς, μελλοντικά είναι και αυτό της σύνδεσης της IP του χρήστη, με το ΑΦΜ του. Η διεύθυνση IP είναι ένας αριθμός με έξι ως δώδεκα ψηφία, χωρισμένος σε τμήματα των τριών ψηφίων. Ο αριθμός αυτός είναι μοναδικός για κάθε χρήστη και έτσι είναι πολύ εύκολο να ταυτοποιηθεί ο κάτοχος της συγκεκριμένης σύνδεσης στο Internet. 

Βέβαια, όπως είναι γνωστό, υπάρχει ένας τρόπος για την αποφυγή της ταυτοποίησης του χρήστη με τη χρήση της υπηρεσίας VPN (Virtual Private Network). Η υπηρεσία  αυτή αλλάζει τη διεύθυνση IP του χρήστη, με τρόπο ώστε αν η σταθερή του σύνδεση βρίσκεται στην Αθήνα να φαίνεται ότι «μπαίνει» στο Internet από μια άλλη χώρα του κόσμου, π.χ. Μεξικό. Στην ουσία η υπηρεσία VPN είναι σαν να παρέχει στον χρήστη ένα  «ψηφιακό τούνελ» όπου στη μια άκρη βρίσκεται ο χρήστης και στην άλλη ο «πειρατικός» server, με αποτέλεσμα καμία εποπτική αρχή να μην μπορεί να διαπιστώσει «ποιός μπαίνει πού» ή «ποιός κατεβάζει και από πού».

Βέβαια, η υπηρεσία αυτή έχει ένα κόστος, το οποίο μπορεί να ξεκινάει από τα 7- 8 ευρώ μηνιαίως και ανάλογα με τις απαιτήσεις του χρήστη να φθάνει στα 15 ως και 20 ακόμη ευρώ μηνιαίως. Αν στον ποσό αυτό συνυπολογιστεί και η χρέωση του «πειρατικού» server, η οποία συνήθως είναι στο ένα πέμπτο της νόμιμης συνδρομής, τότε είναι εύκολο να εξαχθεί στο συμπέρασμα ότι ακόμη και η «πειρατική» δραστηριότητα έχει ένα κόστος υπολογίσιμο. 

Για του λόγου το αληθές αν υποτεθεί ότι μια μηνιαία συνδρομή σε πλατφόρμες για streaming ή κατέβασμα μουσικής, όπως είναι το Spotify, το Apple Music, YouTube music, Tidal κοστίζει περί τα 6 ως 8 ευρώ μηνιαίως είναι σαφές ότι το κόστος αυτό είναι ίδιο ή και λιγότερο με αυτό της πρόσβασης στην υπηρεσία VPN. 

Στην περίπτωση του τηλεοπτικού και αθλητικού περιεχομένου το μηνιαίο κόστος, με βάση τα τιμολόγια των παρόχων - χωρίς να συνυπολογισθούν οι εκπτώσεις προς τους χρήστες ή οι οικονομίες κλίμακος των πακέτων triple play - ξεκινά από τα 11 ευρώ και διαμορφώνεται ως τα 30 ευρώ. 

Αν υπολογισθεί ότι το κόστος για μια σύνδεση VPN συν το κόστος πρόσβασης σε «πειρατικό» server μπορεί να διαμορφωθεί περί τα 10-15 ευρώ, τότε είναι εύκολο να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η προσπάθεια παράνομης μείωση του κόστους πρόσβασης, ζητούμενο για τους χρήστες «πειρατικών» πλατφορμών, δεν εξασφαλίζει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. 

Αντίθετα, όπως έχουν δείξει, κατά καιρούς τα στοιχεία από τις συλλήψεις παράνομων διακινητών μουσικού, τηλεοπτικού και αθλητικού περιεχομένου, πολλά από τα χρήματα που εισπράττουν τροφοδοτούν άλλες παράνομες δραστηριότητες