Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Πριν τρεις ημέρες, αργά το βράδυ, έλαβα ένα μήνυμα από την πολύ καλή μου φίλη Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη. Το παραθέτω αυτολεξεί: «Δεν θα ήθελες να μας γράψεις κάτι για όλα αυτά που γίνονται με την Αμμόχωστο, να το διαβάσει ο κόσμος στην Ελλάδα; Είναι πολύ άσχημα τα πράγματα. ΠΟΛΥ άσχημα». Καθώς δεν έχω ιδέα «για όλα αυτά που γίνονται με την Αμμόχωστο», και καθώς ελάχιστοι Ελλαδίτες μαθαίνουν τις εξελίξεις (προσωπικά δεν ξέρω ούτε έναν, μολονότι παρακολουθώ επισταμένως περί τους εκατό λογαριασμούς — άρα δεν πέφτω έξω στην εκτίμησή μου, προφανώς), της ζήτησα να μας γράψει εκείνη ένα κείμενο για τη στήλη εδώ. Η Βίβιαν Αβρααμίδου, συγγραφέας από την Κύπρο, Αμμοχωστιανή, από όπου ξεριζώθηκε το '74 για να έρθει στην Αθήνα, το έγραψε πράγματι, και το παραθέτω αμέσως παρακάτω. Την ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο, το ενδιαφέρον και την αγάπη της. Και θα παρακαλούσα —σπανίως το κάνω, όπως πολύ καλά ξέρετε— να το κοινοποιήσετε παντού. Ευχαριστώ.
* * *
«Κατεχόμενα» επιμένουμε να λέμε το βόρειο κομμάτι της Κύπρου. «Κατεχόμενα», και όχι «χαμένες πατρίδες», κι ας μοιάζει πια η λύση του Κυπριακού με άπιαστο όνειρο.
«Κατεχόμενα», πόλεις και χωριά, γενέθλιοι τόποι τσουβαλιασμένοι όλοι μαζί σε μια λέξη, που ονοματίστηκαν μόνο εκείνες τις ελάχιστες φορές, όταν οι διακοινοτικές συζητήσεις έφτασαν στο σημείο να ξεδιπλωθεί ο χάρτης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Και τότε δειλά-δειλά έπαιρναν χρώμα? άλλοτε κόκκινο κι άλλοτε μπλε. Δικό σου και δικό μου. Μέχρι το επόμενο αδιέξοδο, για να διπλωθεί ξανά, χιλιοφθαρμένος και ταλαιπωρημένος ο χάρτης, για να χαθεί και πάλι στα βάθη των συρταριών, και να σβήσουν τα φώτα.
Μόνο ένα τοπωνύμιο επιμένει να ξεπετάγεται, από καιρού εις καιρόν, πιο συχνά: ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ.
Όχι από τους πολιτικούς μας, όχι! Αυτοί, διαχρονικά και ανεξάρτητα από κομματικές επιλογές και κυβερνήσεις, επιμένουν να θεωρούν πως το ιδιαίτερο καθεστώς στο οποίο βρίσκεται το μεγαλύτερο κομμάτι της παραθαλάσσιας πόλης, αυτό που παραμένει από το 1974 απογυμνωμένο και νεκρό, περίκλειστο μέσα σε αιχμηρά συρματοπλέγματα, αυτό που ονομάζαμε Βαρώσι, δεν πρέπει, δεν συμφέρει να προταχθεί μεμονωμένα. Η ξεχωριστή απαίτηση για την επιστροφή της πόλης στους Ελληνοκυπρίους θα ζημιώσει, λένε, τη διαπραγματευτική δύναμη στην προσπάθεια εξεύρεσης συνολικής λύσης.
Όχι, λοιπόν, από τους πολιτικούς ηγέτες. Αυτοί που τολμάνε να αναφέρουν την απαγορευμένη λέξη, αυτοί που εξακολουθούν να αγωνίζονται ψάχνοντας τρόπο να διεκδικήσουν την πόλη, είναι οι παλιοί και πάντα νόμιμοι κάτοικοι.
Τότε, καμιά φορά, κάποια ΜΜΕ, στην Κύπρο μόνο, μπορεί να αναφερθούν σε κάποια εκδήλωση των Αμμοχωστιανών: τη λειτουργία κάποιας κατεχόμενης εκκλησίας, την αναβίωση της γιορτής του πορτοκαλιού στη Χρυσή Αμμουδιά, τη βάφτιση του Σταυρού στη θάλασσα στα Θεοφάνια. Θα ακουστεί ανάμεσα στις τελευταίες ειδήσεις της ημέρας, χωμένη στα πολιτιστικά δρώμενα, παρεξηγημένη, σαν μια απλή γιορτή, ένα πανηγύρι — γιατί κανείς ξένος δεν μπορεί να καταλάβει πως όλα αυτά αποτελούν μόνο διαμαρτυρία.
Τις τελευταίες, πάντως, εβδομάδες οι αναφορές στην πόλη της Αμμοχώστου στα ΜΜΕ έχουν πυκνώσει ιδιαίτερα. Τις πήραν από εκεί τα αντίστοιχα μέσα στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, κι ο κόσμος εκτός Κύπρου αναρωτιέται: Τι μπορεί να άλλαξε στα «Κατεχόμενα», σε μια παγιωμένη κατάσταση εδώ και 45 χρόνια; Γιατί, για τον πολύ κόσμο, το ιδιαίτερο καθεστώς κάτω από το οποίο τελεί το Βαρώσι είναι παντελώς άγνωστο.
Τα χαράματα της 16ης Αυγούστου του 1974 διαδραματίστηκε η τελευταία πράξη του δεύτερου γύρου της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Ήταν η μέρα που ο τουρκικός στρατός περικύκλωσε την πόλη της Αμμοχώστου, υποχρεώνοντας και τον τελευταίο κάτοικο να την εγκαταλείψει. Ο ελληνοκυπριακός στρατός μαζί με τις Αρχές της πόλης είχαν ήδη αποσυρθεί στον Νότο δύο ημέρες νωρίτερα. Κι ενώ βαθμιαία εποικίσθηκαν όλες οι υπόλοιπες περιοχές της βόρειας Κύπρου, ο τουρκικός στρατός διατήρησε την κυριαρχία του στο Βαρώσι μέχρι και σήμερα, χωρίς να επιτρέπει τον εποικισμό του, φροντίζοντας πρώτα να ευνοήσει το πλιάτσικο και την πλήρη απογύμνωσή του από τους στρατιώτες, έτσι ώστε σήμερα να μιλάμε για πόλη-φάντασμα.
Το 1984 στη βάση συγκεκριμένων πληροφοριών που αφορούσαν τις προθέσεις των Τούρκων να εποικίσουν την πόλη, οι Ελληνοκύπριοι πέτυχαν να περάσουν ένα ψήφισμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας (με τον αριθμό 550), το οποίο θεωρεί απαράδεκτες τις όποιες απόπειρες εποικισμού οποιουδήποτε τμήματος της Αμμοχώστου από άτομα άλλα από τους νόμιμους κατοίκους της, ενώ ταυτόχρονα ζητεί τη μεταβίβαση της περιοχής στη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών. Σε μεταγενέστερο στάδιο, το 1987, εγκρίθηκε νέο ψήφισμα (με αριθμό 789) που αφορά την υιοθέτηση μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης από τις δύο πλευρές, όπου γίνεται ρητή αναφορά στην επιστροφή της πόλης υπό τον έλεγχο της UNFICYP.
Τίποτε από αυτά δεν υλοποιήθηκε. Αντίθετα, κάθε προσπάθεια πρόταξης του θέματος από τους κατοίκους της πόλης πνίγεται στις νουθεσίες της εκάστοτε δικής μας πολιτικής ηγεσίας:
«Μην αμμοχωστοποιούμε το κυπριακό πρόβλημα».
Έτσι φτάσαμε στο σήμερα, με μια διευρυμένη πια σκακιέρα πάνω στο τραπέζι των διακοινοτικών συνομιλιών κατά το μέγεθος των ΑΟΖ, με θέματα φουσκωμένα από το φυσικό αέριο (κι ας μένει ακόμα να εντοπισθεί και να εξορυχθεί).
Κι όσο οι δύο παίχτες εξακολουθούν να μην μπορούν να συμφωνήσουν στους κανόνες του παιχνιδιού, μπήκαν στο Βαρώσι επίσημα πια και για πρώτη φορά μετά από 45 χρόνια οι πολιτικές ηγεσίες των Τουρκοκυπρίων και των Τούρκων? οι αντίστοιχοι υπουργοί Εξωτερικών. Κι ανάμεσα στις δύο επισκέψεις, δόθηκε άδεια να σουλατσάρουν στην πόλη και τα Τουρκοκυπριακά ΜΜΕ, μεταφέροντας με τον φακό τους στον πολιτισμένο κόσμο τα απογυμνωμένα εσώψυχα μιας χαμένης νεότητας? της δικιάς μας. Ο Τούρκος υπουργός, κοιτάζοντάς μας στα μάτια, μας ανακοίνωσε: «Ναι, θα ανοίξουμε το Βαρώσι», ενώ παράλληλα φτάνουν στ' αυτιά μας οι προθέσεις τους να αναπτύξουν την πόλη και να τη μετατρέψουν σε ένα Λας Βέγκας της Ευρώπης.
Πέρα από κάποιες μουδιασμένες αντιδράσεις, η Ελληνοκυπριακή πλευρά παρακολούθησε τις εξελίξεις διαβεβαιώνοντας αρχικά τους θορυβημένους και άκρως προδομένους Αμμοχωστιανούς πως πρόκειται για επικοινωνιακά πυροτεχνήματα των Τούρκων. Στη συνέχεια, έπεσε σε περισυλλογή.
Περιμένουμε. Άλλη μια φορά περιμένουμε. Δεν είμαστε και τόσο πολλοί πια, άλλωστε. Η γενιά των Ελληνοκυπρίων προσφύγων που προλάβαμε να ζήσουμε «ποτζιεί» («απ' εκεί», όπως αλλιώς συνηθίζουν να αναφέρονται οι Κύπριοι στα Κατεχόμενα), και που εξακολουθούμε να διατηρούμε μνήμες, έχει πια συρρικνωθεί επικίνδυνα από τον ίδιο τον κύκλο της ζωής. Μια λύση στο Κυπριακό που θα συνοδεύεται από επιστροφή των δικών μας εδαφών, στη συνείδησή μας αποτελεί πια μια αναπάντεχη εξέλιξη και η ίδια η επιστροφή σαν ένα θεόσταλτο δώρο. Θεόσταλτο, γιατί οι χειρισμοί των πολιτικών μας, διαχρονικά, δεν κατάφεραν να επιδείξουν καμιά ισχυρή θέληση συμβιβασμού.
Και λύση χωρίς συμβιβασμούς, μετά από όσα τραγικά συνέβησαν το 1974, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Το ξέρουν εκείνοι, το ξέρουμε κι εμείς.
Έχουν περάσει 55 χρόνια από την εποχή της έναρξης των διακοινοτικών συζητήσεων? από το 1964? μετά τις πρώτες, δηλαδή, ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Το κυπριακό πρόβλημα ακολουθεί μια σπειροειδή πορεία χωρίς καμιά κατάληξη. Δύσκολο να κάνουν πίσω σ' αυτό που έχουν, δύσκολο να κάνουμε πίσω σ' αυτό που οραματιζόμαστε. Εύκολο, πολύ πιο εύκολο να προδίδουμε τις επόμενες γενιές, κληροδοτώντας τους μισή πατρίδα. Δύσκολη η λύση, δύσκολη η επόμενη μέρα, κι εμείς αναζητούμε την ελπίδα, τη φωτιά που θα κάψει τον εθνικισμό, την αντίδραση και τον αρνητισμό. Περνάνε τα χρόνια, κι εμείς μένουμε να μιλάμε για επανειλημμένες χαμένες ευκαιρίες.
Οι εξελίξεις στην Αμμόχωστο αυτές τις μέρες παρουσιάζονται σαν μαύρος οιωνός. Είθε να διαβάσουν σωστά το άγριο κρώξιμο και το θορυβώδες πέταγμά του οι πολιτικοί μας. Γιατί, αλίμονο, αυτές οι τελευταίες εξελίξεις είναι ακριβώς η αμμοχωστοποίηση του Κυπριακού και το θάψιμό του κάτω από το σημερινό στάτους κβο. Κι αυτό δε σημαίνει τίποτε λιγότερο από την ντε φάκτο διχοτόμηση του νησιού.
Περιμένουμε, ευχόμενοι πως τα Κατεχόμενα δεν θα γίνουν ποτέ μια πατρίδα χαμένη.
Περιμένουμε οραματιζόμενοι να δούμε κάποια φορά την Κύπρο μας, έτσι όπως μπορεί να τη δει ο αστροναύτης από το διάστημα: χωρίς σύνορα και πράσινες γραμμές, χωρίς εθνικές ή θρησκευτικές ταυτότητες, χωρίς τοπωνύμια που να υπενθυμίζουν αιματηρές συγκρούσεις και διενέξεις, χωρίς τη μυρουδιά του μπαρουτιού, ή του φυσικού αερίου — αν έχει κάποια μυρωδιά και δαύτο.
Περιμένουμε να δούμε μόνο ευτυχισμένους ανθρώπους που θα παλεύουν για μια κοινή πατρίδα με κοινά βιβλία ιστορίας.
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη
[Γεννήθηκα το 1958 στην Αμμόχωστο και έζησα δεκάξι πανέμορφα χρόνια στην πόλη που πρώτη λούζει ο ήλιος της Ανατολής. Μεγάλωσα στις χρυσές της αμμουδιές, χτίζοντας κάστρα και πύργους και γεφύρια, μαθαίνοντας πως πάντα, μα πάντα, θα βρεθεί ένα μεγάλο κύμα που θα τα παρασύρει όλα μαζί του. Κι αρχίζεις τότε απ' την αρχή, χωρίς κλάματα, χωρίς γκρίνιες, και συνεχίζεις να χτίζεις. Γιατί αυτό λένε ζωή].