Όποιο κι αν είναι το βασικό δόγμα που επικαθορίζει τις στρατηγικές επιλογές της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας καλόν είναι να μην αφίσταται του βασικού ενστίκτου που διαμορφώνει το λεγόμενο κοινό αίσθημα.
Είναι με βάση το τελευταίο άλλωστε που σχηματίζεται, αντιδρά και αξιολογεί τις σχέσεις της η κοινή της γνώμη. Και είναι ιδιαίτερα κρίσιμο το κοινό αυτό αίσθημα να μην έρχεται σε σύγκρουση με τις επίσημες θέσεις, κατευθυντήριες γραμμές και γεωπολιτικούς προσανατολισμούς που κατευθύνουν την πορεία της χώρας στο διεθνές περιβάλλον. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μια μικρή και εκτεθειμένη σε πολλαπλές απειλές χώρα, όπως η Ελλάδα, με μεγάλη από συστάσεως του κράτους της εξάρτηση από τον διεθνή παράγοντα, βεβαρυμένο μητρώο ξενικών επεμβάσεων και πολιτικό παρελθόν σημαδεμένο από διαχωρισμούς κομματικών προτιμήσεων με αναφορά στις διαφορετικές "προστάτιδες δυνάμεις". Ο ρόλος των τελευταίων, άλλωστε, έχει εγγραφεί στον σκληρό δίσκο, το συλλογικό υποσυνείδητο και την ιστορική μνήμη της κοινής γνώμης.
Δεν υπάρχει, εξάλλου, προηγούμενο χώρας της οποίας οι πολίτες να συγκρούονται ανηλεώς στο όνομα ενός "Γαλλικού", ενός "Ρωσικού" και ενός "Αγγλικού" κόμματος, όπως συνέβαινε στην Ελλάδα για πολλά χρόνια μετά την Ανεξαρτησία της. Και βέβαια δεν πρόκειται για μια ιστορική ιδιαιτερότητα που θα εξαλειφόταν χωρίς να αφήσει πολιτικά κατάλοιπα.
Δεν παύει, ωστόσο, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η κοινή γνώμη να συνιστά μια αυξημένου ειδικού βάρους soft power που λειτουργεί ταυτόχρονα ως συντελεστής και ως πολλαπλασιαστής ισχύος. Είναι αυτή που την καθιστά αναλόγως περισσότερο ή λιγότερο ευάλωτη σε επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης και ανορθόδοξου ψυχολογικού πολέμου. Γι' αυτό και η ταύτισή της με την διπλωματική και αμυντική πολιτική του κράτους και της κυβέρνησης αποτελεί προϋπόθεση επιτυχίας της εθνικής στρατηγικής της.
Διαφορετικά δημιουργούνται χάσματα που υπονομεύουν την εθνική ενότητα και διασπούν το εσωτερικό της μέτωπο. Κι αν υπάρχει λάθος στις εκάστοτε κρίσεις της κοινής γνώμης κι όχι στις συλλήψεις της εξωτερικής πολιτικής, καλόν είναι να διορθώνεται όπως διορθώνονται όλα τα σοβαρά λάθη όταν λειτουργεί σωστά η Δημοκρατία. Δηλαδή με την εκπαίδευση. Κυρίως δε με την εκπαίδευση που γίνεται δια παραδειγμάτων.
Την ευθύνη για την εκπαίδευση της κοινής γνώμης την φέρει εξ αντικειμένου η πολιτική ηγεσία της χώρας. Είτε αυτή είναι του κράτους και της εκάστοτε κυβέρνησης είτε είναι των αντιπροσωπευτικών θεσμών του, όπως είναι τα κόμματα. Οι μεταξύ τους ιδεολογικές ή άλλες διαφωνίες σε ελάχιστες πλέον περιπτώσεις είναι τόσο ριζικές ώστε να αποκλείουν την συνεννόηση, την σύγκλιση και την συναίνεση. Διότι διαφορετικά δεν πρόκειται περί πολιτικών διαφωνιών. Αλλά περί απόψεων που αναπτύσσονται σε διαφορετικά και παράλληλα σύμπαντα.
Το ευχάριστο πάντως στην ελληνική περίπτωση είναι ότι είτε γιατί οι πολίτες έχουν την ευαισθησία και ενημερώνονται συστηματικά, αν και δεν πρόκειται για θέματα που αφορούν στην καθημερινότητά τους, είτε γιατί οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης κάνουν καλά την δουλειά τους, ο κόσμος όχι μόνον παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις αλλά και βγάζει συμπεράσματα που σε γενικές γραμμές ούτε απέχουν από την πραγματικότητα ούτε αυθαίρετα ή τυχαία είναι. Ιδιαίτερα δε σε σχέση με τους συμμάχους σπάνιες είναι οι περιπτώσεις που η κοινή γνώμη έπεσε έξω.
Δυο παραδείγματα:
Παράδειγμα πρώτο. Όταν ο αντιαμερικανισμός αποτελούσε την ανεξαρτήτως κομματικών προτιμήσεων κοινή συνισταμένη των τάσεων του ελληνικού εκλογικού σώματος, οι ρίζες του είχαν προχωρήσει βαθιά και καθόλου συμπτωματικά. Δεν ήταν μόνον εξ αιτίας της ενοχοποίησης του ρόλου που έπαιξαν οι ΗΠΑ στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ήταν κατά πολύ περισσότερο η στάση τους απέναντι στα εθνικά θέματα με την Τουρκία που έστρεψε εναντίον τους την μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων. Και όπως αποδείχτηκε δεν είχαν λαθέψει.
Τα στοιχεία που τεκμηρίωσαν τον φάκελο της Κύπρου δικαίωσαν την κρίση τους. To ίδιο και τα όσα αποκαλύφθηκαν για το παρασκήνιο που υπήρξε όταν Ελλάδα και Τουρκία βρέθηκαν στα πρόθυρα του πολέμου το 1987 εξ αφορμής του διάπλου του "Σισμίκ" από το ανατολικό Αιγαίο. Όταν άρθηκε το απόρρητο των αρχείων της CIA εκείνης της περιόδου, φάνηκε ξεκάθαρα ότι η τότε Δίοικηση Τζώρτζ Μπους είχε ταχθεί με σαφήνεια υπέρ της Τουρκίας. Πέραν των επισήμων φιλοτουρκικών δηλώσεών του, ο ίδιος ο τότε αμερικανός Υπουργός Άμυνας Γουάϊνμπέργκερ είχε παρέμβει στο ΝΑΤΟ ζητώντας από τον εκεί σύνδεσμο της Ουάσιγκτον να "βοηθήσει" τον μεσολαβητή Ρίτσαρντ Περλ "ώστε να μπορεί να συνεργαστεί χωρίς πρόβλημα με το Τουρκικό Υπουργείο Άμυνας". "Σας συνιστώ", ήταν για την ακρίβεια η εντολή του, "να συνεργαστείτε με τον Περλ, την τουρκική ηγεσία και τις αμερικανικές δυνάμεις που θα προσεγγίσουν την περιοχή" (βλ. Ελευθεροτυπία, 25.02.2007).
Παράδειγμα δεύτερο. Όταν η Αμερική έπαψε να κάνει αισθητή την παρουσία της στην περιοχή και η Ελλάδα άρχισε να "συνυπάρχει ειρηνικά", τουλάχιστον φαινομενικά, με την Τουρκία, ο αντιαμερικανισμός της κοινής γνώμης μεταστράφηκε και στην θέση του άρχισε να αναπτύσσεται ένας όλο και λιγότερο συγκαλυπτόμενος αντιγερμανισμός.
Στη μεταστροφή του αντιαμερικανισμού αναμφίβολα συνετέλεσε όχι μόνον η εν τω μεταξύ επελθούσα εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων δια της διπλωματίας των σεισμών, των κουμπαριών και των ζεϊμπέκικων. Αλλά και το γεγονός ότι μετά την εκλογή Ομπάμα άλλαξε διεθνώς η εικόνα της ατλαντικής υπερδύναμης και του ρόλου της στον κόσμο. Πολύ δε ευκολότερα και γρηγορότερα που είχε προηγηθεί η "συγνώμη" του Κλίντον για τις αμερικανικές παρεμβάσεις στην Ελλάδα και είχε μαθευτεί ότι η Διοίκηση Ομπάμα παρενέβαινε συστηματικά υπέρ της δεινοπαθούσας μνημονιακής Ελλάδας στην απεγνωσμένη μάχη που έδινε με τους τιμωρητικούς ευρωπαίους δανειστές της. Άλλωστε η επίσημη, πλην ΚΚΕ, Αριστερά όχι απλώς είχε υποστείλει τη σημαία του αντιαμερικανισμού, αλλά είχε επιπλέον πέσει θύμα της γοητείας που από καιρό είχαν αρχίσει να της ασκούν οι Γιάνκηδες.
Αντιστρόφως, ο αντιγερμανισμός, που ούτως ή άλλως αποτελούσε κληρονομιά της ελληνικής τραυματικής κατοχικής εμπειρίας, άρχισε να αναβιώνει όταν ο αντιαμερικανισμός έπνεε πια τα λοίσθια. Εντάθηκε υπό το κράτος των εντυπώσεων που άφησε η "εποχή Σόιμπλε". Κορυφώθηκε εξ αιτίας της στάσης που η Γερμανία τήρησε στο θέμα των ευρωπαϊκών κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας. Έφθασε στο απόγειό της με την παρωδία της γερμανικής διαμεσολάβησης για την αποκλιμάκωση της πρωτοφανούς διάρκειας και προκλητικότητας έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις του περασμένου Αυγούστου.
Σε συνέντευξη που έδωσε τις προάλλες ο Γερμανός πρέσβης παραπονέθηκε για τα αρνητικά στερεότυπα της ελληνικής κοινής γνώμης σε βάρος της χώρας του την ίδια ώρα που κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να εξάρει την σημασία, το επίπεδο και την χρησιμότητα των ελληνογερμανικών σχέσεων. Και πάλι, όμως, δεν ήταν η ελληνική κοινή γνώμη που έκανε την λάθος εκτίμηση των πραγμάτων.
Το κακό με τον αντιγερμανισμό της ελληνικής κοινής γνώμης είναι ότι συμπαρασύρει εξ αντανακλάσεως σε ένα αρνητικό αμάλγαμα το σύνολο των ελληνοευρωπαϊκών σχέσεων. Η εξαίρεση που αφορά στις ελληνογαλλικές, τις ελληνοαυστριακές και τις σχέσεις με τις μικρότερες χώρες της Ένωσης, που αρνούνται να βάλουν πλάτη στα καμώματα του Ερντογάν, επιβεβαιώνει απλά τον κανόνα της χαμένης εμπιστοσύνης προς τους ευρωπαίους εταίρους. Αποτυπώνεται σε όλες τις μετά το περσινό καλοκαίρι δημοσκοπήσεις και είναι ενδεικτικός της δυναμικής που μπορεί να προσλάβουν οι θύλακες ενός έρποντος ευρωσκεπτικισμού σε μια από τις πιο φιλοευρωπαϊκές κοινωνίες της Γηραιάς Ηπείρου.
Θα έβαζα στοίχημα ότι οι θύλακες αυτοί θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε χιονοστιβάδες φιλοαμερικανισμού - σαν κι αυτές που σχηματίστηκαν στις ανατολικοευρωπαϊκες χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ και προκαλούν συχνά, πυκνά ενδοευρωπαϊκά ρήγματα - αν η διπλωματία Μπάιντεν ασκηθεί με τον τρόπο που έχει αρχίσει πλέον να διαφαίνεται με όλο και μεγαλύτερη σαφήνεια κάνοντας τους Έλληνες να πιστέψουν ότι οι ΗΠΑ είναι μόνη προστάτιδα δύναμη του ελληνισμού στον 21ο αιώνα.
Εκτός εάν η Γαλλία προλάβει να ισιώσει το κλίμα που στραβώνει στις ελληνοευρωπαϊκές σχέσεις, και όχι μόνον, και δράσει αποφασιστικότερα, ενθαρρυνόμενη ίσως και από τον Ντράγκι, με αποτέλεσμα η μετά-Μέρκελ Ευρωπαϊκή Ένωση να ανακαλύψει το αμυντικό δόγμα που θα της επιτρέψει επιτέλους να αποκτήσει έναν πιο αξιόπιστο και αυτοδύναμο ρόλο στο νέο πολυμερές σύστημα ασφαλείας και συνεργασίας του Πλανήτη.
Γιατί είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες, παρά την αντιστροφή του αντιαμερικανισμού τους, ακόμα δεν έχουν συγχωρήσει στον Σημίτη το "ευχαριστώ τους Αμερικανούς". Όπως είναι αλήθεια ότι οι Αμερικανοί μάλλον θα αργήσουν να εξαντλήσουν την υπομονή τους με την Τουρκία.