Μια πολιτική συμμαχία για να είναι αξιόπιστη θα πρέπει να βασίζεται σε μια πειστική και καλά επεξεργασμένη προγραμματική βάση. Μόνον έτσι θα είναι και αποτελεσματική. Επί πλέον, τα συνεργαζόμενα κόμματα θα πρέπει να έχουν μια προϊστορία συγκλίσεων και μερικών συνεργασιών που θα κορυφωθούν με μια συμμαχία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου.
Κάνω αυτήν την εισαγωγή, γιατί διάβασα πως ο Α. Τσίπρας επανήλθε προχθές στην πρόταση του για δημοκρατική συμπαράταξη, απευθυνόμενος πρωτίστως στο ΚΙΝΑΛ. Αυτή η επίθεση φιλίας και συνεργασίας έχει ένα θεμιτό τακτικό στόχο. Να σπάσει το αντι—ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και να κτίσει τη δημοκρατική συμπαράταξη η οποία θα έχει αντιδεξιό προσανατολισμό. Να αλλάξει δηλαδή το συσχετισμό δυνάμεων με την επαναδιευθέτηση των συμμαχιών.
Κάτι τέτοιο είχε συμβεί στη δεκαετία του 60. Τότε το αντικομμουνιστικό μέτωπο της δεκαετίας του 50 κατέρρευσε υπό το βάρος του ανένδοτου αγώνα και επιχειρήθηκε, κυρίως από την αριστερή πτέρυγα της Ενώσεως Κέντρου, να οικοδομηθεί με την ΕΔΑ μια αντιδεξιά συνεργασία.
Βέβαια, τότε αυτή τη θεαματική αλλαγή του πολιτικού κλίματος την προκάλεσαν οι ακραίες συμπεριφορές κύκλων της Άκρας Δεξιάς που υπήρχαν στην κρατική μηχανή και συνεργάζονταν με τα ανάκτορα και κομμάτι της ΕΡΕ. Δηλαδή υπήρξε διαμορφωμένο ένα πολιτικό κλίμα που επέτρεψε αυτήν την προσέγγιση της αριστεράς του Κέντρου με την ΕΔΑ.
Σήμερα, μπορεί το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο να μη διαθέτει το σφρίγος που διέθετε την περίοδο 2015-2019 και είναι λογικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ «σέρνεται». Δεν απειλεί. Είναι επόμενο να αναφύονται οι παραδοσιακές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς, καθώς η Κεντροδεξιά κυβερνά εδώ και δυόμισι χρόνια.
Να υποθέσω πως αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταστεί και πάλι απειλητικός το αντι—ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο θα αναβιώσει με την προηγούμενη μορφή του, με την προηγούμενη ένταση του.
Η πρόταση συνεργασίας της ριζοσπαστικής Αριστεράς προς την Κεντροαριστερά διακρίνεται από έναν καιροσκοπισμό, μιαν ιδιοτέλεια και έναν τακτικισμό. Γιατί;
Γιατί έρχεται τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ καρκινοβατεί. Όταν βρισκόταν στην παντοδυναμία του, όταν ήταν η ανερχόμενη δύναμη, για να κυβερνήσει επέλεξε αυθωρεί και παραχρήμα τον Π. Καμμένο και όχι τον Στ. Θεοδωράκη ή την Φ. Γεννηματά. Και μάλιστα δύο φορές. Επειδή στην πολιτική δεν υπάρχει φραγή μνήμης, όλα αυτά τα γεγονότα ανακαλούνται.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να τα ξεχάσει, οι πολιτικοί του αντίπαλοι τα υπενθυμίζουν. Εξάλλου σήμερα, με την συγκεκριμένη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, η πρόταση για συγκρότηση αντιδεξιού μετώπου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Δεν αποτελεί πολιτική, μοιάζει πιο πολύ με νοσταλγία.
Το αντιδεξιό μέτωπο σήμερα είναι ρετρό πολιτική. Γι΄αυτό και δεν συγκινεί κανένα. Ούτε καν αυτούς που το προωθούν. Φανερώνει το αδιέξοδο τους και την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν με σύγχρονο πολιτικό λόγο τη σημερινή συγκυρία. Άλλωστε η Ιστορία δεν παράγει πολιτική. Όσοι πιστεύουν πως μπορεί να προβάλουν την Ιστορία στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση, βρίσκονται στο χώρο των πολιτικών απολιθωμάτων ( βλ. ΚΚΕ).
Εκεί κινδυνεύει να κατρακυλήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ και μαζί του όσοι κραυγάζουν εν έτει 2021 «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά».
Στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, που έλεγε και ο αείμνηστος.