Αριστούχος γυμνασιόπαις, ντροπαλός και νευρωτικός διανοούμενος, αποτυχημένος συγγραφέας παρακμιακών έργων, με κύριο χαρακτηριστικό τους την εντυπωσιοθηρία που πάλευε ανάμεσα στην κακή λογοτεχνία και την ακόμη χειρότερη πορνογραφία, τραπεζικός υπάλληλος μετά τα γεγονότα του Οκτωβρίου του 1917, θα μπορούσε να είναι το μικρό βιογραφικό ενός ανθρώπου που θα περνούσε ασήμαντος και άσημος από τη ζωή αν...
Ο Βιατσεσλάβ Μενζίνσκι, περί ου ο λόγος, ήταν γιος ενός εκρωσισμένου Πολωνού αριστοκράτης, του Ρούντολφ Μενζίνσκι, ανθρώπου διάσημου στους κύκλους της καλής κοινωνίας, καθώς ήταν καθηγητής σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα για την ελίτ της αυτοκρατορίας.
Ο νεαρός Βιατσεσλάβ, όπως μαρτυρούν οι άνθρωποι που τον γνώριζαν την εποχή εκείνη ήταν ένα ήρεμο και ντροπαλό παιδί. Λέγεται μάλιστα, πως οι καθηγητές του προσπαθούσαν να τον στρέψουν προς διάφορες δραστηριότητες, προκειμένου να σταματήσει να μελετάει. Οι συμμαθητές του, από την άλλη μεριά, τον αποκαλούσαν «αγελάδα του Θεού». Από τα παράξενα της ιστορίας είναι πως ένας από τους συμμαθητές του ήταν ο μετέπειτα εξερευνητής του Βόρειου πόλου, ήρωας του πολέμου, ναύαρχος Κολτσάκ, ο οποίος όμως αποβλήθηκε λόγω πλημμελούς φοίτησης.
Δύο ήταν οι βασικές αδυναμίες του Βιατσεσλάβ Μενζίνσκι στη ζωή: οι ξένες γλώσσες και η λογοτεχνία. Ορισμένες πηγές αναφέρουν πως γνώριζε 19 γλώσσες, ενώ άρχισε να γράφει, κατά τη γνώμη του, λογοτεχνία, από τα οκτώ του χρόνια. Χρησιμοποιούσε μεγάλα τετράδια για να γράφει ποιήματα, ωστόσο κανένα δεν δημοσιεύτηκε πουθενά και έτσι δεν έχουμε την ευκαιρία να αξιολογήσουμε τις επιδόσεις του.
Η φοίτησή του στο πανεπιστήμιο ήταν ήρεμη και μακριά από τα επαναστατικά κινήματα της εποχής, γεγονός μάλλον σπάνιο. Πιο πολύ τον ενδιέφερε η λογοτεχνία και συμμετείχε σε διάφορες ποιητικές συντροφιές και κύκλους. Ήταν μέλος της ομάδας του Νικολάι Βερχοβένσκι, ο οποίος εντόπιζε και αναδείκνυε τα λογοτεχνικά ταλέντα της εποχής.
Είναι η εποχή που αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του στη συγγραφική αρένα των ταραγμένων πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Ξεκινάει τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος, ο κεντρικός ήρωας του οποίου ήταν ένα δάσκαλος που έβγαζε προς το ζειν διδάσκοντας σε ένα εργατικό σχολείο. Μετά από λίγο ξεκινάει το ειδύλλιο του με μία δασκάλα μεγαλύτερη σε ηλικία. Την κατακτά με εντυπωσιακό τρόπο, όταν κατά τη διάρκεια μίας εκδήλωσης στο σχολείο αρχίζει να απαγγέλει πορνογραφικά ποιήματα. Την παντρεύτηκε, μα ανακάλυψε την πολυγαμική του φύση κι έτσι φρόντισε για ένα menage a trois με την γραμματέα του. Ο πολυγαμικός τους έρωτας στεγάζεται κάτω από την ίδια στέγη, ενώ το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από πέραν του δέοντος ρεαλιστικές σκηνές.
Εννοείται πως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να εγκριθεί από την τσαρική λογοτεχνία, μα ο Βερχοβένσκι κατάφερε με τον ουδέτερο τίτλο «Το ειδύλλιο του Ντεμίντοφ» να το κυκλοφορήσει, χωρίς ωστόσο να γίνει αντιληπτό από κοινό και κριτικούς, πράγμα όμως που δεν αποθάρρυνε το συγγραφέα να συνεχίσει τις προσπάθειές του. Γράφει ένα ακόμη μυθιστόρημα με θέμα δανεισμένο από τη Βίβλο, όπου ο Χριστός πρωταγωνιστεί ως επιληπτικός αυτόχειρας, μα και αυτό, όταν κυκλοφόρησε πέρασε απαρατήρητο.
Το 1906 τον συλλαμβάνουν για την δράση του στον παράνομο μηχανισμό του κόμματος των Μπολσεβίκων. Καταφέρνει όμως να απελευθερωθεί με εγγύηση και εγκαταλείπει την χώρα, αφήνοντας πίσω τη σύζυγο με τα δύο του παιδιά.
Κυκλοφορώντας στους κύκλους των Ρώσων εμιγκρέδων γνωρίζει τον Λένιν και άλλους Μπολσεβίκους και μαζί με ορισμένους άλλους διανοούμενους, μεταξύ των οποίων ήταν οι Λουνατσάρσκι, Μπογκντάνοφ και Κρασίν, ιδρύουν την κομματική φράξια με τίτλο «Ομάδα Εμπρός». Η προσωπική του αντιπάθεια και αντιπαράθεση με τον Λένιν άφησε εποχή. Ο Μενζίνσκι αρχικά κατηγόρησε τον Λένιν ότι ενθυλάκωσε έξι χιλιάδες ρούβλια, προϊόν ληστείας στη Ρωσία. Στη συνέχεια τον χαρακτήρισε ως Ιησουίτη και τυχοδιώκτη της επανάστασης, καταλήγοντας πως οι Μπολσεβίκοι Λενινιστές δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μία «συμμορία κομματικών αλογοκλεφτών».
Ήρθε σε ρήξη με τον Λένιν, οποίος τον χαρακτήρισε ως «νευρασθενικό και παρακμιακό», ενώ ο Τρότσκι τον αποκάλεσε «σκιά αποτυχημένου ανθρώπου» και «αποτυχημένο σκίτσο ενός ημιτελούς πορτραίτου».
Μετά από αυτό ο Μενζίνσκι εγκαταλείπει τις επαναστατικές του φιλοδοξίες, πιάνει δουλειά σε τράπεζα και γράφει ένα ακόμη μυθιστόρημα, το οποίο δεν το δημοσίευσε ποτέ. Πρωταγωνίστριες του μυθιστορήματος ήταν γυναίκες που εργάζονταν σε οίκο ανοχής και αποφασίζουν να κατέβουν σε απεργία κρατώντας κόκκινα λάβαρα. Οι μελανοχιτώνες - χωροφύλακες τις ξυλοκοπούν και τις βιάζουν, στο τέλος όμως καταφτάνουν οι γεροδεμένοι και έντιμοι προλετάριοι και τις σώζουν. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 η N.K.V.D., οργάνωσε ολόκληρη μυστική επιχείρηση στο Παρίσι, προκειμένου να φτάσει στην κατοχή της το χειρόγραφο του μυθιστορήματος, το οποίο έκτοτε «αναπαύεται» στο μυστικό αρχείο της.
Τον Φεβρουάριο του 1917, καταρρέει ο θρόνος των Ρομανόφ και η Ρωσία για πρώτη φορά στην ιστορία της κάνει ελεύθερες εκλογές, αποτέλεσμα του οποίου ήταν μία πολυκομματική Βουλή και ένας κυβερνητικός συνασπισμός.
Ο Λένιν ετοιμάζεται για την κατάληψη της εξουσίας που θα γίνει μερικούς μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, όταν με τη βοήθεια των λογχών θα καταργήσει την εκλεγμένη κυβέρνηση, για να επιβάλει τη μονοκομματική του δικτατορία. Αντιλαμβάνεται ότι θα χρειαστεί ανθρώπους για να στελεχώσουν τον κρατικό μηχανισμό. Ξεχνάει τις παλιές διαμάχες και τις ύβρεις και συμβιβάζεται με πολλούς από εκείνους που κατά το παρελθόν είχε έρθει σε σύγκρουση. Ανάμεσα του και ο Μενζίνσκι στον οποίο αναθέτουν το χαρτοφυλάκιο του Λαϊκού Κομισαριάτου Οικονομικών με αποστολή όχι τη δημιουργία νέου μηχανισμού, μα την καταστροφή του παλιού. Ταυτόχρονα όμως, καταλαμβάνει καθοδηγητή θέση και ρόλο στη νεοσύστατη ΤΣΕ.ΚΑ την πρώτη μυστική αστυνομία του μπολσεβικικού καθεστώτος, ένοπλες ομάδες της οποίας καταλαμβάνουν εξ εφόδου τις τράπεζες, παίρνουν τα κλειδιά των θησαυροφυλακίων και τα αδειάζουν. Αξιοποιούν την εμπειρία των ληστειών τραπεζών και ταχυδρομικών τραίνων του παρελθόντος, μέσω των οποίων χρηματοδοτούσαν τις επαναστατικές τους δραστηριότητες.
Μετά από μία τέτοια ιλιγγιώδη αναρρίχηση στα ανώτατα κλιμάκια της νεόκοπης εξουσίας, θα περίμενε κανείς πως ένας πολύγλωσσος, καλλιεργημένος άνθρωπος, θα ακολουθούσε την διπλωματική καριέρα. Όντως, ο Μενζίνσκι διορίζεται γενικός πρόξενος στη Γερμανία, όπου λίγους μήνες αργότερα ξεσπά η επανάσταση των Σπαρτακιστών, με αποτέλεσμα τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Ρωσίας - Γερμανίας. Επιστρέφει στην Ε.Σ.Σ.Δ. και αναλαμβάνει ηγετική θέση στην ΤΣΕ.ΚΑ. η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Ο.ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ (Ενιαία Κρατική Πολιτική Διεύθυνση του Υπουργικού Συμβουλίου της Ε.Σ.Σ.Δ.).
Μαζί με τον «σιδερένιο» Φέλιξ Τζερζίνσκι συγκεντρώνουν στα χέρια τους μεγάλη εξουσία, διευθύνοντας δύο από τις σημαντικότερες διευθύνσεις: την Ειδική και την Εξωτερική. Έξυπνος, καλλιεργημένος, φιλόδοξος, γνώριζε τα όρια του και κατανόησε πολύ σύντομα πως θα είναι πάντα το Νο 2 και μάλιστα ο εκτελεστικός βραχίονας του οργανισμού. Μέχρι σήμερα κυκλοφορεί με τη μορφή αστικού θρύλου πως σε μία συνδιάσκεψη των στελεχών της Ο.ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ, ο Μενζίνσκι ανέβηκε στο βήμα όταν ήρθε η σειρά του και εκστόμισε μία και μόνο φράση: «Σύντροφοι, το βασικό προτέρημα του άντρα της ΤΣΕ.ΚΑ., είναι η σιωπή».
Το 1926, η καρδιά προδίδει τον «σιδερένιο» Φέλιξ και πεθαίνει. Ο Μενζίνσκι, ο οποίος από το 1923 ουσιαστικά ήταν επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας, αναλαμβάνει επικεφαλής και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Στάλιν, συμβάλλοντας σε καθοριστικό βαθμό στην επιτυχία του.
Είναι η χρονιά αλλαγής πολιτικής. Η Νέα Οικονομική Πολιτική θεωρείται εξαντλημένη και ο Στάλιν προχωράει στην κολλεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας και στην εκβιομηχάνηση της παραγωγής. Ένα χρόνο αργότερα, το κόμμα διορίζει αναπληρωτή του Μεζίνσκι τον Χένριχ Γιάγκοντα.
Επί των ημερών του Μεζίνσκι η Ο.ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ ιδρύει το σύστημα των στρατοπέδων καταναγκαστικών έργων, στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιούνται όλα τα μεγάλα και μεγαλεπήβολα έργα της Ε.Σ.Σ.Δ. χρησιμοποιώντας την δωρεάν εργασία των σκλάβων του 20ού αιώνα.
Είναι η περίοδος των πρώτων μεγάλων δικών και εκκαθαρίσεων, με υποθέσεις όπως «Των ορυχείων», του «Εργατικού - Αγροτικού Κόμματος», του «Βιομηχανικού Κόμματος» του «Ενωσιακού Γραφείου των Μενσεβίκων» κ.ά.
Παράλληλα, μία νέα λέξη εμφανίζεται στην κομματική και κρατική αργκό «Σαράσκι» πρόκειται για άκρως απόρρητα γραφεία σχεδιασμού και ερευνητικά ινστιτούτα, στα οποία εργάζονταν κρατούμενοι επιστήμονες. Δική του ιδέα ήταν επίσης η δημιουργία ειδικών φυλακών απομόνωσης για τους πλέον επικίνδυνους εχθρούς του καθεστώτος.
Ο Βιατσεσλάβ Μενζίνσκι μακροημέρευσε ως επικεφαλής της υπηρεσίες που προκαλούσε τρόμο σε εκατομμύρια ανθρώπους της Ε.Σ.Σ.Δ. αλλά στους απανταχού της γης κομμουνιστές. Στο 15ο συνέδριο του κόμματος εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Κανένας άλλος αρχηγός της μυστικής αστυνομίας επί Στάλιν δεν έμεινε τόσο καιρό στη θέση του και, κυρίως, δεν πέθανε από φυσικά αίτια.
Ταλαιπωρημένος από την υγεία του, διοικούσε την υπηρεσία από το σπίτι, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, γύρω από το οποίο πραγματοποιούνταν καθημερινά συσκέψεις.
Πέθανε στις 10 Μαΐου 1934, αποτεφρώθηκε και η στάχτη του εντοιχίστηκε στον τοίχο του Κρεμλίνου. Το 1938 στην τρίτη δίκη της Μόσχας αναφέρθηκε πως ο Μενζίνσκι δολοφονήθηκε με εντολή του Γιάγκοντα, του αναπληρωτή και διαδόχου του, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα εκτελέστηκε με εντολή του Μπέρια, ενώ ο τελευταίος είδε τα βήματα της ζωής του να τελειώνουν με μία σφαίρα στο σβέρκο με εντολή του Χρουστσόφ. Τα ατελείωτο γαϊτανάκι της βίας ή το ξεκαθάρισμα των αυτοπτών μαρτύρων.