Η έκφραση «ελληνική αταξία», όπως κατ’ επανάληψη αποκαλούνταν η Ελληνική Επανάσταση του 1821 από το οθωμανικό πολιτικό κατεστημένο της εποχής, αντανακλούσε την οπτική γωνία από την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε το νεοπαγές ελληνικό βασίλειο για πολλές δεκαετίες μετά τη σύστασή του.
Γενικά οι Οθωμανοί δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με την ιδέα πως στο εξής θα έπρεπε να αντιμετωπίζουν ισότιμα τους πρώην υπηκόους τους, Έλληνες. Συνολικά η στάση τους υπήρξε ένα μείγμα κακότητας και απαξίας απέναντι στην Ελλάδα αλλά ταυτόχρονα, καχυποψίας και φοβίας -όχι πάντοτε αδικαιολόγητης- για το ενδεχόμενο υποδαύλισης επαναστατικών ενεργειών σε άλλες εστίες όπου διέμεναν Έλληνες, με ορατό τον κίνδυνο περαιτέρω αποσταθεροποίησης της άλλοτε κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 19ου αιώνα τα επεισόδια της οθωμανικής υπεροψίας απέναντι στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος ήταν πολλά, με πρώτο την επί μακρόν άρνηση της Υψηλής Πύλης να αναγνωρίσει ως Πρεσβεία την ελληνική διπλωματική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη. Ακολούθησε η έντονη διπλωματική κρίση της διετίας 1844-1845, όταν οι Οθωμανοί ανακάλεσαν την αναγνώριση αρκετών Ελλήνων διπλωματικών και προξενικών υπαλλήλων υποχρεώνοντας αρκετά καταστήματα να κλείσουν προσωρινά, πιέζοντας άλλα να κατεβάσουν την ελληνική σημαία από την είσοδό τους, ενώ δεν έλειψαν οι προσβολές και οι βιαιοπραγίες σε βάρος Ελλήνων προξενικών υπαλλήλων.
Σε αντιδιαστολή με την Υψηλή Πύλη, κατά τον 19ο αιώνα η Ελληνική Πολιτεία ακολούθησε, σε γενικές γραμμές, πολιτική κατευνασμού απέναντί της. Η στάση της Αθήνας υπαγορευόταν από τα προφανή στρατιωτικά δεδομένα ανάμεσα στις δύο χώρες αλλά και από την προσπάθειά της να μην υπονομεύσει τις διεθνείς διπλωματικές συμμαχίες της, εμφανιζόμενη να υποθάλπει εστίες ελληνικού αλυτρωτισμού, από την Κρήτη έως τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Έτσι, σε πλείστες περιπτώσεις ο αλυτρωτικός πυρετός πολλών Ελλήνων που διαβιούσαν σε οθωμανικά εδάφη καθώς και ο πατριωτικός οίστρος πολλών εθνικών οργανώσεων, που υποκινούσαν εξεγέρσεις στην Αθήνα και αγωνίζονταν να εμπλέξουν τη χώρα σε πολεμική αναμέτρηση με την Υψηλή Πύλη, έμεινε ακάλυπτος από το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών. Προς την κατεύθυνση του κατευνασμού συμβούλευαν την Αθήνα να ενεργήσει και οι περισσότερες Μεγάλες Δυνάμεις. Ευελπιστούσαν ότι οι ίδιες θα διευθετούσαν το ζήτημα καταπραΰνοντας τον θυμό, συχνά την οργή των Οθωμανών.
Η πλέον σοβαρή κρίση στις ελληνο-οθωμανικές σχέσεις, η οποία είναι ενδεικτική της ασύμμετρης σχέσης μεταξύ των δύο χωρών, ξέσπασε στις αρχές του 1847. Επρόκειτο για την αποκαλούμενη «κρίση των Μουσουρικών». Κατά τη διάρκεια επίσημου χορού που παρέθεσε ο βασιλιάς Όθωνας, σημειώθηκε φραστικό επεισόδιο ανάμεσα στον Όθωνα και τον πρέσβη της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Αθήνα, Κωνσταντίνο Μουσούρο. Η συμπεριφορά του Βασιλιά των Eλλήνων προκάλεσε την αντίδραση των Τούρκων, που απαίτησαν την άμεση αποκατάσταση του πρέσβη τους.
Μετά την ανταλλαγή επιστολών και καθώς οι απαιτήσεις της δεν ικανοποιήθηκαν, η οθωμανική αντιπροσωπεία αποχώρησε από την Αθήνα ενώ το ίδιο έγινε και με την ελληνική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη. Επακολούθησαν ακρότητες σε διάφορες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας και θλιβερά περιστατικά σε βάρος Ελλήνων προξενικών υπαλλήλων. Το επεισόδιο έληξε λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1847, όταν ύστερα από παρασκηνιακές ζυμώσεις και με την ενεργό εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως Ρώσων και Βρετανών, η Ελλάδα έκανε αποδεκτή την αξίωση της Κωνσταντινούπολης να αποκαταστήσει τον Οθωμανό Πρέσβη κι έτσι ο τελευταίος επέστρεψε στο πόστο του.
Αυτή η «ασύμμετρη σχέση» ανάμεσα στις δύο χώρες προβλημάτιζε έντονα την Αθήνα για την πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσει. Ωστόσο, η διεθνής αλλά και η εσωτερική κατάσταση δεν άφηναν και πολλές επιλογές, πλην εκείνης του κατευνασμού και της αναμονής. Ο συνετός και έμπειρος Κωνσταντινουπολίτης διπλωμάτης Eμμανουήλ Αργυρόπουλος, πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, στον οποίο έλαχε ο κλήρος να διαχειριστεί τη διμερή ένταση της περιόδου 1844-1845, πρότεινε στην Αθήνα «να αφήσωμεν την Πόρταν να περιπέση κατά την συνήθειάν της εις άτοπα διά της ακρίτου πολιτικής της και να δικαιωθεί εντελώς η Β. Κυβέρνησις εις την γνώμην των δυνάμεων».
Αυτή η διπλωματική ευελιξία και η πολιτική διαχείριση των διμερών ζητημάτων από το ελληνικό κράτος, η οποία στόχευε μεταξύ άλλων να «εκθέσει» διπλωματικά τους Οθωμανούς, βοήθησε τη χώρα να αντιμετωπίσει με σχετική επιτυχία τις διαδοχικές κρίσεις των ελληνο-οθωμανικών σχέσεων σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα. Και όταν ο καιρός ωρίμασε και οι διεθνείς όσο και οι περιφερειακές διπλωματικές ισορροπίες συνδυάστηκαν με τη στρατιωτική ικανότητα, η πολιτική του κατευνασμού και της μακράς αναμονής εγκαταλείφθηκε και η Ελλάδα οδηγήθηκε στις μεγάλες επιτυχίες των Βαλκανικών Πολέμων, μέσω μιας στιβαρής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας αλλά και εθνικής ομόνοιας.
Στον αιώνα ύπαρξης της τουρκικής δημοκρατίας, οι σχέσεις των δύο χωρών μπήκαν σε νέες ατραπούς. Θεμελιώθηκαν πάνω στα ερείπια της Μικρασιατικής περιπέτειας, διέσχισαν ηπιότερες θάλασσες μετά την επαναφορά του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1928 και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, πριν βυθιστούν και πάλι στην άβυσσο της κυπριακής τραγωδίας και των διαφορών στο Αιγαίο.
Σήμερα, διακόσια χρόνια μετά την ελληνική ανεξαρτησία, το σκηνικό έχει πολλαπλώς μεταβληθεί. Η σύγχρονη Τουρκία, τμήμα μόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε όλα τα επίπεδα, παραδοσιακά διεκδικεί ένα κομμάτι από την κληρονομιά της, αν και ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν επικαλείται σαφώς μεγαλύτερο τμήμα της. Η δε σύγχρονη Ελλάδα καταφανώς βρίσκεται σε καλύτερη θέση από το ασταθές ελληνικό βασίλειο του 19ου αιώνα, όποιο κριτήριο και αν χρησιμοποιήσει κανείς για τη σύγκριση.
Παρόλα αυτά ορισμένες παράμετροι, όπως η δημογραφική και στρατιωτική ισορροπία, με καθαρά αριθμητικά κριτήρια, εξακολουθούν να είναι ετεροβαρείς για τη χώρα μας. Είναι ευθύνη της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας να σταθμίζει με νηφαλιότητα τα δεδομένα, προκειμένου να αποφασίζει για την πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί έναντι της γείτονος χώρας. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, προσφέρεται όμως για αναδίφηση και μελέτη παλαιότερων συμπεριφορών και καταστάσεων. Αυτό προϋποθέτει βέβαια συστηματική παρακολούθηση των ζυμώσεων που διενεργούνται στην περιοχή, σε συνδυασμό με βαθιά γνώση των ιστορικών δεδομένων, απαλλαγμένη από αγκυλώσεις και στερεότυπα, αλλά κυρίως μια διορατική ματιά στο μέλλον, εκεί όπου τα δεδομένα δεν είναι κατ’ ανάγκην καρικατούρες ή φαντάσματα του παρελθόντος.
* O Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης είναι Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης