Είναι δύσκολο, τελικά, να συλλάβει κανείς τι ακριβώς επεδίωκε η κυβέρνηση και οι δύο διαδοχικοί υπουργοί που «δούλεψαν» για την ολοκλήρωση του υπό δημόσια διαβούλευση λεγόμενου «εργασιακού νομοσχεδίου». Είναι πολύ πιθανό, άλλο να ήταν αυτό που επεδίωκε αρχικά η κυβέρνηση, όταν έθετε πριν ένα και πλέον έτος ως στόχο να γίνουν τομές στο εργατικό δίκαιο και σε άλλο αποτέλεσμα να έχει καταλήξει το τελικό «παραδοτέο». Κάτι τέτοιο, πάντως, προκύπτει κατά τη γνώμη μου από πολλά σημεία του νομοσχεδίου, όπου τα ίχνη του ψαλιδίσματος της αρχικής κυβερνητικής πρόθεσης από άδηλες και αφανείς επιρροές είναι εμφανή (π.χ. στο ζήτημα της ατομικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας, στο ζήτημα των συνδικαλιστικών αδειών, στο ζήτημα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας). Θα έλεγα συνοπτικά ότι οι ελάχιστες κουτσουρεμένες θετικές διατάξεις του νομοσχεδίου πνίγονται κυριολεκτικά μέσα σε μια θάλασσα βερμπαλιστικής νομοθέτησης αχρείαστων, επιζήμιων και νομοτεχνικά κακόσχημων προβλέψεων.
Από ό,τι γνωρίζω, δεν δημιουργήθηκε από το Υπουργείο καμία επιτροπή ειδικών επιστημόνων (νομικών, οικονομολόγων κ.λπ.) ούτε για να μελετήσει τα πραγματικά και ουσιαστικά προβλήματα της εργατικής νομοθεσίας και της εφαρμογής της από τα δικαστήρια. Επίσης, δεν παρουσιάστηκαν ποτέ από το Υπουργείο Εργασίας κάποιες συγκεκριμένες μελέτες, εισηγήσεις ή προτάσεις, όπως γίνεται στις άλλες χώρες, πάνω στις οποίες να στηρίζεται η εκπόνηση του περιεχομένου του νομοσχεδίου. Με άλλα λόγια, το νομοσχέδιο φαίνεται σαν να διαμορφώθηκε με αλλεπάλληλες προσθαφαιρέσεις αντικειμένων χωρίς από πουθενά δεν προκύπτει ότι διέπεται από μια ενιαία «φιλοσοφία». ‘Έτσι, εμφανίστηκε κάποια στιγμή ένα συνονθύλευμα εργασιακών προβλέψεων, ένα μεγάλο μέρος των οποίων αποτελούν άσκοπες και αχρείαστες επαναλήψεις ήδη ισχυόντων ρυθμίσεων, ενώ ένα άλλο μέρος δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα υποτίθεται ότι θα λύσει (π.χ. απολύσεις), με την προσθήκη περισσότερης γραφειοκρατίας.
Για παράδειγμα, το ζητούμενο δεν είναι, μετά από 100 χρόνια από τότε που θεσπίστηκε στη χώρα μας η 8ωρη εργασία, να επαναδιατυπώνεται στο νομοσχέδιο ότι «καθιερώνεται η οκτάωρη ημερήσια εργασία», ούτε να επαναδιατυπώνονται εν είδη καταλόγου εστιατορίου όλες οι περιπτώσεις για τις οποίες ήδη προβλέπεται από τους ισχύοντες εργατικούς νόμους η ακυρότητα των απολύσεων. Αυτό που θα ήταν άξιο λόγου να γίνει θα ήταν π.χ. η κατάργηση της, παντελώς άγνωστης στα άλλα κράτη, διάκρισης της πρόσθετης απασχόλησης σε «υπερεργασία» και «υπερωρία», η οποία επιφέρει άπειρες συγχύσεις στη διαχείριση του χρόνου εργασίας και αφόρητο διαχειριστικό βάρος για τις επιχειρήσεις, χωρίς να υπάρχει κανένα όφελος για τους εργαζομένους.
Η κυβέρνηση έπρεπε να έλθει με αποφασιστικότητα και να επιχειρήσει να λύσει τους γόρδιους δεσμούς του εργατικού δικαίου, που κρατούν καθηλωμένες τις εργασιακές σχέσεις σε παλιά πρότυπα, εμποδίζοντας την προσαρμογή τους στα νέα τεχνολογικά, παραγωγικά και κοινωνικά δεδομένα του 21ου αιώνα. Αυτό, όμως, δεν γίνεται με ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, όπως αυτές που αφορούν στην τηλεργασία, από το περιεχόμενο των οποίων προκύπτει ότι οι συντάκτες τους νομίζουν ότι με την τηλεργασία, αντί να πάει ο εργαζόμενος στη θέση εργασίας του στην επιχείρηση, διακτινίζεται η επιχείρηση στο σπίτι του τηλεργαζόμενου χωρίς να κατανοούν ότι πρόκειται για μια νέα διαφορετική αντίληψη εργασίας, η οποία εξ αντικειμένου δεν είναι δυνατόν να παρέχεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που παρέχεται η εργασία στον τόπο της επιχείρησης.
Εξάλλου, είναι εντυπωσιακό ότι σχετικά με το κρίσιμο ζήτημα του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, το νομοσχέδιο στην ουσία επαναφέρει επιμελώς κεκαλυμμένα μια διάταξη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία μάλιστα η κυβέρνηση Μητσοτάκη πολύ ορθά κατάργησε αμέσως μόλις ήλθε στην εξουσία.
Θεωρώ λοιπόν ότι μόνο «μεταρρύθμιση» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί το κείμενο του νομοσχεδίου που παρουσιάστηκε για διαβούλευση. Έτσι, μοιραία, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάτι το ριζοσπαστικό για να αναδειχθεί από το νομοσχέδιο, ο Υπουργός αφενός μετατρέπει σε σημαντικά ζητήματα εντελώς τεχνικές αλλαγές (π.χ. αλλαγές στο ΕΡΓΑΝΗ, στην ηλεκτρονική κάρτα κ.λπ.) και αφετέρου αμύνεται στις άστοχες βολές της αντιπολίτευσης και των συνδικάτων προβάλλοντας με νομική αδεξιότητα τις φιλεργατικές αρετές του νομοσχεδίου, ώστε να «την βγει από τα αριστερά» στα αντιπολιτευόμενα κόμματα και στους συνδικαλιστές.
* Ο Ιωάννης Ληξουριώτης είναι Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου