Η Νίκη είναι φοιτήτρια σε ένα από τα πανεπιστήμια της Αθήνας που τα πράγματα κυλάνε σχετικά ήσυχα χωρίς πολλές εντάσεις και προβλήματα. Ο Γιώργος από την άλλη, είναι φοιτητής σε μια σχολή που παράγει εντάσεις και βίαια επεισόδια, καταλήψεις, ομηρίες και χτισίματα. Ανήκουν και οι δυο σε εκείνη την κατηγορία φοιτητών που ενδιαφέρεται και καταβάλλει προσπάθεια να είναι συνεπής στις φοιτητικές της υποχρεώσεις. Παρακολουθούν τα μαθήματα, θέλουν να τελειώσουν εγκαίρως τις σπουδές τους, να προχωρήσουν σε ένα μεταπτυχιακό, να βγουν στην αγορά εργασίας.
Δεν είναι ούτε από τους «φύτουλες» ούτε από τους «περαστικούς» των σχολών. Η Νίκη που ολοκληρώνει με το καλό σε λίγους μήνες, τις σπουδές της δεν έχει δει από κοντά και δεν έχει ακούσει ούτε μια φορά την Πρύτανη να μιλάει στο σώμα των φοιτητών της σχολής. Ο Γιώργος δευτεροετής - βρέθηκε φέτος πρώτη φορά στο αμφιθέατρο της σχολής του λόγω της πανδημίας- ούτε εκείνος έχει δει από κοντά τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου του.
«Και που είναι το πρόβλημα σ’ αυτό;» θα σκεφτεί κάποιος ο οποίος είναι πλήρως εξοικειωμένος με τις παραδοξότητες του ελληνικού πανεπιστημίου. Συζητώντας για τα επεισόδια στα πανεπιστήμια, τους ξυλοδαρμούς καθηγητών ή φοιτητών, τα στέκια και την πανεπιστημιακή αστυνομία τα δυο παιδιά, επισημαίνουν το ίδιο πράγμα.
Η ουσιαστική απουσία του πρύτανη από το γίγνεσθαι των σχολών που φοιτούν, τους ενοχλεί. Χωρίς να μπορούν να προσδιορίσουν επακριβώς την ενόχληση που τους προκαλεί ή να πουν τι θα άλλαζε ένα πρύτανης που περπατά στους διαδρόμους και ξέρουν όλοι οι φοιτητές ποιος είναι, το σημειώνουν με ένταση. Το θεωρούν σημαντικό.
Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ένας πρύτανης δεν μπορεί να διαθέσει έστω μια μέρα στην αρχή κάθε πανεπιστημιακής χρονιάς για να καλωσορίσει τους νέους φοιτητές. Να συστηθεί ως «οικοδεσπότης» και να προσδώσει αξία στην είσοδο σε αυτό το χώρο, στην ένταξη των παιδιών σε αυτή την κοινότητα. Να αποκτήσει η αφηρημένη έννοια και ιδιότητα του πρύτανη, πρόσωπο και οντότητα. Να επιδιώξει να προκαλέσει το ενδιαφέρον. Τη
συμπάθεια, τον σεβασμό. ‘Η ακόμη και τα αντίθετα τους.
Το βρίσκω αφύσικο και προβληματικό για έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο που ηγείται ενός πανεπιστημίου, να αγνοούν οι φοιτητές του με ευθύνη του, το όνομα, το πρόσωπο και τη φωνή του. Ή να τα μαθαίνουν όταν τον προπηλακίζουν ή τον απειλούν οι τραμπούκοι του φοιτητικού κινήματος και οι εξωπανεπιστημιακοί με τις κουκούλες.
Οι απρόσωποι πρυτάνεις χωρίς να το συνειδητοποιούν ή να το θέλουν είναι μέρος του προβλήματος και στερούν στο εαυτό τους, τους φυσικούς συμμάχους τους. Φοιτητές όπως η Νίκη και ο Γιώργος.
Πριν λίγο καιρό συνάδελφος μου περιέγραψε πως ο γυμνασιάρχης σε σχολείο της Αθήνας υποδέχθηκε το Σεπτέμβρη τα παιδιά της πρώτης Γυμνασίου. Χαμογελαστός στην καγκελόπορτα, με τον πίνακα των ονομάτων και τις φωτογραφίες των παιδιών να τα καλωσορίζει με το μικρό τους όνομα.
Όλη τη χρονιά σηκώνονταν από σεβασμό όταν έμπαινε στην τάξη χωρίς ποτέ να το ζητήσει ή να το υποδείξει με οποιονδήποτε τρόπο. Δεν ήταν παιδάκια του νηπιαγωγείου ούτε καν του δημοτικού αλλά εφηβάκια νευρικά έτοιμα να κοροϊδέψουν, να σπάσουν πλάκα, να τσαμπουκαλευτούν.
Αλλά όχι με τον κ. Γυμνασιάρχη, που στεκόταν στην καγκελόπορτα και έκανε τον κόπο να τους γνωρίσει.