Του Αλέξανδρου Σκούρα
Στην προεκλογική περίοδο που διανύουμε, η ασφάλεια είναι ένα ζήτημα πρώτης γραμμής, κι απ' ό,τι φαίνεται κριτήριο εκλογικής συμπεριφοράς για πολλούς συμπολίτες μας.
Όχι άδικα. Η ασφάλεια είναι προϋπόθεση της ελευθερίας. Η βεβαιότητα - ή έστω η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη βεβαιότητα - ότι η ζωή, η τιμή και η περιουσία μας δεν κινδυνεύει είναι η απαραίτητη αφετηρία κάθε αισιόδοξης σκέψης, η εγγύηση που μας επιτρέπει να αφιερώσουμε τις δημιουργικές μας δυνάμεις από την προστασία της ζωής μας στην υλοποίηση των αμέσως επόμενων στόχων μας.
Γι' αυτό και η εγγύηση αυτού του είδους της ασφάλειας προς τους πολίτες είναι στον σκληρό πυρήνα των προσηκουσών λειτουργιών του κράτους σύμφωνα με τους περισσότερους φιλελεύθερους στοχαστές διαχρονικά. Και η λύση που προτείνουν ώστε η εξουσία που εκχωρούμε στο κράτος να μην την καταχρώνται οι εκάστοτε φορείς του είναι το κράτος δικαίου, η νομοκρατία: αντί να κυβερνούν άνθρωποι με την αυθαίρετη βούλησή τους, να κυβερνούν νόμοι δίκαιοι, γενικοί στο περιεχόμενό τους, καθολικής εφαρμογής και περιορισμένης έκτασης. Έτσι μόνο, λένε οι περισσότεροι φιλελεύθεροι στοχαστές, η εκχώρηση στο κράτος του μονοπωλίου της βίας έχει σοβαρές πιθανότητες να αποβεί προς όφελος όλων των πολιτών.
Το να αναγνωρίσει κανείς το έλλειμμα του ελληνικού κράτους να εγγυηθεί την ασφάλειά μας δεν χρειάζεται δα κάποια ιδιαίτερη σκέψη. Η αποτυχία είναι παταγώδης, τόσο λόγω της έλλειψης των σχετικών υποδομών, όσο και λόγω της απουσίας πολιτικής βούλησης για την αντιμετώπιση της παρανομίας εν γένει, και ιδιαίτερα εκείνης της παρανομίας που θεωρείται από κάποιους «ακτιβιστική».
Το πρόβλημα λοιπόν είναι υπαρκτό. Κάποιοι, συντηρητικοί, προτείνουν για την αντιμετώπισή του την αυστηροποίηση των ποινών και την στρατικοποίηση της αστυνομίας. Ζητούν να πάμε από το ένα άκρο στο άλλο.
Αντιθέτως, οι φιλελεύθεροι ζητούμε απλώς νομοκρατία - την εφαρμογή των νόμων για όλους ομοίως ώστε να ελαχιστοποιείται ο εξαναγκασμός που υφίστανται οι πολίτες τόσο από το κράτος, όσο και από τους παραβάτες του νόμου.
Η επόμενη κυβέρνηση καλείται λοιπόν να επιλέξει έναν από τους δύο αυτούς δρόμους, ή τον τρίτο που αφορά τη διατήρηση της σημερινής απαράδεκτης κατάστασης. Το τι θα κάνει, θα κρίνει το κατά πόσο όντως πιστεύει στις φιλελεύθερες αρχές και αξίες, στο πρόταγμα της περισσότερης ελευθερίας για όλους ανεξαιρέτως.