Η στήλη επιστρέφει με ανάμικτα συναισθήματα. Οι εκ του μακρόθεν παρατηρήσεις της περιόδου ξεκούρασης περιμένουν μπαζωμένες στο πίσω μέρος του μυαλού μου, σαν δεδομένα που καταγράφηκαν αθόρυβα στον σκληρό δίσκο υπολογιστή. Θα χρησιμοποιηθούν με την πρώτη ευκαιρία. Εξάλλου αυτό έκανα αυτές τις τέσσερις βδομάδες ραθυμίας. Παρατηρούσα τον νεοέλληνα.
Τον πονηρό μαγαζάτορα που πέρσι τέτοιο καιρό βλέποντας τα άδεια τραπέζια του, παρακαλούσε μισοκλαίγοντας «πείτε κάτι, καταστρεφόμαστε». Φέτος που ξαφνικά τα είδε να γεμίζουν από την συρροή ακαταπόνητων τουριστών και μπαϊλντισμένων Ελλήνων, έχωσε κατ’ ευθείαν ένα 20% πάνω στις τιμές του συνοδεύοντας την αυθαιρεσία του από την θρασεία δήλωση «άμα θες, πελάτες υπάρχουν να φάνε κι οι κότες».
Τον μουλωχτό ανεμβολίαστο, που κυκλοφορούσε σε ταβέρνες, παραλίες και γεμάτα σοκάκια, με την άνεση ψαριού μέσα στο νερό. Ουδεμία προσοχή, ουδεμία πρόνοια, ουδεμία έγνοια για τον εαυτό του και τους γύρω του. Η χαζή και ταυτόχρονα επικίνδυνη αδιαφορία του πατούσε πάνω σε μια ενδόμυχη σκέψη του, που φώναζε από μακριά κι ας μην εκφραζόταν ευθέως. «Εγώ δεν θα πάθω τίποτα, οι υπόλοιποι ας πάνε να κουρεύονται.» Η επιτομή της εγκληματικής βλακείας.
Τον απελπισμένο επαγγελματία του τουρισμού που αλλιώς είχε κάνει τα κουμάντα του για προσωπικό κι άλλες (αυξημένες) ανάγκες του προέκυψαν. Κι έψαχνε κόσμο να προσλάβει άμεσα, αλλά κόσμος να δουλέψει δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. Και κοίταζε τα στοιχεία του ΟΑΕΔ που δείχνουν 15% ανεργία στην περιοχή του, αλλά ένα βιογραφικό δεν έφτασε στο mail του ως απάντηση στις απανωτές αγγελίες του. Και αναρωτιόταν ο άνθρωπος καλοκαιριάτικα τι διάολο συμβαίνει, ειδικά όταν άκουγε τον Τσίπρα να λέει ότι είμαστε η χώρα της ανεργίας και του εργασιακού μεσαίωνα.
Τον αεράτο με τα δυο του πόδια πάνω σε δυο καρέκλες στο μπαρ της παραλίας, που παρακολουθούσε στην τηλεόραση τις φωτιές και μούντζωνε κράτος και κυβέρνηση που δεν μπορούσαν να τις σβήσουν μέσα σε λίγες ώρες. Κι έκανε μπαμ από μακριά ο τύπος, πως έτσι κι έσκαγε πυρκαγιά στα πέριξ του, θα φόρτωνε κατ’ ευθείαν την βαλιτσούλα του και θα 'τρεχε σ’ άλλο νησάκι, απ’ όπου θα μπορούσε με την άνεση του να γαμοσταυρίζει τους «ανίκανους». Έτσι είναι αυτά. Η δική του δουλειά είναι να ξεκουράζεται χωρίς περισπάσεις και η δουλειά του κράτους είναι να αντιμετωπίζει ακαριαία τις φυσικές καταστροφές. Εκείνο το «το κράτος είμαστε όλοι μας» δεν του έλεγε τίποτα.
«Πολλή μουρμούρα στο πρώτο σου κείμενο» θα μου πείτε. Μπα, απλές παρατηρήσεις της διαρκούς καθημερινότητας μας, σας απαντώ. «Μα καλά, μόνο αυτούς είδες;» θα ξαναρωτήσετε. Όχι, είδα και σοβαρούς, συνάντησα και ενσυνείδητους Έλληνες, ικανούς να κρίνουν ακριβοδίκαια και να φερθούν με υπευθυνότητα. Αλλά δεν παύουν να είναι σαν μύγες μεσ’ το γάλα, μπροστά στον ωκεανό των υπολοίπων. Άτιμη ράτσα είμαστε, που ο κακός εαυτός μας με το παραμικρό βγαίνει στην επιφάνεια και κυριαρχεί.
Τα γράφω αυτά δίχως να ξέρω τι ψηφίζουν όλοι αυτοί. Υποψιάζομαι ότι και οι μεν και οι δε συνεχίζουν στην πλειοψηφία τους να ψηφίζουν Κυριάκο, δεν είδα να αλλάζει κάτι στο γενικό πολιτικό κλίμα. Εξάλλου ο απέναντι πολιτικός αντίπαλος λειψός και ανήμπορος συνεχίζει να φαίνεται, δέσμιος του παρελθόντος και της ανυπαρξίας οράματος. Αλλά αν σας πως ότι σε τελευταία ανάλυση δεν με νοιάζει; Να βελτιωνόμαστε συλλογικά με νοιάζει και δεν το πολυβλέπω…