Του Θανάση Διαμαντόπουλου*
Η υπόθεση/πρόβλεψή μου είναι -ας μου επιτραπεί η κατηγορηματικότητα- πως οι συσχετισμοί που θα καταγραφούν στην ευρωκάλπη δεν μπορούν να ανατραπούν στις επερχόμενες εθνικές εκλογές. Γιατί;
Αν οι ευρωεκλογές γενικώς, μαζί φυσικά με τις αρχαιρεσίες για αυτοδιοικητικές αρχές, κατεξοχήν κατατάσσονται στις εκλογικές αναμετρήσεις που η Πολιτική Επιστήμη χαρακτηρίζει «δευτερεύουσες» -διότι δεν οδηγούν σε άμεση ή περίπου άμεση ανάδειξη κρατικών κυβερνήσεων-, ειδικά αυτές δεν είναι τέτοιες για τη χώρα μας. Με την έννοια πως η συγκεκριμένη λαϊκή ετυμηγορία θα αναδείξει- ή τελεσιδίκως θα υποδείξει: επί της πολιτικής ουσίας η διαφορά δεν είναι τεράστια- την επόμενη κυβέρνηση της χώρας. Η κατηγορηματικότητα της διατύπωσης δείχνει ίσως υπερβολική -«προβλέπω άρα απατώμαι», έλεγε άλλωστε ο Πωλ Βαλερύ- βασίζεται ωστόσο σε στέρεα, πιστεύω, επιχειρηματολογία…
Αν οι υπάρχουσες και επί έτη σταθερά επαναλαμβανόμενες δημοσκοπήσεις επαληθευτούν, έστω ως προς τη γενική τάση τους, και προκύψει μια διαφορά υπέρ της ΝΔ όχι τερατώδης ή διψήφια αλλά απλώς «συμπαθητική» -πχ της τάξεως των έξι ή επτά ποσοστιαίων μονάδων-, η ρεαλιστική ανάλυση της εκλογικής και πολιτικής πραγματικότητας ουσιαστικά δεν αφήνει περιθώρια επανάληψης του, μοναδικού και όλως εξαιρετικού, σεναρίου 1999-2000: Τότε που το ένα κόμμα του δικομματισμού εκείνης της εποχής κατίσχυσε στην ευρωκάλπη, ωστόσο το άλλο κατάφερε, έστω τελείως οριακά, να επικρατήσει στις εθνικές εκλογές του επόμενου έτους. Οι λόγοι μού φαίνονται προφανείς. (Και εκτείνονται, βέβαια, πέραν του προφανούς, πως τότε η προς κάλυψη και τελικώς καλυφθείσα διαφορά ήταν ακριβώς 3,09 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ τώρα λογικά θα είναι τουλάχιστον διπλάσια: πολύ σταθερά και επαναλαμβανόμενα σε βάθος χρόνου ξεκάθαρα δημοσκοπικά ευρήματα σπανίως διαψεύδονται ως προς τη γενική τάση που καταγράφουν, τουλάχιστον χωρίς εκτεταμένη νοθεία). Και οι διαφορές είναι σαφείς…
Πρώτον. Το ψυχολογικό υπόστρωμα του «αντισημιτικού μετώπου» δεν ήταν τόσο βαθύ όσο το ψυχολογικό υπόστρωμα του «αντιτσιπρικού». Ο Σημίτης δεν είχε, ως κυβερνήτης της χώρας, αυτοαναιρεθεί κραυγαλέα. Αντίθετα, έβγαινε από μια αρκετά επιτυχημένη πρώτη πρωθυπουργική τετραετία (της οποίας μάλιστα ο βασικός πολιτικός προσανατολισμός δεν έβρισκε μετωπικά αντίθετο τον πυρήνα των οπαδών του βασικού κομματικού ανταγωνιστή του). Επιπρόσθετα η άνοιξη του χρηματιστηρίου είχε δημιουργήσει και διαχύσει στην κοινωνία μια αρκετά γενικευμένη ευημερία, καθώς και την ψευδαίσθηση πως η ευμάρεια αυτή θα μπορούσε να επεκτείνεται στον χρόνο ακόπως και αδιακόπως. Ουσιαστικά το μόνο πρόβλημα που είχε το τότε κραταιό ΠΑΣΟΚ ήταν η πολύ παρατεταμένη, και με καθεστωτικά πλέον χαρακτηριστικά, παραμονή του στην εξουσία, καθώς και η –όχι αθεμελίωτη- κοινωνική αίσθηση πως, όπως έγκαιρα είχε επισημάνει ο λόρδος Άκτον, «power corrupts, absolute power corrupts absolutely».
Δεύτερον. Η χρονική απόσταση μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων τότε ήταν σημαντικά μεγαλύτερη, υπήρχαν επομένως πολύ περισσότερα χρονικά περιθώρια για αναστροφή των, ασφαλώς λιγότερο δυσμενών, δεδομένων. Πολλώ μάλλον που η ώσμωση του οιονεί καθεστωτικού ΠΑΣΟΚ με τους εκλογικά εξαιρετικά χρήσιμους μηχανισμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και με αυτόν του κεντρικού κράτους, ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη σε σχέση με αυτήν του ακόμη «σε φάση καθεστωτικής εγκαθίδρυσης» Σύριζα.
Τρίτον (και βασικότερο). Το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν, ακόμη και στο γύρισμα του αιώνα, ο περίπου αποκλειστικός –ο σχεδόν μοναδικός μη αντισυστημικός- υποδοχέας της αντιδεξιάς ψήφου και ο κύριος εκφραστής της αντιδεξιάς πολιτικής συνείδησης σε ένα πολιτικό πεδίο κυριαρχούμενο απόλυτα από το δίπολο δεξιά/αντιδεξιά. Οι άλλες πολιτικές οντότητες, που εκείνη την εποχή υπήρχαν στο αντιδεξιό ημισφαίριο του πολιτικού πεδίου, και οι οποίες ευδοκιμούσαν εκλογικά σε ευρωεκλογές, διέθεταν πολύ μικρότερες δυνατότητες αντίστασης και επιρροής σε εθνικές εκλογές (όπου ολοσχερώς δέσποζε η αντιδεξιά λογική). Και έτσι, από τις 10,5 ή 11 ποσοστιαίες μονάδες που ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ στην εθνική εκλογική αναμέτρηση του 2000, σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 1999, περισσότερες από τις 8 προήλθαν από τις διαρροές των αντιδεξιών εφεδρειών του: τις απώλειες, δηλαδή, σε σχέση πάντα με τις ευρωεκλογές του 1999, του ΚΚΕ, του Συνασπισμού και κυρίως του τσοβολικού ΔΗΚΚΙ.
Ο Σύριζα έχει αντίθετα πολλούς και ποικίλους ανταγωνιστές εντός του αντιδεξιού ημισφαιρίου –Λαφαζάνης, Βαρουφάκης, Ζωή, ΑΝΤΑΡΣΥΑ- από την όποια εκλογική δύναμη των οποίων στις ευρωεκλογές, ας πιθανολογήσουμε αθροιστικά κοντά στο 6%, πολύ μικρό μέρος μπορεί εύλογα να ελπίζει πως θα καρπωθεί στην εθνική κάλπη. Και τούτο διότι, για τη μεγάλη πλειοψηφία των οπαδών αυτών των κομμάτων, η κυρίαρχη σύγχρονη διαιρετική τομή δεν είναι δεξιά/αντιδεξιά –αμφισβητούν άλλωστε το αντιδεξιό πρόσημο του Σύριζα πλέον-, αλλά φιλομνημονιακές/αντιμνημονιακές δυνάμεις. Ο δε Σύριζα, ως «αποστάτης» των δεύτερων, θεωρείται και τοποθετείται από τους εξ αριστερών του στον πυρήνα των πρώτων…
Συμπέρασμα; Το σήμερα ακόμη κυβερνών κόμμα το χωρίζει αρκετά βαθιά τάφρος και με τους εκ δεξιών και με τους εξ αριστερών του ψηφοφόρους, οι οποίοι, μπουχτισμένοι και οι μεν και οι δε, είναι πιθανόν να πάνε πράγματι στην κάλπη για πρώτη φορά μετά από τόσο χρόνια. Οπότε η διάβαση της τάφρου αυτής που θα εμφανιστεί στις ευρωεκλογές μάλλον δεν θα είναι εύκολη στις επόμενες εκλογές για ανάδειξη εθνικού κοινοβουλίου και κυβέρνησης. Ουσιαστικά η σημερινή κάλπη (προσδι)ορίζει οριστικά την επόμενη κυβέρνηση.
*Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης