Τα διλήμματα πολλές φορές δεν τα επιβάλλει μόνον αυτός που έχει την ικανότητα και τα μέσα να τα επιβάλει. Μερικές φορές τα διλήμματα δεν τίθενται, αλλά προκύπτουν από τις συμπεριφορές των περιφερειακών παικτών. Όταν ο Ν. Ανδρουλάκης δηλώνει, με περισσή αλαζονεία, πως πρωθυπουργός δεν θα γίνει ο αρχηγός του κόμματος που πλειοψήφησε στις εκλογές, αυτομάτως δημιουργεί μια αβεβαιότητα, που καθιστά το δίλημμα «αυτοδυναμία ή ακυβερνησία» υπαρκτό και ουσιαστικό.
Συνεπώς, με το υπάρχον πολιτικό τοπίο -δηλαδή με δεδομένους τους συσχετισμούς δυνάμεων- η Ελλάδα κινδυνεύει μετά και τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση να βρεθεί ακυβέρνητη, και με τις τρίτες εκλογές προ των πυλών. Αυτό σημαίνει πως μετά τις εκλογές με την απλή αναλογική, τρίτη βιώσιμη λύση δεν θα υπάρξει παρά μόνον η αυτοδυναμία του κόμματος που πλειοψήφησε σε αυτές τις εκλογές.
Φυσικά οι πολίτες αποφασίζουν, αυτοί εκτιμούν το μέγεθος και τις συνέπειες της εκλογικής διακύβευσης. Αυτοί επιλέγουν τι είδους κυβέρνηση επιθυμούν και κυρίως αυτοί παίρνουν με την ψήφο τους τη δική τους τύχη στα χέρια τους. Το κόμμα που επιδιώκει την αυτοδυναμία, είτε είναι η Νέα Δημοκρατία είτε ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι απολύτως φυσιολογικό να επισείει τον κίνδυνο της πολιτικής αστάθειας που θα προκύψει όχι μόνον από την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, αλλά και από μια κυβέρνηση ευκαιριακής συνεργασίας ετερόκλητων πολιτικών δυνάμεων, με έναν εκ των πραγμάτων αδύναμο πρωθυπουργό.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η ζωή αυτών των κυβερνήσεων είναι βραχύβια, εξαρτώμενη από πολλούς αστάθμητους παράγοντες.
Ούτως ή άλλως η μεταπολιτευτική μας δημοκρατία έχει επιδείξει αυτήν την αξιοθαύμαστη αντοχή και σταθερότητα, χωρίς θεσμικές κρίσεις, γιατί κυριάρχησε το μοντέλο των αυτοδύναμων κυβερνήσεων με έναν πανίσχυρο πρωθυπουργό.
Σήμερα, η χώρα με δεδομένη και τη διεθνή κατάσταση, δεν αντέχει ούτε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις ούτε θνησιγενείς κυβερνήσεις με αδύναμους πρωθυπουργούς. Αυτό που χρειάζεται είναι μια ισχυρή κυβέρνηση που να λαμβάνει τάχιστα αποφάσεις, χωρίς εσωτερικούς κλυδωνισμούς και διχογνωμίες.
Αυτά είναι γνωστά, έχουν ειπωθεί πολλές φορές, αλλά δυστυχώς φαίνεται πως δεν έχουν εμπεδωθεί ακόμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επειδή δεν μπορεί να αρθρώσει πειστικό εκλογικό αφήγημα έχει επενδύσει στην ουτοπία της «προοδευτικής κυβέρνησης». Αυτή δεν είναι πολιτική πρόταση με βάση τα ισχύοντα δεδομένα, αλλά άσκηση ψυχοθεραπείας.
Από την άλλη η Νέα Δημοκρατία προβάλλει και θα προβάλλει το δίλημμα «αυτοδυναμία ή ακυβερνησία». Πάνω σε αυτό το δίλημμα θα κινητοποιήσει όχι μόνον τους φίλους της παράταξης αλλά και όλους αυτούς που φοβούνται την αστάθεια και την αβεβαιότητα.
Ο δε Ν. Ανδρουλάκης πολύ σύντομα θα κληθεί να πει στον Ελληνικό λαό ποιο θα είναι το τρίτο πρόσωπο που θα προτείνει για πρωθυπουργό. Σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό πολιτικό σύστημα αυτήν την απάντηση δεν θα την αποφύγει, όσο και να το προσπαθήσει. Είναι το αδύνατο σημείο στη στρατηγική του και οι πολιτικοί του αντίπαλοι θα το εκμεταλλεύονται όσο θα παραμένει ανοικτό.