Του Γιάννη Στεφανίδη*
Πρόσφατη δημοσκόπηση της εταιρίας Pulse εμφανίζει το 47% των ερωτηθέντων να τάσσεται υπέρ μιας κυβέρνησης συνεργασίας μετά τις εκλογές, έναντι 45% που προτιμά τον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης, πρωτίστως από τη Νέα Δημοκρατία και, με μεγάλη απόσταση, από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πρόκειται για ενδείξεις που επιδέχονται διαφορετικές αναγνώσεις. Για παράδειγμα, το ισχυρό ποσοστό υπέρ σχήματος συνεργασίας εν πολλοίς οφείλεται στη ρεαλιστική εκτίμηση πολλών από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ ότι η πρωτιά της ΝΔ δεν ανατρέπεται πλέον. Ωστόσο, η προοπτική μιας κυβέρνησης συνεργασίας ή «οικουμενικής» εξακολουθεί να ελκύει μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων, κυρίως από τον πέραν της ΝΔ χώρο.
Οι ενδείξεις αυτές ίσως ενθαρρύνουν κάποιους που, δημόσια ή στο παρασκήνιο, τάσσονται υπέρ κυβέρνησης συνεργασίας και μάλιστα με τη συμμετοχή και των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Δημοσίως, υπέρ της λύσης αυτής έχουν τοποθετηθεί στελέχη του ΚΙΝΑΛ (βλ. και συνέντευξη Φώφης Γεννηματά στο ΣΚΑΪ, 23 Οκτωβρίου 2018), της Ένωσης Κεντρώων και του Ποταμιού. Ενδεχομένως και άλλοι παράγοντες επενδύουν στο εν λόγω σενάριο, που έχει ως προϋπόθεση την αδυναμία οιουδήποτε κόμματος να εξέλθει αυτοδύναμο από τις κάλπες του Ιουλίου.
Τα κίνητρα αυτών των παραγόντων, πολιτικών και μη, μπορεί να μη σχετίζονται άμεσα με την απήχηση που ένα σχήμα συνεργασίας ακόμα βρίσκει σε ένα ευρύτερο κοινό. Το σχήμα ανακαλεί την ιδέα της «εθνικής ενότητας», στόχου θεωρητικώς επιθυμητού από μια κοινωνία γαλουχημένη με το αξίωμα ότι «η διχόνοια είναι το σαράκι της φυλής» – παραβλέποντας το γεγονός ότι τα περισσότερα έθνη στον κόσμο έχουν βιώσει και, εν πολλοίς, ξεπεράσει εμφύλια πάθη.
Βέβαια, αν κανείς εξετάσει το ιστορικό των σχημάτων συνεργασίας στην Ελλάδα, θα εξαγάγει τα ακόλουθα, κυρίως αρνητικά, συμπεράσματα:
Πρώτον, τα σχήματα αυτά αποδείχθηκαν βραχύβια και, με εξαίρεση την κυβέρνηση Σαμαρά το 2012-15, σπάνια προσέγγισαν τον έναν χρόνο ζωής. Η περίπτωση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι ποιοτικά διαφορετική, αφού ο ελάσσων εταίρος κατέστη δορυφόρος και, εν τέλει, απορροφήθηκε από τον μείζονα.
Δεύτερον, η πολιτική τους υπήρξε αναπόφευκτα προϊόν συμβιβασμού που έτεινε στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή των επιδιώξεων κάθε κυβερνητικού εταίρου. Αντίθετα, οι μεγάλες τομές προήλθαν από μονοκομματικές κυβερνήσεις με καθαρή εντολή.
Τρίτον, έδιναν δυσανάλογη επιρροή στους μικρότερους εταίρους, συχνά αναστέλλοντας την προώθηση κεντρικών επιλογών από κόμματα με πολλαπλάσιο μερίδιο λαϊκής εντολής.
Τέταρτον, διεύρυναν τα περιθώρια παρεμβάσεων από εξωκυβερνητικούς παράγοντες, παλαιότερα από το παλάτι, το στράτευμα ή ξένες δυνάμεις, σήμερα από παγιωμένα συμφέροντα (επιχειρηματικά, συντεχνιακά) που βλέπουν στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα τον «δικό τους άνθρωπο».
Πέμπτον, τα σχήματα αυτά εξασφάλιζαν ένα ποσοστό συναίνεσης απαραίτητο για συγκεκριμένες πολιτικές που συνήθως δεν επιδέχονταν αναβολή, όπως η θέσπιση των Συνταγμάτων του 1927 και του 1952, η εφαρμογή του προγράμματος σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας στα 1951-52, ή η εκτέλεση του δευτέρου προγράμματος στήριξης, μεταξύ 2012 και 2014. Ο κίνδυνος στις περιπτώσεις αυτές ήταν η διάχυση του πολιτικού κόστους, με εξουθενωτικές συνέπειες για τους ελάσσονες κυβερνητικούς εταίρους, και ενίοτε προς όφελος «αντισυστημικών» δυνάμεων, όπως έδειξε η εμπειρία του 2015.
Ποια είναι τα ζητήματα που σήμερα απαιτούν ευρύτερη συναίνεση, την οποία, σημειωτέον, επιζητεί και ο αρχηγός του προπορευόμενου κόμματος; Αφενός, η αναθεώρηση του Συντάγματος, και, αφετέρου, η εφαρμογή πολιτικών που θα ανοίξουν τον δρόμο ώστε η ελληνική οικονομία να καταστεί βιώσιμη σε βάθος χρόνου.
Στο ζήτημα της αναθεώρησης, θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι οι αναγκαίες συναινέσεις στο κοινοβούλιο προϋποθέτουν και κυβερνητική συνεργασία. Το κρισιμότερο, ωστόσο, πεδίο για την πορεία της χώρας είναι η βιωσιμότητα της οικονομίας. Εδώ, οφείλει κανείς να αναρωτηθεί κατά πόσον είναι δυνατή ή και επιθυμητή η σύγκλιση απόψεων ανάμεσα στη ΝΔ, τον ΣΥΡΙΖΑ ή και το ΚΙΝΑΛ.
Το πολιτικό στίγμα του Κυριάκου Μητσοτάκη προσδιορίζεται σήμερα από σαφή έμφαση στη φιλελεύθερη δημοκρατία και στη δημιουργία ζωτικού χώρου για να ανθίσει η ιδιωτική πρωτοβουλία, με αντίστοιχη περιστολή των εμποδίων που παραδοσιακά θέτουν οι ανεπάρκειες του κρατικού μηχανισμού και της δικαιοσύνης, αλλά και η δράση μη κρατικών «φορέων». Για τους λόγους αυτούς, οι εσωκομματικές εκλογές του 2015-16 ανέδειξαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη και όχι κάποιον άλλον.
Αντιθέτως, η πολιτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ είναι συνυφασμένη με τον κρατισμό, τον κρατικοδίαιτο συνδικαλισμό, και τα «κινήματα» που εξ επαγγέλματος αντιστρατεύονται την επιχειρηματικότητα. Επιπλέον, η υπερτετραετής κυβερνητική θητεία του κυρίου Τσίπρα δημιουργεί βάσιμες αμφιβολίες για την προσήλωσή του στην απρόσκοπτη και ανεπηρέαστη λειτουργία των θεσμών μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά και στην ίδια την ιδέα της συναινετικής διακυβέρνησης.
Όσοι, επομένως, πιστεύουν ότι πρωταρχικοί στόχοι της επόμενης κυβέρνησης πρέπει να είναι η αποκατάσταση και εμβάθυνση της δημοκρατίας μας και η ανάταξη της οικονομίας με καταλύτη τις ιδιωτικές επενδύσεις, δεν έχουν κανέναν λόγο να προσβλέπουν σε σχήμα συνεργασίας που θα νοθεύσει αυτή τη στοχοθεσία. Ασφαλώς, ανασταλτικοί παράγοντες (επι)δρούν και στις παρυφές της ΝΔ ή και στις τάξεις της. Η ελπίδα είναι ότι μια ισχυρή εντολή πέραν της οριακής αυτοδυναμίας θα παγιώσει την κυριαρχία των δυνάμεων που δεν φοβούνται τις αλλαγές, δυνάμεων που σήμερα εκφράζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
*Ο κ. Γιάννης Στεφανίδης διδάσκει στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ