Πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια από τον θάνατο του Βαζίφ Σιραζουτντλίνοβιτς Μεϊλάνοφ (1940-2015), του ασυμβίβαστου αντιφρονούντα, φιλόσοφου, μαθηματικού, συγγραφέα και πολιτικού κρατουμένου το διάστημα 1980-1989.
Ο Μεϊλάνοφ έμεινε ως συγγραφέας σπουδαίων κριτικών έργων για την θεωρία του σοσιαλισμού, αλλά και ως άνθρωπος ισχυρής βούλησης και αδαμάντινου ήθους, κατά την διάρκεια της παραμονής του στις φυλακές της Ε.Σ.Σ.Δ.
Ο Βαζίφ Μεϊλάνοφ, γεννήθηκε στην Μαχατσκαλά το 1940. Το 1958-1961 φοίτησε στα δύο πρώτα έτη του Μηχανομαθηματικού Τμήματος του Πανεπιστημίου της Μόσχας και στη συνέχεια υπηρέτησε τη θητεία του στον σοβιετικό στρατό. Επιστρέφοντας, ολοκλήρωσε τις σπουδές του και το 1969 - 1972 ασχολήθηκε με την συγγραφή και υποστήριξη της διδακτορικής του διατριβής. Αμέσως μετά, έγραψε το μυθιστόρημά του «Η εμφάνιση μιας τίγρης», ενώ παράλληλα δημοσίευσε εργασίες του πάνω στα μαθηματικά. Οι τελευταίες, αφού δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Σημειώσεις Μαθηματικών» μεταφράστηκαν στα Αγγλικά και δημοσιεύτηκαν στη Δύση.
Το 1977 έγραψε και δημοσίευσε με το πραγματικό του όνομα μία φιλοσοφική-πολιτική εργασία με τίτλο «Σημειώσεις στα περιθώρια σοβιετικών εφημερίδων», στην οποία ασκούσε δριμεία κριτική στην θεωρία του κομμουνισμού. Στο κείμενο αυτό, κατέθεσε και την πρότασή του για την σωτηρία της κοινωνίας, η οποία δεν ήταν άλλη από την δημιουργία θεσμών προστασίας της ελευθερίας του Λόγου και του Τύπου, κατάργηση του άρθρου 70 και 190-1 του Ποινικού Κώδικα της Ε.Σ.Σ.Δ. «για την αντιπαράθεση στην κολεκτίβα και την πρόκληση ζημιάς στην κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας».
Το άρθρο αυτό, στάθηκε η αιτία της μη επανεκλογής του ως καθηγητή. Έτσι, από το 1978 μέχρι το 1980 εργάστηκε ως οικοδόμος σε διάφορα έργα μέχρι την 25 Ιανουαρίου, όταν μετά την δημοσίευση στην εφημερίδα «Ιζβέστια» ενός άρθρου για εκτόπιση του Αντρέι Σάχαροφ στην πόλη Γκόρκι, τον συνέλαβαν στην πλατεία «Λένιν» της Μαχατσκαλά, επειδή κρατούσε ένα πλακάτ που έγραφε: «Διαμαρτύρομαι κατά της δίωξης του Α. Σάχαροφ από τις αρχές. Οι ιδέες πρέπει να πολεμούνται με ιδέες και όχι με την αστυνομία. Οι Σάχαροφ χρειάζονται στον λαό, αυτοί πραγματοποιούν τον πραγματικό, μη συμβατικό έλεγχο των πράξεων του κράτους. Όλα τα δεινά αυτής της χώρας οφείλονται στην απουσία ελευθερίας του Λόγου. Παλέψτε για την ελευθερία του Λόγου των ιδεολογικών αντιπάλων του κομμουνισμού. Αυτός θα είναι ο δικός σας αγώνας για την ελευθερία του Λόγου!»
Ακολούθησε η ανάκριση, η δίκη και η απόφαση φυλάκισής του, στο Κατάστημα Αναμορφωτικής Σωφρονιστικής Εργασίας Νο 35, γνωστό ως Περμ-35, το οποίο βρισκόταν στην δυτική εσχατιά της ταϊγκάς στην οροσειρά των Ουραλίων. Εκεί, το 1972 είχε ιδρυθεί με ειδικό διάταγμα ένα στρατόπεδο με τον αριθμό ΒΣ-389/35 για ιδιαίτερα επικίνδυνους «αντιφρονούντες». Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στρατόπεδο αυτό ήταν φυλακισμένοι 270 πολιτικοί κρατούμενοι. Σε αυτό ο Μεϊλάνοφ έμεινε μέχρι τις 26 Μαρτίου 1981. Κατά την διάρκεια της παραμονής του, αρνήθηκε να συμμετάσχει στα καταναγκαστικά έργα, καταθέτοντας σχετική διαμαρτυρία στην διοίκηση της φυλακής.
«Αρνούμαι να εργαστώ στο στρατόπεδο, ως ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του καταναγκαστικού χαρακτήρα της εργασίας στο στρατόπεδο, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την ιδιότητα του πολιτικού κρατουμένου».
Η άρνηση αυτή, δεν μπορούσε να μείνει χωρίς συνέπειες. Τον έκλεισαν στην απομόνωση, όπου έπαιρνε συσσίτιο κάθε δεύτερη ημέρα, για το διάστημα από 10 Απριλίου 1981 μέχρι τον Ιούνιο του 1982. Σε αυτό το διάστημα είχε πάθει δυστροφία, η διοίκηση αναγκάστηκε να τον στείλει στο νοσοκομείο, αλλά μόλις αναλάμβανε δυνάμεις τον έκλειναν ξανά στην απομόνωση.
Οι αρχές αναγκάστηκαν να τροποποιήσουν την ποινή του, λόγω της άρνησης εργασίας και να την μετατρέψουν σε ποινή φυλάκισης. Μεταφέρθηκε στην φυλακή της πόλης Τσιστοπόλσκ, όπου έμεινε από το 1982 μέχρι το 1985 σε συνθήκες απομόνωσης από τους υπόλοιπους κρατουμένους. Στις 10 Απριλίου 1982 καταθέτει δήλωση στην διοίκηση της φυλακής, όπου εξηγούσε στο κομμουνιστικό καθεστώς την στάση του απέναντι στην καταναγκαστική εργασία. Ωστόσο, ο ίδιος δεν έπαψε να εργάζεται πνευματικά. Μέσα στην φυλακή έγραψε δύο κείμενα, ένα με τίτλο «Αφοπλισμός και ποινικοί κώδικες» και, το δεύτερο, με τίτλο «Μιλάω με τους κομμουνιστές». Βρήκε τρόπο να στείλει τα κείμενα αυτά έξω από την φυλακή και δημοσιεύτηκαν στο Αρχείο του Σαμιζντάτ.
Το 1985 και ενώ η Σοβιετική Ένωση άρχισε να νιώθει τους πρώτους σπασμούς του επερχόμενου τέλους, μεταφέρθηκε στο παλιό του στρατόπεδο μέχρι το 1986 και στην συνέχεια, επέστρεψε στην ίδια και πάλι φυλακή. Κανείς όμως δεν κατάφερε να τον υποχρεώσει να εργαστεί έστω και για μία ημέρα.
Το 1986, η ατμόσφαιρα της Περεστρόικα και της Γκλάσνοστ, προκάλεσε ένα κύμα συμπαράστασης στους πολιτικούς κρατουμένους, με βασικό αίτημα την απελευθέρωσή τους. Οι αρχές, προκειμένου να εκτονώσουν την κοινωνική πίεση, κατέφυγαν σε ένα τέχνασμα: ζητούσαν από τους πολιτικούς κρατούμενους να υπογράψουν μία δήλωση υποσχόμενοι πως θα τηρούν τους σοβιετικούς νόμους. Ορισμένοι υπέγραψαν, πολλοί άλλοι όχι.
Ο Βαζίφ Μεϊλάνοφ, δέχεται την επίσκεψη δύο εισαγγελέων, οι οποίοι του ζητούν να υπογράψει την σχετική δήλωση για να αποφυλακιστεί. Αρνείται, με το αιτιολογικό πως οι αρχές, με τον τρόπο αυτό κλέβουν την νίκη από ταλαιπωρημένους ανθρώπους. Ακολουθεί η επίσκεψη των γονέων και του αδελφού του, οι οποίοι τον παρακαλούν να υπογράψει. Αρνείται και πάλι, λέγοντας «Εβδομήντα ολόκληρα χρόνια το εγκληματικό καθεστώς εκμεταλλευόταν το ανθρώπινο για να ενισχύσει τον απάνθρωπο χαρακτήρα του. Κανείς στον κόσμο δεν πρόκειται να πείσει να υποχωρήσω στο καθεστώς της απανθρωπιάς».
Κρατώντας αυτή την στάση, ο Βαζίφ Μεϊλάνοφ, εξέτισε όλη του την ποινή, χωρίς να του χαριστεί ούτε μία ημέρα. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1987 από την απομόνωση της φυλακής, τον στέλνουν εξορία στην Γιακουτία, στον αρκτικό πολιτικό κύκλο.
Οι συνθήκες είναι σκληρές και άθλιες, ο Μεϊλάνοφ όμως πιάνει δουλειά σε αποθήκη όπου ξεδιάλεγε πατάτες, γιατί κινδύνευε να χαρακτηριστεί «Αλήτης» επειδή ζητούσε δουλειά σύμφωνα με την ειδικότητά του και να καταδικαστεί ξανά.
Παράλληλα, έγραψε το δοκίμιο «Επιστολή στους Ρώσους συγγραφείς», όπου στηλίτευε τους ανθρώπους που υμνούσαν την νέα πολιτική του κόμματος, μιλούσαν για αλλαγές στην κοινωνία, αλλά αποσιωπούσαν την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων και εξόριστων, οι οποίοι δεν λύγισαν ή δελεάστηκαν.
Στο μεταξύ, η υγεία του είχε επιβαρυνθεί όλα αυτά τα χρόνια στις φυλακές και τις εξορίες και τον Ιούλιο του 1988 του έγινε εγχείρηση αφαίρεσης όγκου.
Στην γενέθλια πόλη ο Βαζίφ Μεϊλάνοφ, επέστρεψε στις 25 Δεκεμβρίου 1988 και ένα χρόνο αργότερα εξελέγη πρόεδρος της Ένωσης Δημοκρατικών Δυνάμεων του Νταγκεστάν και στην συνέχεια του κινήματος «Δημοκρατικό Νταγκεστάν». Τον Αύγουστο του 1992 αποχώρησε και από τα δύο αυτά πολιτικά σχήματα.
Στις 20 Αυγούστου 1989 έστειλε στο έντυπο «Ρωσική σκέψη» το κάλεσμά του προς τους βουλευτές της Σοβιετικής Ένωσης με την προτροπή να συσταθεί διεθνές δικαστήρια για τα εγκλήματα του κομμουνισμού στα πρότυπα της δίκης της Νυρεμβέργης. Το άρθρο απορρίφθηκε και δεν δημοσιεύτηκε ποτέ.
Η πολιτική του παρουσία, δεν συγκινεί πλέον τις μάζες που μέθυσαν στην ατμόσφαιρα των αλλαγών.
Το 1990 με απόφαση που ελήφθη από το Ανώτατο Δικαστήριο με πρωτοβουλία της σοβιετικής κυβέρνησης, αποκαθίσταται μαζί με άλλους αντιφρονούντες, χωρίς οι ίδιοι να υποβάλλουν αίτημα.
Το 1990, όμως, ο Βαζίφ Μεϊλάνοφ ήταν εκείνος που μεσολάβησε για να σταματήσουν οι εθνοτικές διαμάχες στην περιοχή Τίβι Κβαρέλσκ της Γεωργίας. Συνεχίζει τις προσπάθειες του, ανυπότακτος και ασυμβίβαστος εκδίδοντας την εφημερίδα «Άποψη» από το 1991 μέχρι το 1994.
Στις 3 Ιουνίου 1995 κατέθεσε αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο του Νταγκεστάν και της Ρωσικής Ομοσπονδίας για αποζημίωση, λόγω της παράνομης σύλληψης, φυλάκισης και εξορίας του.
Το 1994 - 1997 εργάστηκε ως επιστημονικός συνεργάτης στο Ινστιτούτο Κοινωνικών και Οικονομικών Ερευνών της Ρωσικής Ακαδημίας επιστημών.
Το 1995 - 1998 έγραψε το βιβλίο του «Ανάλυση της κρίσης στην Τσετσενία», κεντρική ιδέα του οποίου είναι η αναγκαιότητα τήρησης των νόμων για την διαφύλαξη της ελευθερίας. Το βιβλίο κυκλοφόρησε σε μόλις 100 αντίτυπα από έναν τοπικό εκδοτικό οίκο στην Μαχατσκαλά.
Το 2003 κυκλοφόρησε η τρίτη, πλήρης, έκδοση του βιβλίου του «Ανάλυση της κρίσης στην Τσετσενία» αλλά και το νέο του πόνημα «Ψευδή στερεότυπα της ρωσικής δημοκρατίας.
Το 2005 ζήτησε την έκδοση νέας ταυτότητας, οι αρχές αρνήθηκαν, κατέφυγε στο δικαστήριο και δικαιώθηκε. Πέθανε στις 11 Ιανουαρίου 2015 στην πόλη, όπου έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του, την Μαχατσκαλά.