Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Αν γράψετε τη λέξη «βιβλιοφοβία» σε ένα έγγραφο του Word —ή στο Facebook ή σε ένα μέιλ—, πιθανότατα ο ορθογράφος θα σας το υπογραμμίσει με τη γνωστή κόκκινη κυματιστή γραμμούλα. Δεν θα την αναγνωρίσει, θα τη θεωρήσει λάθος και θα σας προτείνει άλλες σχετικές λέξεις για να την αντικαταστήσετε, με πρώτη-πρώτη τη «βιβλιοφιλία».
Παρ' όλα αυτά, η βιβλιοφοβία υπάρχει, τόσο σαν λέξη (προφανώς, μιας και τη γράψαμε μόλις και την κατανοούμε όλοι), όσο και σαν όρος: είναι μία από τις (πιο) γνωστές φοβίες των ανθρώπων, και μάλιστα πολύ πιο διαδεδομένη από άλλες, πασίγνωστες φοβίες.
Τι είναι όμως φοβία γενικώς; Στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, διαβάζουμε:
φοβία, η [fovia]: 1. φόβος παθολογικής φύσης, αδικαιολόγητος, ψυχαναγκαστικός και αγχώδης: Στις φοβίες ανήκουν η αγοραφοβία, η κλειστοφοβία κ.ά. 2. αδικαιολόγητος και έμμονος φόβος: Όταν βρίσκομαι στην εξοχή, έχω μια ~ με τα ζωύφια.
Ως εκ τούτου, θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη βιβλιοφοβία σαν τον αδικαιολόγητο, ψυχαναγκαστικό, αγχώδη και έμμονο φόβο για τα βιβλία. Χωρίς να είναι πλήρης, ο ορισμός αυτός στέκει, και γίνεται επίσης κατανοητός εύκολα από τον καθένα.
Όμως το πράγμα είναι πιο βαθύ από έναν απλό ορισμό. Γιατί ούτε οι φοβίες είναι κάτι απλό. Είναι διαταραχές («νευρώσεις») που ενδέχεται να προκαλούν μία σειρά από προβλήματα στην καθημερινή ζωή κάποιου, ενώ ενίοτε —όταν το άτομο τύχει να βρεθεί μπροστά στο αντικείμενο της φοβίας του— μπορεί να σταθούν και αιτία για εξαιρετικά δυσάρεστες αντιδράσεις εκ μέρους του, εκ των οποίων το άγχος, η εφίδρωση, η διάρροια, ο εμετός, η ταχυπαλμία, ακόμη και ο φόβος θανάτου ή και μία άκρως επικίνδυνη κρίση πανικού είναι ίσως οι πιο γνωστές και αναμενόμενες.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα για να σχολιάσουμε εμμέσως και εκείνο το «ενδέχεται» που είπαμε στην προηγούμενη παράγραφο: την κωλοβαθριστοφοβία. Κωλοβαθριστοφοβία λέμε τη φοβία για τους κλόουν, τους παλιάτσους. Υπολογίζεται ότι πάσχουν από αυτήν κάπου 2.000.000 άνθρωποι παγκοσμίως — καθόλου αμελητέος αριθμός. Στην καθημερινότητά τους, όμως, η φοβία τους προφανώς και δεν τους επηρεάζει καθόλου. Μόνο αν τύχει και πέσουν πάνω σε έναν κλόουν θα τους πιάσει αμόκ. Και, δόξα τω Θεώ, δεν υπάρχει περίπτωση να πέσεις έτσι στα τυχαία πάνω σε έναν κλόουν. Πρέπει να πας επιτούτου σε τσίρκο ή σε παιδικό πάρτι. Ή να σου τύχει να δεις έναν στα καρναβάλια. Πολύ σπάνιο.
[Μία παρένθεση εδώ: Πολλές από τις «επίσημες» ονομασίες των φοβιών μάς φαίνονται εντελώς παράλογες, γιατί αυτοί που τις ονομάτισαν φρόντισαν, καλώς ή κακώς, να πάνε πολύ πίσω στη γλώσσα για να βρουν τις καλύτερες και πιο πλουμιστές λέξεις, όπως κάνουν πάντα όσοι ονοματίζουν κάτι καινούργιο. Όπως στα αμάξι, π.χ.: θυμηθείτε τα «εγχυτήρας» και «αποσβεστήρας», που στην καθομιλουμένη τα λέμε μπεκ και αμορτισέρ. Έτσι, οι ψυχολόγοι είπαν τη φοβία για τους κλόουν «κωλοβαθριστοφοβία» και όχι «κλοουνοφοβία», γιατί παλιά «κωλοβαθριστής» ήταν αυτός που, στα πανηγύρια, περπατούσε πάνω σε «κωλόβαθρα», σε ξυλοπόδαρα δηλαδή. Το κωλόβαθρο(ν) βγαίνει από το «κώλον», που σημαίνει μέλος του σώματος αλλά κυρίως σκέλος, δηλαδή πόδι — και συναντάται κυρίως στον πληθυντικό: τα κώλα, τα σκέλη, τα σκέλια. Οπότε: κωλόβαθρον, κωλοβαθριστής, κωλοβαθριστοφοβία: είναι η φοβία για τους πανηγυρτζήδες, για τους σαλτιμπάγκους, τους παλιάτσους: τους κλόουν, όπως τους λέμε πλέον].
Όμως μπορεί κανείς να μη βλέπει κλόουν στον δρόμο, αλλά πολλοί βλέπουν έντομα διαρκώς — ή και ζουν μαζί τους, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι: ζουν, ή νομίζουν ότι ζουν, με αράχνες, κατσαρίδες, ακάρεα κλπ.: και τα τρέμουν όλα αυτά, τρέμουν όλα τα έντομα διαρκώς. Οπότε εδώ εκείνο το «ενδέχεται» βγαίνει από την εξίσωση. Η φοβία αυτών των ανθρώπων είναι μόνιμη παρέα τους.
Το ίδιο, αλλά ανάστροφα, ισχύει και για τους βιβλιοφοβικούς: η βιβλιοφοβία είναι γαντζωμένη μονίμως σαν τσιμπούρι επάνω τους, γι' αυτό και οι άνθρωποι αυτοί δεν αγγίζουν ποτέ μα ποτέ ένα βιβλίο. Γιατί τρομάζουν.
Από βιβλιοφοβία πάσχουν πολλοί άνθρωποι. Πολύ περισσότεροι από τα 2.000.000 που φοβούνται τους κλόουν. Και είναι μια φοβία, αυτή, που —σε αντίθεση με όλες τις άλλες— κρατά μεγάλα ποσοστά των κοινωνιών σε όλο τον κόσμο πίσω: είναι ένα κεντρικό γρανάζι της μεγάλης συντηρητικής μηχανής. Η βιβλιοφοβία κρατά πάμπολλους ανθρώπους περιορισμένους με το στανιό σε ένα μικρό «δωματιάκι», φτιαγμένο από τις επίσης περιορισμένες προσλαμβάνουσές τους: προσλαμβάνουσες που έχουν χαράξει γι' αυτούς η τηλεόραση, τα άλλα μίντια, οι λαϊκιστές πολιτικοί και άλλοι τέτοιοι. Δηλαδή προσλαμβάνουσες ξένες, προσλαμβάνουσες «από τα πάνω», δοτές. Η βιβλιοφοβία τούς κρατά δέσμιους σε ένα πλατωνικό σπήλαιο, όπου όλην ώρα κάθονται αμέριμνοι σε μια πολυθρόνα και βλέπουν ένα θέατρο σκιών στον τοίχο. Ένα θέατρο σκιών, βέβαια, παιγμένο από άλλους. (Συνήθως τούς λέμε «εξουσιαστές», και πάντα μα πάντα θησαυρίζουν από τη δουλειά τους πίσω από τον καραγκιόζ μπερντέ).
Οι απαρχές της βιβλιοφοβίας —εξαιρέσει παθολογικών αιτίων όπως ίσως η δυσλεξία, που θεραπεύεται— είναι ποικίλες.
Μπορεί κάποιος να μην μπορούσε ή να μην ήθελε να διαβάσει φωναχτά στο μάθημα της ανάγνωσης στη δευτέρα δημοτικού, και να γέλασαν τα άλλα παιδάκια μαζί του έτσι όπως πάσχιζε να βάλει —ο έρμος— τις λέξεις στη σειρά, καθώς δεν είχε διαβάσει το μάθημα ή «δεν έπαιρνε τα γράμματα». (Πράγμα για το οποίο ίσως ευθυνόταν και ο δάσκαλος).
Μπορεί να του φαίνονταν πολύ δυσνόητα τα μαθήματα, και, αντιθέτως, πολύ απελευθερωτικό το παιχνίδι στην αλάνα, κι εκείνο εκεί το χοντρό βιβλίο της Ιστορίας να του φαινόταν εχθρικό και ξένο.
Ή, από την άλλη, μπορεί απλώς να μεγάλωσε σε ένα γυμνό περιβάλλον, ένα περιβάλλον από όπου απουσίαζαν παντελώς τα βιβλία? έτσι, βρίσκοντας παρηγοριά μόνο σε πράγματα οικεία, ίσως ανέπτυξε έναν παράλογο φόβο προς όλες τις «καινοτομίες» —γι' αυτόν τα βιβλία είναι φορείς κατιτί «νέου»: και δεν έχει άδικο—, εξ ου και πάντα θα είναι οπαδός συντηρητικών ή/και οπισθοδρομικών πολιτικών.
Όπως όμως και να ξεκίνησε να βγάζει ρίζες μέσα του αυτή η παράλογη φοβία, πλέον είναι γεγονός. Κι αν ευθύνονται η οικογένεια και το σχολείο που την πότισαν και την έκαναν να ανθίσει, ο ίδιος είναι που υποφέρει σε πρώτο επίπεδο. Κι αυτός, και μόνο αυτός, είναι που μπορεί και πρέπει κάτι να κάνει για να την ξεπεράσει και να τη νικήσει. Πώς;
Όλες οι φοβίες καταπολεμώνται με τη βοήθεια ειδικού. Όλες, εκτός από αυτήν. Η βιβλιοφοβία θέλει απλώς να την αποδεχτείς. Άπαξ και την αποδεχτείς, και κουνήσεις με κατανόηση το κεφάλι, έχεις ήδη κάνει τον μισό δρόμο για να την ξεπεράσεις.
Ο άλλος μισός δρόμος είναι η απόσταση από το σπίτι σου προς το κοντινότερο βιβλιοπωλείο.
ΥΓ. Φοβίες υπάρχουν πολλές. Πολλές δεκάδες, για την ακρίβεια. Και όλες τελειώνουν με το -φοβία. Η πιο γνωστή ανάμεσά τους, παρ' όλα αυτά, είναι και η μόνη που, παραδόξως, ΔΕΝ είναι φοβία. Είναι φυσικά η ομοφοβία (ή ομοφυλοφοβία ή ομοερωτοφοβία). Γιατί, όπως είπε και ο μέγας Morgan Freeman, «I hate the word homophobia. It's not a phobia. You are not scared. You are an asshole».