Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Εχθές δεν είχα θέμα. Συμβαίνει κάποιες φορές, και είναι κάτι που με γεμίζει πολύ άγχος — δεν αποτελώ, προς Θεού, καμιά εξαίρεση (όχι ότι είμαι κάνας έξυπνος: χρειάζομαι πολλές ώρες για να συντάξω ένα κείμενο, πολλαπλάσιες του μέσου όρου των υπολοίπων), άλλωστε το ίδιο μαρτυρούν όλοι οι επαγγελματίες αρθρογράφοι και επιφυλλιδογράφοι, όπου γης: συμβαίνει. Και δεν είχα θέμα επειδή, για εντελώς προσωπικούς λόγους, απουσίαζα από το γραφείο μου και τον υπολογιστή μου όλο το πρωί μέχρι αργά το μεσημέρι, και δεν είχα ιδέα για το τι γινόταν στην Ελλάδα. Μέχρι που έκατσα στην καρέκλα μου και άνοιξα το Twitter: μέσω τού Twitter ενημερώνομαι κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν δηλαδή δεν υπάρχουν newsletter. Και, ω της τύχης, έπεσα πάνω στον Πολάκη, σε εκείνο το: «Όλοι σας και μόνος μου, σας έχω».
«Όλοι σας και μόνος μου, σας έχω».
Σιχάθηκα τη ζωή μου. Ξαναλέω, σιχάθηκα τη ζωή μου. Για πολλοστή φορά τη σιχάθηκα με τον Πολάκη και τον χυδαίο, γάργαρο, γλοιώδη χρυσαυγιτισμό του, για πολλοστή φορά τη σιχάθηκα με τον εσμό των ανδρεικέλων που μας κυβερνούν και ρημάζουν τη χώρα για να παχαίνουν αυτοί και οι τσέπες τους — και οι τσέπες των κολλητών τους. Για να παχαίνουν, να παχαίνουν, να παχαίνουν. Και μήτε καν να παχαίνουν «κομψά», διακριτικά. Όχι. Αλλά να παχαίνουν χυδαία, απροκάλυπτα και ξετσίπωτα: να παχαίνουν πρόστυχα. Φτύνοντάς μας στα μούτρα. Λέγοντας: «Όποιος δεν είναι μαζί μας είναι ηλίθιος», όπως πέταξε ο Τσίπρας προχθές — ο Τσίπρας, Θεέ μου, που δεν είναι ικανός να κατανοήσει απλές έννοιες, έννοιες βασικές για να βγάλεις ένα γυμνάσιο, ο Τσίπρας που είναι ηθικά αναλφάβητος, μία φιγούρα κωμική, ένα απόλυτο ΓΚΡΙΖΟ, ένα παιδικό φουρφούρι, ένας ανεμοδείκτης, ένας πολιτικός χωρίς καθόλου μα καθόλου αρχές — φυσήξτε με, κι όποιος με φυσήξει καλύτερα, πιο δυνατά και πιο γουστόζικα θα στραφώ προς το μέρος του: αυτό είναι ο Τσίπρας, που λέει ηλιθίους όποιους δεν στοιχίζονται με τον οπορτουνισμό του.
Τσίπρας, Πολάκης, Καμένος… και όλοι οι άλλοι. Οι ιδεολόγοι, οι απολογητές της Ιστορίας, οι με το όπλο παρά πόδα, οι τρελοί, οι παλαβοί, οι γραφικοί, οι απλοί και αγνοί κλέφτες, τα τσιράκια, οι κολαούζοι, οι μετακλητοί, οι αργυρώνητοι, οι «γρύλοι» του συριζαϊκού αραμπά: οι πρόθυμοι βαστάζοι.
Και τέσσερα χρόνια: τέσσερα χρόνια μοναξιά, τέσσερα χρόνια οπισθοδρόμηση, τέσσερα χρόνια κλεμμένα. Και κλεμμένα χυδαία, απροκάλυπτα και ξετσίπωτα. Πρόστυχα.
Το λέω και το ξαναλέω, και φυσικά όχι μόνος: από την ανέχεια και τη δυσπραγία στην οποία μάς έριξε ο εσμός θα ξεφύγουμε. Δύσκολα μεν, θα ξεφύγουμε δε. Και μάλιστα εκρηκτικά στην αρχή, γιατί θα υπάρξουν γρήγορες τομές που θα τονώσουν την οικονομία, τους δείκτες και την αγορά. Τους «αριθμούς».
Από τη χυδαιότητα του πεζοδρομίου όμως όπου μας έριξαν αυτοί («Όλοι σας και μόνος μου, σας έχω», «Όποιος δεν είναι μαζί μας είναι ηλίθιος», «Ο μη ων μετ' εμού, κατ' εμού εστί») δεν θα ξεφύγουμε εύκολα. Είναι σαν κάτι μυρωδιές που δεν κολλάνε στη μύτη σου, αλλά στο μυαλό σου. Που πλένεις τα χέρια σου, τα μούτρα σου, τα ρούχα σου, αλλά εκείνες είναι εκεί και επιμένουν.
Από αυτό που έχει κάτσει πάνω από τη γη, δεν θα ξεφύγουμε ούτε εύκολα, ούτε γρήγορα. Γιατί έχει βγάλει ρίζες μέσα στο σώμα της χώρας, και χέρια που κουνάνε αυτές τις ρίζες όπως κουνάει τα νήματα της μαριονέτας ο καλλιτέχνης πίσω από την κουρτίνα.
Γιατί καμιά φορά αυτός ο καλλιτέχνης της μαριονέτας είμαστε εμείς. Γιατί καμιά φορά εμείς κουνάμε τον βόθρο του Πολάκη, τον καταπιώνα του Καμμένου και το στόμα του Τσίπρα.
Οπότε, ναι: είναι αργά, πρέπει να παραδώσω το κείμενο, και δεν μπορώ. Για πρώτη φορά, δεν μπορώ. Γι' αυτό και, αντί κειμένου, θα σας σήμερα βάλω να διαβάσετε ένα απόσπασμα από ένα μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε χθες. Δεν έχει σημασία ο τίτλος του ή το όνομα του συγγραφέα του, και δεν θέλω να κάνω διαφήμιση. Θέλω όμως να το διαβάσετε. Ευχαριστώ.
* * *
Αναστέναξε και έσκυψε το κεφάλι βλέποντας τις παλιές χαρακιές στο βαρύ ξύλο του πάγκου. Σχημάτιζαν περίπλοκα σχέδια που δεν σήμαιναν τίποτε, μα που ήταν ικανά να παρασύρουν το μυαλό της, και σχεδόν να το φυλακίσουν. Είχε ανάγκη να λύνει προβλήματα, ιδίως όταν τα μεγάλα δικά της παρέμεναν άλυτα, και την κορόιδευαν με το πλατύ, όλο δόντια, χαμόγελό τους.
Γραμμές… χαρακιές… ένα πλέγμα τυχαιότητας και αλλεπάλληλων τομών.
Έβγαλε για λίγο τα γυαλιά της και έσκυψε πάνω από τον ξύλινο πάγκο.
Γραμμές… χαρακιές… και ένα πλέγμα δρόμων που αλληλομπλέκονταν, διασταυρώνονταν και σχημάτιζαν μία φωλιά από αδιέξοδα. Μπορούσε να βρει έναν κανόνα εκεί, ένα σχέδιο, ένα καλούπι, μία μήτρα: τα πάντα κατέληγαν σε αδιέξοδο. Τα πάντα. Όλα. Το καθετί. Δεν υπήρχε πουθενά, και σε τίποτε, μία καθαρή έξοδος κινδύνου. Μία οδός διαφυγής. Κάτι που να σε κάνει να ελπίζεις. Όλα ήταν ένα, και αυτό το ένα ισούνταν με μηδέν.
Τούτη εδώ η πόλη, όπως και κάθε άλλη, ήταν ένας τόπος από τον οποίο δεν μπορούσες να ξεφύγεις, ή να γλιτώσεις. Ποτέ, ό,τι και να έκανες, όσο χαμηλά και αν κρατούσες το κεφάλι σου, αργά ή γρήγορα η πόλη θα σε εγκλώβιζε και θα σε κατάπινε. Θα σε έκανε κτήμα της: ένα ουδέτερο, μέτριο κομμάτι της, κάτι χλιαρό και φτηνό, ένα μουδιασμένο μέλος χωρίς στόμα και χωρίς νευρικές απολήξεις. Κάτι που δεν θα είχε την ικανότητα ούτε καν να πονάει. Γινόσουν ένα σύμβολο αδιαφορίας εδώ, ένας νεκρός από αισθήματα, παγωμένος, ξύλινος στύλος, ένα σπαρακτικό τοτέμ, μια μαριονέτα που την κινούσε, επίσης με αδιαφορία, η ίδια η πόλη.
Το σκεφτόταν συχνά αυτό. Η πόλη σαν ένας πελώριος, άψυχος, πέρα από τη ζωή καλλιτέχνης μαριονέτας, που βαστούσε —κρυμμένος πίσω από την κουρτίνα του— δυο καρφωμένα στο κέντρο τους κομμάτια ξύλο, έτσι που να σχηματίζουν ένα στρεβλωμένο Χ, από όπου κρέμονταν εκατοντάδες, χιλιάδες κλωστές, ένα σμάρι από άπειρα νήματα που στην άλλη τους άκρη δένονταν με τα χέρια και τα πόδια και τα κεφάλια των ανθρώπων, κουνώντας τα όπως ήθελε κάθε φορά ο καλλιτέχνης, ή όπως τού ερχόταν, ή όπως τιναζόταν στον ύπνο του, πότε δεξιά, πότε αριστερά, πότε έντονα, πότε αργά, πότε κατευθύνοντάς τα με ορμή και βία πάνω σε κάποιον άλλον και πότε χτυπώντας τα επάνω σε σκληρούς, αμετακίνητους τοίχους και σε ηλεκτροφόρα σύρματα, ή βουλιάζοντάς τα σε στάσιμα ή ορμητικά και αφρισμένα νερά. Πότε πετώντας τα στις φλόγες και πότε κλειδώνοντάς τα σε μια φυλακή φτιαγμένη από παγωμένα αισθήματα.
Όμως κι αυτός ο καλλιτέχνης της μαριονέτας, αν και διαφέντευε μια ολόκληρη πόλη, ή μία χώρα, ή μία ήπειρο, δεν είχε κανένα αυτεξούσιο. Όλοι οι άλλοι σαν κι αυτόν, οι χιλιάδες και οι μυριάδες καλλιτέχνες της μαριονέτας που κινούσαν τις πόλεις και τις χώρες και τις ηπείρους, ήταν κι αυτοί δεμένοι με τη σειρά τους σε άλλα νήματα, νήματα που κινούσαν τα δικά τους μέλη — νήματα που διαφέντευε ένας άλλος καλλιτέχνης μαριονέτας, ακόμη πιο μεγάλος, ακόμη πιο πελώριος, πιο δυσθεώρητος και πιο απόκοσμος. Ακόμη πιο ψηλά από αυτούς, και ταυτόχρονα ακόμη πιο χαμηλά, πολύ, πολύ πιο χαμηλά: απολύτως κρυμμένος από τα μάτια και τα μυαλά των ανθρώπων, αόρατος, αφανής και ξένος. Πέρα από τη ζωή, και πέρα από τον θάνατο. Νοικάρης σε έναν βυθισμένο ουρανό.
Όλοι μα όλοι —οι πάντες, από τον τελευταίο άστεγο των δρόμων μέχρι τις μεγάλες συλλογικότητες των ισχυρών—, όλοι τους υπάκουαν χωρίς να το γνωρίζουν σε κάτι ανώτερό τους, σε κάτι δριμύ και άτεγκτο, κάτι που είχε φτιαχτεί από γκρεμισμένες προσδοκίες, ναυαγισμένα όνειρα, στομωμένες βουλήσεις, και χρόνο — χρόνο πολύ, και χρόνο γεμάτο αίμα και βουβό ή εκφρασμένο πόνο. Ένα σύστημα από μπλεγμένες μεταξύ τους ήττες βρισκόταν πάνω από κάθε άνθρωπο, πάνω από κάθε ανθρώπινο συντρίμμι, πάνω από κάθε νεκρή σχέση, και κατέληγε εκεί όπου συστρεφόταν κακόβουλα, σαν τυφλό φίδι και σαν κουτσή σαύρα, η πρωταρχική πηγή κάθε κακού και κάθε αδυσώπητης βροχής: στη θεατρική σκηνή του τελευταίου στη σειρά καλλιτέχνη μαριονέτας, του πιο άψυχου και πιο τυφλού και πιο άλογου όλων, μια σκηνή που την έκρυβε ακόμη και από το ίδιο το στερέωμα η καλά τραβηγμένη της κουρτίνα.
Στη σκηνή που βάλτωνε μέσα σε εκείνο τον βυθισμένο ουρανό.