Του Γιώργου Δασκαλόπουλου
Με συστατικά που διαμορφώνουν τις προδιαγραφές ενός εμπορικού, επιχειρηματικού και πολιτικού θρίλερ έρχονται οι εξελίξεις στην αγορά των τηλεπικοινωνιών. Ενα θρίλερ που θα κρατήσει το ενδιαφέρον αμείωτο μέχρι τους… τίτλους της λήξης.
Σήμερα, στο κατώφλι της μετάβασης στην τεχνολογία των δικτύων 5ης γενιάς, η ελληνική «πιάτσα» βρίσκεται στη δίνη ενός διεθνούς πολέμου διαγκωνισμών που αφορά την περαιτέρω επέκταση της κινεζικής τεχνολογίας στην Ευρώπη. Από την έκβασή του θα κριθεί και εάν η κινεζική Huawei θα συνεχίσει να είναι πάροχος εξοπλισμού στις εταιρείας που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Παράλληλα, όμως, βρίσκεται και ενώπιον μεγάλων επιχειρηματικών εξελίξεων στην «καρδιά» της, με τη Forthnet και τη Wind σε διαδικασία αλλαγής χεριών. Και όλα αυτά τη στιγμή που οι επιχειρήσεις κινητής τηλεφωνίας προχωρούν να κάνουν τα πρώτα βήματα «καλής θέλησης» απέναντι στην κυβέρνηση που τους ζήτησε να μειώσουν τις χρεώσεις στα πακέτα δεδομένων.
Ο πόλεμος για την τεχνολογία των δικτύων 5ης γενιάς δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Στη χώρα μας όμως έχει ήδη «περάσει» ένα σημαντικό μερίδιο των αμερικανικών πιέσεων να μην επιτρέψουν το πέρασμα της τεχνολογίας της Huawei στην Ευρώπη. Οι Αμερικανοί επικαλούνται λόγους ασφάλειας των νέων δικτύων, υποστηρίζοντας ότι η κινεζική τεχνολογία (και εταιρεία) δεν εγγυώνται την ασφάλεια αυτή. Και κατ'' επέκταση θα θέσουν εν αμφιβόλω την ασφάλεια ευαίσθητων δεδομένων. Σύμφωνα με τα πιο «προωθημένα» σενάρια, παράγοντες των αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας θεωρούν τη Huawei «εκτελεστικό βραχίονα» των κινεζικών μυστικών υπηρεσιών και ανάγουν το θέμα του 5G σε ζήτημα ασφάλειας για την Ατλαντική Συμμαχία.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν έχει κάποιο άμεσο εμπορικό συμφέρον από την τακτική αυτή, μιας και στο πεδίο των telecoms δεν υπάρχει κάποια αμερικανική εταιρεία που να ανταγωνίζεται τους σημερινούς ισχυρότερους προμηθευτές: Nokia, Ericsson, Huawei. Και για τους λόγους αυτούς, πέραν του ζητήματος ασφάλειας, η κεντρική εκτίμηση συνίσταται στο ότι οι πιέσεις προς τους Ευρωπαίους «συμμάχους» εντάσσονται και στο πλαίσιο του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ - Κίνας.
Παρ'' όλα αυτά οι πιέσεις προς την Αθήνα δεν μπορεί να θεωρηθούν αμελητέες. Και έγιναν κάτι περισσότερο από αντιληπτές κατά την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο το καλοκαίρι που πέρασε. Η Ελλάδα πρέπει να πάρει «τις σωστές αποφάσεις», είπε ο Αμερικανός αξιωματούχος, σε μια δήλωση που περιελάμβανε στο «μενού» και την υπόθεση των δικτύων 5ης γενιάς. Ακολούθησαν αντίστοιχες προτροπές από τον Αμερικανό υπουργό Εμπορίου, Γουίλμπερ Ρος, αλλά και από ανώτατα στελέχη που συναντήθηκαν με Ελληνες αξιωματούχους στον απόηχο της επίσκεψης του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ. Και αν κάποιος δεν πείσθηκε ως τώρα, το θέμα έχει ήδη μπει στην ατζέντα της συνάντησης Τραμπ - Μητσοτάκη, τον Ιανουάριο.
Η ελληνική κυβέρνηση τηρεί στάση αναμονής, έχοντας ήδη αποστείλει (όπως και όλες οι χώρες της Ένωσης) τη σχετική έκθεση Αποτίμησης Ρίσκου στον άρτι συσταθέντα (και αρμόδιο) Ευρωπαϊκό Οργανισμό Κυβερνοασφάλειας. Αυτός, έχοντας λάβει δεδομένα από όλες τις εταιρείες - παρόχους τεχνολογίας νέας γενιάς, θα ελέγξει τις παραμέτρους ασφαλείας και θα γνωμοδοτήσει γι'' αυτές (όπως και για τυχόν μέτρα προστασίας), ενδεχομένως ώς το τέλος του χρόνου. Για την Ελλάδα, πάντως, το σχετικό παράθυρο αποφάσεων θα είναι πιθανότατα μεγαλύτερο, καθώς η μετάβαση στο περιβάλλον συχνοτήτων των 700 MHz για τη λειτουργία των δικτύων 5ης γενιάς θα μπορεί να προχωρήσει από το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς. Έτσι για το επόμενο εξάμηνο, οι πάροχοι δεν θα έχουν στη διάθεσή τους τη σχετική συχνότητα.
Πάντως, και η όποια οδηγία προέλθει από τον Οργανισμό δεν είναι απαραίτητα δεσμευτική (παρά μόνο στο επίπεδο ασφάλειας), καθώς μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Βρετανία και η Γερμανία έχουν προχωρήσει στην υλοποίηση δικτύων 5ης γενιάς.
Στα ελληνικά δεδομένα, και για την 4η γενιά, η Cosmote χρησιμοποιεί τεχνολογία Nokia και Ericsson, ενώ η Wind και η Vodafone έχουν περάσει στη Huawei, εκτιμώντας ότι η τεχνολογίας της είναι ανταγωνιστική σε κόστος, αλλά και ταχύτερη. Στο πλαίσιο της μετάβασης στην 5η γενιά η κινεζική εταιρεία θα ενδιαφερόταν να «μπει» στην Cosmote (που προετοιμάζει σχετικό πρόγραμμα επενδύσεων της τάξης των 200 εκατ. ευρώ), και όπως αναφέρουν οι σχετικές πληροφορίες, δεν είναι τυχαίο ότι η μητρική Deutsche Telekom βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τη Huawei για τα γερμανικά δίκτυα. Αντίστοιχες διαπραγματεύσεις διεξάγει και η μητρική της Vodafone για να εξοπλίσει τις θυγατρικές της σε πολλές χώρες του κόσμου.
Η Βρετανία είναι η ευρωπαϊκή χώρα στην οποία έχουν ήδη προχωρήσει οι επενδύσεις στο 5G, με εμπορικές εφαρμογές να έχουν ήδη βγει στην αγορά. Η Γαλλία, από την πλευρά της, αν και αρνείται να «υποκύψει» στις πιέσεις, έχει αναθέσει στον δικό της οργανισμό ασφάλειας πληροφοριών να εξετάσει τους κινδύνους που αναφέρουν οι Αμερικανοί. Και να αποφανθεί για το αν η αρχιτεκτονική και το λογισμικό του συνιστούν απειλή στην εθνική ψηφιακή ασφάλεια της χώρας ή όχι. Να σημειωθεί ότι το Παρίσι είχε θέσει περιορισμούς και στην τεχνολογία 4G για την εγχώρια ασφάλειά της.
Πάντως, όσοι επιχειρούν να διασκεδάσουν τους φόβους του «κινεζικού δράκου» στην υπόθεση 5G, αναφέρουν ότι όποιο επίπεδο ασφάλειας και αν διαμορφωθεί, το σύστημα βρίσκεται πάντοτε υπό απειλή. Υπενθυμίζουν δε και ότι η περιβόητη υπόθεση των ελληνικών τηλεφωνικών υποκλοπών του 2006 είχε γίνει με «παρέμβαση» σε δίκτυο που κατά τα άλλα θεωρούνταν ασφαλές. Για τον λόγο αυτό άλλωστε και η ειδικότητα της ασφάλειας δικτύων είναι η πλέον περιζήτητη στον χώρο της πληροφορικής.
Στη χώρα μας, οι τρεις πάροχοι έχουν ήδη αναπτύξει πιλοτικά δίκτυα 5G, σε συχνότητα που τους έχει παραχωρηθεί δωρεάν από το κράτος, εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο, χρησιμοποιώντας (τουλάχιστον στις δύο περιπτώσεις) εξοπλισμό της Huawei. Πρόκειται για τα δίκτυα της Cosmote στου Ζωγράφου, της Vodafone στα Τρίκαλα και της Wind στην Καλαμάτα.
Οι επενδύσεις του 1 δισ. και τα σενάρια των deals
Ο πόλεμος για τα δίκτυα 5ης γενιάς εκτυλίσσεται σε ένα περιβάλλον μετασχηματισμού στο σκηνικό των ελληνικών επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιών. Μετά την απορρόφηση της Hol και της Cyta από τη Vodafone τα προηγούμενα χρόνια, σειρά έχουν οι εξελίξεις για τη Wind, αλλά και τη Forthnet. Για την πρώτη, καθώς το σχήμα των ξένων κεφαλαίων που την ελέγχει έχει ολοκληρώσει τον επενδυτικό του κύκλο, ενώ για τη δεύτερη καθώς σύντομα θα περιέλθει στο έλεγχο της Alter Ego του Βαγγέλη Μαρινάκη, πυροδοτώντας εξελίξεις.
Κεντρική παράμετρο των εξελίξεων συνιστούν και οι επενδύσεις που πρέπει να γίνουν τα επόμενα χρόνια για να διασφαλίσουν την τεχνολογική ανταγωνιστικότητα των εταιρειών. Για όσους παρέχουν υπηρεσίες κινητής, οι επενδύσεις αφορούν τα δίκτυα 5G, ενώ για όσους παρέχουν υπηρεσίες σταθερής/Internet, οι επενδύσεις αφορούν την πλήρη μετάβαση στις οπτικές ίνες. Επενδύσεις που θα ξεπεράσουν το 1 δισ. ευρώ.
Για τη Wind, που κατέχει συνολικά μερίδιο 15% της αγοράς, το επενδυτικό πρόγραμμα είναι κρίσιμης σημασίας και οι σημερινοί της μέτοχοι, η Golden Tree Asset Management (με 59%) και η Cyrus Capital Partners (35,6%), μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του ομολογιακού δανείου των 525 εκατ. ευρώ που σύναψε πρόσφατα η εταιρεία, δρομολογούν τη διαδικασία πώλησης των μεριδίων τους. Κατά τις σχετικές πληροφορίες, έχουν προχωρήσει σε διαδικασία πρόσκλησης ενδιαφέροντος, με σύμβουλο την JP Morgan, και το επόμενο δεκαήμερο αναμένουν τα πρώτα αποτελέσματα, με σημαντικά ονόματα να εμφανίζονται στην «αφετηρία», ανάμεσά τους η BC Partners, η Warburg Pincus και το Apollo, ενώ ορισμένες πληροφορίες μιλούν και για το ενδιαφέρον εγχώριου παράγοντα που βρίσκεται εδώ και χρόνια «κοντά» στην εταιρεία.
Οι σημερινοί μέτοχοι είχαν προειδοποιήσει για την κίνησή τους με το ενημερωτικό της έκδοσης του ομολογιακού, στο οποίο επισημαινόταν: «Οι μέτοχοι μετά την ολοκλήρωση του ομολογιακού και εάν το επιτρέψουν οι συνθήκες της αγοράς, θα διερευνήσουν τις στρατηγικές επιλογές, συμπεριλαμβανομένης και της πιθανής πώλησης του ομίλου».
Η συγκυρία θεωρείται πολύ καλή για μία τέτοια κίνηση, καθώς η εταιρεία έχει μειώσει το κόστος δανεισμού της με το νέο ομολογιακό (με σημαντικά χαμηλότερο επιτόκιο στο 4,25%), έχει δρομολογήσει με επιτυχία ένα πρόγραμμα νοικοκυρέματος, ενώ συνεχίζει να παράγει θετικά αποτελέσματα. Όπως η ίδια ανακοίνωσε προ ημερών, τα συνολικά έσοδα από υπηρεσίες στο τρίτο τρίμηνο του 2019 σημείωσαν άνοδο 5% ετησίως, στα 137,8 εκατ. και το προσαρμοσμένο EBITDA αυξήθηκε κατά 8,5% σε ετήσια βάση, στα 42,3 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, οι προοπτικές της ελληνικής αγοράς είναι ανοδικές.
Την ίδια ώρα τρέχουν και τα σενάρια για τη Forthnet/Nova. Και αυτά είναι δύο: Το πρώτο «θέλει» τον όμιλο Μαρινάκη να ενδιαφέρεται μόνο για το ψυχαγωγικό τμήμα, τη Nova. Σε αυτό, η πιθανότερη εξέλιξη θα είναι να πουλήσει την πελατειακή βάση της Forthnet σε μία από τις Vodafone και Wind. Η δεύτερη διατηρεί ακόμη ένα ποσοστό της Forthnet, το οποίο της δίνει το προβάδισμα στο πλαίσιο ενός ευρύτερου «ντιλαρίσματος» με τις δικές της μετοχικές και ιδιοκτησιακές εξελίξεις.
Το δεύτερο σενάριο «θέλει» την Alter Ego να διατηρεί και τη Forthnet. Σε αυτό το σενάριο βέβαια θα απαιτηθούν νέες επενδύσεις προκειμένου η εταιρεία να ενισχυθεί απέναντι στον ανταγωνισμό. Σε αυτό το επίπεδο αποκτά ειδική σημασία το γεγονός ότι η Forthnet προετοιμάζεται για να παρέχει και υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας, ως εικονικός πάροχος, έχοντας συνάψει το καλοκαίρι σχετική συμφωνία τετραετούς διάρκειας με τη Vodafone.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου