Η Τουρκία επιχειρεί να δημιουργήσει τετελεσμένα στο ενεργειακό πεδίο και να ταυτίσει την συνεκμετάλλευση με το κυπριακό δηλώνει στο liberal.gr ο καθηγητής Κώστας Λάβδας, προσθέτοντας ότι θεωρεί δύσκολο μήνα τον Σεπτέμβριο και αυτό διότι, όπως σημειώνει, «η πιθανότητα επέκτασης της τουρκικής δραστηριότητας από τις περιοχές της κυπριακής ΑΟΖ προς τα δυτικότερα είναι ισχυρή».
Ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής υπογραμμίζει μάλιστα ότι είναι πολύ πιθανό η Άγκυρα να επιχειρήσει «ερευνητικές και επιβεβαιωτικές γεωτρήσεις και σε περιοχές εντός των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας από τα τέλη Αυγούστου».
Αναφέρει ακόμη ότι «η Τουρκία βρίσκεται σε μια πρωτόγνωρη περίοδο που συνδυάζει μια παρατεταμένη οικονομική κρίση με πολλά και κρίσιμα γεωπολιτικά και στρατηγικά μέτωπα ανοικτά» εν τούτοις ούτε η Ουάσιγκτον θεωρεί συμφέρουσα μια αποξένωσή της ούτε και η Ευρώπη μπορεί να αντιδράσει σκληρά διότι πέραν των εμπορικών σχέσεων υπάρει και το μεταναστευτικό με τα 4000000 πρόσφυγες.
Αριθμό ασύλληπτο επισημαίνει πως θα προκαλέσει στην Ευρώπη μια «πραγματική οικονομική, κοινωνική αλλά και πολιτική αποσταθεροποίηση αν διοχετευθεί με γρήγορους ρυθμούς στη Δύση».
Συνέντευξη στον Ανδρέα Ζαμπούκα
Οι εξελίξεις στο Κυπριακό δείχνουν ότι οδηγούμαστε σε μια επανέναρξη των συνομιλιών;
Το ζήτημα είναι να παρακολουθήσουμε πού θα οδηγήσει η συνάντηση της 9ης Αυγούστου μεταξύ του προέδρου Αναστασιάδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ακιντζί. Ο κ. Ακιντζί εξακολουθεί να προσβλέπει σε τριμερή με τον ΓΓ του ΟΗΕ και πενταμερή αργότερα, ενώ τώρα δηλώνει ότι ίσως να βοηθήσει ένα γενικό μορατόριουμ στις γεωτρήσεις.
Η Τουρκία πάντως προσπαθεί να πετύχει τετελεσμένα στο ενεργειακό πεδίο, προβάλλοντας παράλληλα την ανάγκη διευθέτησης του Κυπριακού ως μέσον επίτευξης γενικότερα θετικών αποτελεσμάτων για τους εμπλεκόμενους. Παράλληλα, εξελίσσει ένα ιδιαίτερα μεγαλεπήβολο εξοπλιστικό πρόγραμμα το οποίο προφανώς δεν αφορά μόνον τα δυτικά της σύνορα, όμως θα την καταστήσει ακόμη ισχυρότερο παράγοντα στην περιοχή με θεωρητικές, τουλάχιστον, δυνατότητες παράλληλης εμπλοκής, αν το θελήσει, στα ανατολικά, στα δυτικά και στα νότια.
Αναφορικά με την Κύπρο, θα πρέπει καταρχήν η Λευκωσία και η Αθήνα να εξακολουθήσουν να βασίζονται στην θεσμική πραγματικότητα και όχι σε εκβιαστικές πιέσεις: η λογική π.χ. μιας πενταμερούς είναι προβληματική γιατί εξισώνει την Κυπριακή Δημοκρατία με τα κατεχόμενα. Και το ουσιώδες παραμένει ότι ενώ βεβαίως οι συνομιλίες είναι πάντοτε ευπρόσδεκτες, η υποχώρηση στην πίεση για μια εφ'όλης διαπραγμάτευση θα έχει αρνητικές συνέπειες για την Ελλάδα.
Βλέπετε την Τουρκία να επεκτείνει τη δραστηριότητα της και στην περιοχή νότια του Καστελόριζου;
Ο Σεπτέμβριος θα είναι ένας δύσκολος μήνας. Η πιθανότητα επέκτασης της τουρκικής δραστηριότητας από τις περιοχές της κυπριακής ΑΟΖ προς τα δυτικότερα είναι ισχυρή. Είναι πιθανό η Άγκυρα να επιχειρήσει να πραγματοποιήσει ερευνητικές και επιβεβαιωτικές γεωτρήσεις και σε περιοχές εντός των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας από τα τέλη Αυγούστου.
Ως γνωστόν, η Ελλάδα δεν έχει οριοθετήσει ΑΟΖ με κανένα από τα κράτη που την περιβάλλουν ενώ έχει οριοθετήσει υφαλοκρηπίδα μόνο με την Ιταλία. Πρόκειται για κλασικό παράδειγμα διστακτικής πολιτικής που διαπερνά κυβερνήσεις, δεξιές και αριστερές και περιόδους, εύκολες και δύσκολες. Η πάγια ελληνική θέση παραμένει όμως -και πολύ σωστά- η ίδια, ότι κάθε διαπραγμάτευση για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας αναφέρεται συνολικά σε όλο το μήκος των ελληνικών θαλασσίων συνόρων, από τη Θράκη μέχρι το Καστελόριζο.
Θεωρώ ότι πρέπει να εμμείνουμε με σαφήνεια σε αυτή τη θέση. Γενικότερα, η Αθήνα θα πρέπει με κάθε αφορμή να δείχνει ότι στεκόμαστε στα πόδια μας, χωρίς να παραγνωρίζουμε συμμαχίες και σχήματα συνεργασίας στην περιοχή, όπως άλλωστε έχουμε εξηγήσει πολύ αναλυτικά και από εδώ στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά να είναι σαφές ως μήνυμα ότι όταν θέτουμε κόκκινες γραμμές τις τηρούμε.
Πόσο επικίνδυνη έχει καταστεί η σημερινή Τουρκία;
Πολλοί παρατηρητές, ενίοτε ασυναίσθητα, οδηγούνται σε αναλύσεις ως προς το τι μέλλει γενέσθαι σε ένα ζήτημα ή πεδίο, βασιζόμενοι σε εμπειρίες και εκβάσεις του παρελθόντος. Αυτό είναι φυσιολογικό, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε παραπλανητικές συσχετίσεις και συμπεράσματα. Σήμερα η Τουρκία βρίσκεται σε μια πρωτόγνωρη περίοδο που συνδυάζει μια παρατεταμένη οικονομική κρίση με πολλά και κρίσιμα γεωπολιτικά και στρατηγικά μέτωπα ανοικτά. Το Κουρδικό παραμένει κορυφαία προτεραιότητα και είναι ένα μέτωπο που φέρνει την Άγκυρα σε αντιπαράθεση με την Ουάσιγκτον, η οποία στήριξε και εξακολουθεί να στηρίζει τους Κούρδους στη Συρία. Μόλις προχθές, ο εκπρόσωπος της Τουρκίας στον ΟΗΕ ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί την de facto αναγνώριση από τον ΟΗΕ του Κουρδικού στρατού στη Συρία (YPG) και του πολιτικού φορέα που συνδέεται μαζί του (PYD). Αφορμή ήταν η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ του YPG και του ΟΗΕ για την εξάλειψη της στρατολόγησης παιδιών.
Όπως συμβαίνει και με το θέμα των κυρώσεων για τους S-400, όπου ο πρόεδρος Τραμπ επιχειρεί να μετριάσει υπέρ της Άγκυρας τις αντιδράσεις απέναντι σε ένα πιο αποφασισμένο Κογκρέσο, έτσι και στο θέμα της Συρίας το Κογκρέσο τελικά μπλόκαρε την σχεδιαζόμενη πλήρη αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων που θα είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη των κουρδικών δυνάμεων της Συρίας στο έλεος των τουρκικών στρατευμάτων.
Είναι σαφές ότι η προεδρία στην Ουάσιγκτον δεν θεωρεί ότι είναι στρατηγικά συμφέρον για τις ΗΠΑ να αποξενωθεί ακόμη περισσότερο η Τουρκία. Παρότι η σημασία της έχει μειωθεί με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία θα προκαλέσει αστάθεια αν προσεγγίσει περαιτέρω την Ρωσία και την Κίνα, αν αυτονομηθεί πλήρως στο πεδίο της Συρίας και αν αποφασίσει να αγνοήσει πλήρως το εμπάργκο απέναντι στο Ιράν.
Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και το μεταναστευτικό. Η Τουρκία φιλοξενεί σήμερα περισσότερους από 4.000.000 πρόσφυγες (η ίδια διατείνεται ότι έφτασαν πια τους 4.900.000 τον περασμένο μήνα), οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν επιθυμούν να παραμείνουν στη χώρα αλλά να περάσουν στην Ελλάδα και από εκεί στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πρόκειται για έναν ασύλληπτο αριθμό, που όπως εξήγησα και προ μηνών θα προκαλέσει πραγματική οικονομική, κοινωνική αλλά και πολιτική αποσταθεροποίηση αν διοχετευθεί με γρήγορους ρυθμούς στη Δύση.
Πιστεύετε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προχωρήσει σε σοβαρές κυρώσεις οι οποίες θα επηρεάσουν πραγματικά την Τουρκία;
Οι κινήσεις της ΕΕ μέχρι στιγμής είναι σημαντικές σε επίπεδο τόσο εσωτερικού συντονισμού όσο και εξωτερικού συμβολισμού, δεν είναι όμως τέτοιες που να επηρεάσουν πραγματικά την πλεύση της Άγκυρας. Όπως δήλωσε προ ημερών ένας αξιωματούχος της ΕΕ κρατώντας την ανωνυμία του, υπάρχει σοβαρή κόπωση με τον Ερντογάν και τις πρακτικές του («the Erdogan fatigue effect»), με αποτέλεσμα πολλοί στην Ευρώπη όπως και την Αμερική να προσβλέπουν στο μέλλον των σχέσεων μετά τον Ερντογάν. Αλλά αυτή η προσέγγιση είναι απλώς μια παραλλαγή της γνώριμης τακτικής του να κρύβουμε τα προβλήματα. Πρώτον, παρότι πράγματι έχουμε εισέλθει σε εποχή ζυμώσεων ακόμη και μέσα στο κυβερνών AKP για την μετά-Ερντογάν εποχή, αυτή δεν έλθει γρήγορα και στο μεταξύ οι εξελίξεις τρέχουν.
Δεύτερο και για εμάς σημαντικότερο, παρότι ως προς τις ΗΠΑ και σε ένα βαθμό την ΕΕ έχει νόημα να αναμένουμε αλλαγές στην τουρκική στάση εάν ο Ερντογάν βρεθεί στο περιθώριο, δεν συμβαίνει το ίδιο στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Αυτή η διαφοροποίηση είναι κρίσιμη και πρέπει αν γίνει απολύτως κατανοητή. Στα ζητήματα που μας αφορούν άμεσα η αισιοδοξία για μια μετα-Ερντογάν εποχή δεν δικαιολογείται γιατί τόσο η ιστορική εμπειρία όσο και οι σημερινές δηλώσεις παραγόντων στην Άγκυρα δείχνουν ότι υπάρχουν και χειρότερες προσεγγίσεις από αυτή του Ερντογάν.
Αντιλαμβανόμαστε ότι η Ευρώπη περνάει μια δύσκολη περίοδο και είναι ίσως αναμενόμενο να αποφεύγει μια ακόμη εμπλοκή, αλλά μακροπρόθεσμα θα αποδειχθεί ότι κακώς ανέβαλε κατ' επανάληψη να αντιμετωπίσει τις σχέσεις με την Άγκυρα με συστηματικό τρόπο. Σήμερα η βασική οδός κάποιας συστηματικής προσέγγισης του ζητήματος «Τουρκία» παραμένουν οι ΗΠΑ ενώ παράλληλα και κάθε άλλη δίοδος που θα βοηθήσει στη συγκράτηση της τουρκικής επιθετικότητας θα πρέπει να είναι ευπρόσδεκτη, από όπου και αν προέρχεται.
Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι απόφοιτος του LSE και του MIT και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο LSE και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.