Του Κώστα Μήλα
Donald Trump, Boris Johnson, Matteo Salvini, τρεις ηγέτες που απειλούν να βυθίσουν την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση, προκαλώντας έντονες αναταράξεις και στην ελληνική.
Φυσικά, η μεγαλύτερη απειλή προέρχεται από τον Donald Trump, ο οποίος συνεχίζει να απειλεί με πόλεμο εμπορικών δασμών το Πεκίνο, κάτι που επηρεάζει καθοδικά το κινεζικό νόμισμα.
Παρά το γεγονός ότι το κινέζικο νόμισμα πλήττεται τα μέγιστα από τις απειλές Trump, εντούτοις ο πρόεδρος των ΗΠΑ υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση της Κίνας καθοδηγεί προς τα κάτω το νόμισμα της προκειμένου να βελτιώσει την διεθνή της ανταγωνιστικότητα!
Την ίδια στιγμή, ο Trump προσπαθεί να επηρεάσει την ανεξάρτητη Fed και τον Jerome Powell πιέζοντας για μεγάλες μειώσεις στο επιτόκιο της αμερικάνικης κεντρικής τράπεζας, έτσι ώστε η οικονομία των ΗΠΑ να ενισχυθεί πέρα από τον τρέχοντα ρυθμό ανάπτυξης του 2,3% σε ετήσια βάση. Και τούτο, προκειμένου η αμερικανική οικονομία να αποκτήσει ένα momentum που θα εξασφαλίσει στον Trump την επανεκλογή του, το 2020.
Την ίδια στιγμή, ο Boris Johnson αρνείται να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Ευρώπη για την αποφυγή ενός άτακτου Brexit εάν και εφόσον οι Ευρωπαίοι δεν απαρνηθούν τον καλούμενο μηχανισμό ασφαλείας (backstop) που θα εξασφαλίζει τη λειτουργία ενιαίας (οικονομικής) αγοράς στην Βόρεια και (υπόλοιπη) Ιρλανδία.
Ο δε (λαϊκιστής) Salvini, πιέζει για νέες εκλογές στην Ιταλία προκειμένου να επιτύχει την πολυπόθητη αυτοδυναμία η οποία ενδεχομένως θα του δώσει την δυνατότητα να συγκρουσθεί με τους «γραφειοκρατικούς» Ευρωπαίους.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν τα μακροχρόνια (10ετή) επιτόκια σε ΗΠΑ και Βρετανία να μειώνονται κάτω από τα μεσοπρόθεσμα επιτόκια των 2 ετών με αποτέλεσμα η καλούμενη καμπύλη επιτοκίων να «αντιστρέφεται».
Με άλλα λόγια, οι επενδυτές ψηφίζουν μακροχρόνια ομόλογα σε σχέση με τα μεσοπρόθεσμα (και ως εκ τούτου οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων μειώνονται σε σχέση με των μεσοπρόθεσμων) κάτι το οποίο ενδεχομένως σημαίνει ότι η διεθνής οικονομία, αρχής γενομένης της Αμερικανικής, βαδίζει προς ύφεση σε περίπου ένα έτος από σήμερα.
Οι παραπάνω φόβοι ίσως είναι αβάσιμοι. Ο Trump, ως επιχειρηματίας, γνωρίζει καλά ότι η επανεκλογή του θα απολέσει δυναμική στο βαθμό που η οικονομία των ΗΠΑ δείξει σημάδια ύφεσης.
Ο δε Boris Johnson, ο οποίος μόλις έγινε Πρωθυπουργός, μπορεί να απολέσει την εμπιστοσύνη του Βρετανικού Κοινοβουλίου εάν επιδιώξει ένα άτακτο Brexit το οποίο, σύμφωνα με την Τράπεζα της Αγγλίας, θα οδηγήσει την οικονομία της χώρας σε βαθιά ύφεση.
Όσο για τον Salvini, αν και λαϊκιστής, σίγουρα δεν θέλει να ξεκινήσει την ενδεχόμενη θητεία του ως Πρωθυπουργός με την Ιταλική οικονομία σε (έντονη) ύφεση.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα, η οποία και παραμένει ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης, πρέπει να προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο μιας διεθνούς ύφεσης η οποία θα ανατρέψει την δυναμική της ελληνικής οικονομίας την οποία σίγουρα ενίσχυσε η πρωθυπουργική εκλογή Μητσοτάκη. Πράγματι, δεν υπάρχουν περιθώρια για εφησυχασμούς.
Τα τελευταία στατιστικά στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι παρά την πτώση των μακροχρόνιων επιτοκίων λόγω του κινδύνου διεθνούς ύφεσης, τα καλούμενα junk bonds θα διατηρήσουν τα υψηλά επιτόκια τους.
Καθώς λοιπόν η χώρα μας εξακολουθεί να βρίσκεται 3 με 4 βαθμίδες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, ο μόνος τρόπος προκειμένου η Ελλάδα να επιτύχει πιστοληπτικές αναβαθμίσεις οι οποίες θα της επιτρέψουν (α) να εισέλθει στο (μελλοντικό) πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ, και (β) να εξασφαλίσει χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού του δημοσίου αλλά και του ιδιωτικού τομέα, συνίσταται στα ακόλουθα:
Πρώτον, στην μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από το περίπου σημερινό 40% με 45% του συνόλου των δανείων.
Δεύτερον, στην επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων έτσι ώστε η κυβερνητική αποτελεσματικότητα στην χώρα μας να προσεγγίσει εκείνη των λοιπών χωρών της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας.
Με άλλα λόγια, η απειλή της διεθνούς ύφεσης λειτουργεί ως μοχλός πίεσης προκειμένου η κυβέρνηση Μητσοτάκη να επιταχύνει την μεταρρυθμιστική της agenda.
Υ.Γ. Μια διεθνής, αλλά και ελληνική, ύφεση θα οδηγήσει σε αύξηση (ναι, αύξηση) του πρωτογενούς πλεονάσματος) άνω του 3,5% του ΑΕΠ στο βαθμό που η πτώση του παρονομαστή (δηλαδή του ΑΕΠ) υπερβεί την συρρίκνωση του αριθμητή (την πτώση των φορολογικών εσόδων, για παράδειγμα).
Αυτό και μόνο καταδεικνύει το παράλογο της επιμονής των εταίρων μας σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα γι' αυτό και πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων.