Κίνητρα για δημιουργία θέσεων πλήρους απασχόλησης, κούρεμα οφειλών που έχουν επιχειρήσεις προς το κράτος, οριστική άρση αντικινήτρων στην μεταποίηση, όπως το υψηλό ενεργειακό και φορολογικό κόστος, πρέπει να περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το νέο αναπτυξιακό μοντέλο της Ελλάδας.
Τέτοιες προτάσεις, που θα απασχολήσουν την δημόσια συζήτηση τους προσεχείς μήνες παρουσιάζει στο liberal.gr ο καθηγητής χρηματοοικονομικών του LSE Δημήτρης Βαγιανός και μέλος της επιτροπής που έχει αναλάβει να εκπονήσει το νέο παραγωγικό πρότυπο της ελληνικής οικονομίας.
Καθώς η οικονομία ξαναπαίρνει μπροστά, εισηγείται “κούρεμα” οφειλών που έχουν οι επιχειρήσεις προς το κράτος, εφόσον συμφωνούν και οι ιδιώτες πιστωτές σε αντίστοιχο “κούρεμα”. Προτείνει επίσης να μειωθεί σταδιακά το ποσοστό αναπλήρωσης που παρέχει το κράτος για την μερική απασχόληση και ταυτόχρονα να αρχίσουν να δίνονται κίνητρα για τις θέσεις πλήρους απασχόλησης που θα ξαναδημιουργεί η επιχείρηση. Συστήνει κατ επείγουσα αναβάθμιση του ρόλου της μεταποίησης άρα άρση κάθε βάρους, όπως ρυθμιστικών, φορολογικών, ενεργειακών, καθώς και ενίσχυση της σύνδεσης πανεπιστημίων και επιχειρήσεων.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Τι πολιτικές απαιτούνται για την επανεκκίνηση της οικονομίας;
Οι οικονομικές πολιτικές που η Ελλάδα και πολλές άλλες χώρες έχουν εφαρμόσει από την αρχή της υγειονομικής κρίσης εστιάζονται στην προστασία των εργαζομένων και των επιχειρήσεων, καθώς και στη διατήρηση της εργασιακής σχέσης.
Η βασική ιδέα είναι ότι η οικονομία έχει μπει στην «κατάψυξη» για μερικούς μήνες μέχρι να επιλυθεί η υγειονομική κρίση, και θα βγει από αυτήν διατηρώντας την δομή που είχε προ κρίσης. Επομένως, η κρατική βοήθεια θα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις θα μπορούν να επιβιώσουν στο διάστημα που η οικονομία βρίσκεται στην κατάψυξη.
Η πραγματικότητα αποδεικνύεται πιο δύσκολη. Η κρίση θα διαρκέσει περισσότερο από μερικούς μήνες. Η ζήτηση σε κάποιους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας, όπως οι αερομεταφορές,η διασκέδαση, η εστίαση, ο τουρισμός, και σημαντικό μέρος του λιανεμπορίου, θα παραμείνει μειωμένη για πολλά χρόνια. Αντίστροφα, κάποιοι κλάδοι θα έχουν αυξημένη ζήτηση, όπως η μάθηση εξ’ αποστάσεως και οι ηλεκτρονικές εφαρμογές που την υποστηρίζουν, το ηλεκτρονικό εμπόριο και η διανομή κατ’ οίκον, κλπ. Η δομή της οικονομίας επομένως θ’ αλλάξει. Οι οικονομικές πολιτικές θα πρέπει να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα.
- Εκτιμάτε ότι η πολιτική στήριξης της οικονομίας χρειάζεται αναπροσανατολισμό;
Οι οικονομικές πολιτικές θα πρέπει να συνεχίσουν να δίνουν βάρος στην προστασία αλλά όχι μόνο εκεί. Θα πρέπει παράλληλα να υποστηρίξουν την επανεκκίνηση της οικονομίας και τον αναπροσανατολισμό της προς νέους κλάδους. Η κρατική βοήθεια θα πρέπει επίσης να μειωθεί σταδιακά καθώς οι πόροι είναι περιορισμένοι και ενδεχομένως να χρειαστούν και στο μέλλον αν η υγειονομική κρίση χειροτερέψει ξανά.
- Στην αγορά εργασίας τι πρέπει να γίνει; Ποια είναι η δική σας εισήγηση;
Ας πάρουμε για παράδειγμα την υποστήριξη που παρέχει το κράτος ως προς το μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων. Με τις ισχύουσες πολιτικές, επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν μειωμένη ζήτηση στα προϊόντα τους μπορούν να ζητήσουν από εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης να εργαστούν με καθεστώς μερικής απασχόλησης. Το κράτος υποστηρίζει τους εργαζόμενους, καλύπτοντας σημαντικό ποσοστό του χαμένου τους μισθού.
Καθώς η οικονομία ξαναπαίρνει μπρος, η υποστήριξη αυτή που παρέχει το κράτος μπορεί να λειτουργήσει ως αντικίνητρο προς τις επιχειρήσεις στο να μετατρέψουν τις νέες σχέσεις μερικής απασχόλησης στις προηγούμενες σχέσεις πλήρους απασχόλησης. Το ποσοστό αναπλήρωσης που παρέχει το κράτος για τη μερική απασχόληση θα πρέπει λοιπόν να μειωθεί σταδιακά--και παράλληλα το κράτος να δώσει κίνητρα για πλήρη απασχόληση. Αυτό μπορεί να γίνει καλύπτοντας μέρος του μισθού πλήρους απασχόλησης για θέσεις εργασίας που η επιχείρηση ξαναδημιουργεί.
- Τι θα πρέπει να συμβεί στο φλέγον θέμα του δανεισμού;
Ένα άλλο παράδειγμα αφορά τον δανεισμό των επιχειρήσεων. Καθώς τα έσοδα πολλών επιχειρήσεων έχουν μειωθεί δραστικά, αλλά βασικά λειτουργικά τους έξοδα παραμένουν τα ίδια, το δανειακό βάρος αυξάνεται. Οι κρατικές ενισχύσεις μειώνουν κάποια λειτουργικά έξοδα αλλά δεν αποτρέπουν την αύξηση του δανειακού βάρους. Βρισκόμαστε λοιπόν σε κίνδυνο να υπάρξει νέο κύμα πτωχεύσεων. Ακόμα όμως και επιχειρήσεις που δεν πτωχεύουν μπορεί να μην έχουν τη δυνατότητα ή και τα κίνητρα να πραγματοποιήσουν νέες επενδύσεις εξαιτίας του υψηλού δανειακού βάρους (debt overhang).
Το πρόβλημα της νέας αύξησης του ιδιωτικού χρέους και των νέων κόκκινων δανείων θα πρέπει να αντιμετωπιστεί προσεκτικά, κεφαλαιοποιώντας και την εμπειρία που αποκτήθηκε κατά τα χρόνια της κρίσης. Κάποιες επιχειρήσεις θα χρεοκοπήσουν, καθώς δεν θα υπάρχει επαρκής ζήτηση για τα προϊόντα τους στις νέες οικονομικές συνθήκες. Οι περισσότερες επιχειρήσεις θα μπορούν να κρατηθούν ζωντανές με μια αναδιάρθρωση των δανείων τους, καθώς θα έχουν κερδοφορία ακόμα και στις νέες συνθήκες. Η διαδικασία αναδιάρθρωσης είναι γενικά πολύπλοκη και χρονοβόρα, αλλά θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να επισπευθεί και να «αυτοματοποιηθεί» καθώς θα αφορά μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων. Μια πρόταση που έχω κάνει με συναδέλφους μου προς αυτή την κατεύθυνση είναι να αποδεχθεί το κράτος ένα κούρεμα οφειλών που έχουν επιχειρήσεις προς αυτό, με την προϋπόθεση ότι και οι ιδιώτες πιστωτές θα συμφωνήσουν σε αντίστοιχο κούρεμα.
- Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι πέραν του τουρισμού, το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της Ελλάδας από το 2021 και μετά, πρέπει να δίνει έμφαση στην ανάπτυξη της μεταποίησης, της καινοτομίας-τεχνολογίας και του πρωτογενούς τομέα. Εσείς σε ποιους τομείς συστήνετε ότι πρέπει να δοθεί βάρος, πέραν του τουρισμού;
Απάντηση: Η Ελλάδα έχει σχετικά μικρή «ποικιλία» στα προϊόντα που εξάγει, ιδιαίτερα αν τη συγκρίνουμε με άλλες χώρες με παρόμοιο ΑΕΠ. Ένας από τους κλάδους που υστερούμε πολύ είναι η μεταποίηση. Για παράδειγμα, οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ήταν 8.6% του ΑΕΠ το 2018, ενώ για την Ισπανία και την Πορτογαλία ήταν 17.3% και 23.5%, αντιστοίχως. Η εξειδίκευση της χώρας μας σε λίγους εξαγωγικούς κλάδους είναι πρόβλημα, όπως απέδειξε εμφατικά και η παρούσα κρίση.
Η μεταποίηση θα πρέπει να κατέχει σημαντικό ρόλο στον αναπτυξιακό σχεδιασμό της χώρας. Αυτό γιατί δημιουργεί υψηλή προστιθέμενη αξία και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας σε σύγκριση με αρκετούς άλλους κλάδους της οικονομίας. Έχει επίσης το πλεονέκτημα ότι συνδέεται επίσης στενά με την καινοτομία και την τεχνολογία.
Οι παράγοντες που εμποδίζουν την ανάπτυξη της μεταποίησης στην Ελλάδα αφορούν το ρυθμιστικό βάρος, το υψηλό φορολογικό βάρος στη μισθωτή εργασία, το κόστος μεταφορών και ενέργειας, καθώς και την ελλιπή σύνδεση μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων. Είναι παράγοντες που εμποδίζουν την ανάπτυξη και άλλων κλάδων της οικονομίας, και πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά προτεραιότητα.