Την περασμένη εβδομάδα δόθηκε στη δημοσιότητα, η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας, μετά από την επίσκεψη του κλιμακίου του, από τις 17 έως τις 31 Μαρτίου. Η έκθεση του ΔΝΤ «κόμισε γλαύκας εις Αθήνας», όσον αφορά την αναθεώρηση των προβλέψεων του για το 2022.
Έτσι οι προβλέψεις κινούνται λίγο – πολύ, στις αντίστοιχες προγενέστερες προβλέψεις των μεγάλων επενδυτικών οίκων, με την ανάπτυξη, να συνεχίζεται με ασθενέστερους ρυθμούς της τάξης του 3,5% και με το πρωτογενές έλλειμμα να κινείται στα επίπεδα του 2% του ΑΕΠ. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η αύξηση του ενεργειακού κόστους και οι επιπτώσεις του πολέμου, θα οδηγήσουν τον μέσο πληθωρισμό στο 4,5% για το 2022, προτού αυτός υποχωρήσει στο 1,9% σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Βέβαια, η ουσία της έκθεσης δε βρίσκεται στους αριθμούς και στα ποσοστά. Βρίσκεται στην περιγραφή της τρέχουσας κατάστασης και στις υποδείξεις στις οποίες προβαίνει.
Θυμόμαστε παλαιότερες εκθέσεις του ΔΝΤ, να εστιάζουν στην αδυναμία συσσώρευσης κεφαλαίου και στη μειωμένη παραγωγική ικανότητα της χώρας. Ακόμα και μετά τη σταθεροποίηση των μακροοικονομικών συνθηκών που ακολούθησαν την κρίση χρέους, η αύξηση των επενδύσεων παρέμεινε υποτονική με τον δείκτη επενδύσεων προς ΑΕΠ στο τέλος του 2019 να φτάνει το 10%.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι βασικές αιτίες της επενδυτικής υστέρησης, είναι το ενεργειακό κόστος, τα ρυθμιστικά εμπόδια που θέτει η γραφειοκρατία, η ανελαστικότητα της αγοράς εργασίας, οι χρηματοδοτικοί περιορισμοί με τις τράπεζες να αντιμετωπίζουν τον άθλο της εκκαθάρισης των κόκκινων δανείων, η ανεπαρκής εγχώρια αποταμίευση που εμποδίζει τη χρηματοδότηση επενδύσεων, η δομή του παραγωγικού ιστού με την ύπαρξη μιας κατακερματισμένης αγοράς, η οποία συνοδεύεται από πολλές μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις και συνακόλουθα από την αδυναμία δημιουργίας συνθηκών παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Και πάντα το ΔΝΤ στις εκθέσεις του, αναφερόταν στην ανάγκη αλλαγής του ασφαλιστικού συστήματος και στη στροφή του από το αναδιανεμητικό χαρακτήρα που ακολουθεί, σε μια κεφαλαιοποιητική λογική.
Αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Τι αναφέρει η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ; Εκτιμά ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά την ύφεση λόγω του covid, ήταν θεαματική και συνοδεύτηκε από ισχυρές ιδιωτικές εγχώριες επενδύσεις και σημαντικές άμεσες ξένες επενδύσεις που αποτελούσαν το μεγάλο ζητούμενο για αρκετά χρόνια. Τονίζει τον ιδιαίτερο ρόλο που έπαιξαν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην ανάκαμψη της οικονομίας, της αγοράς εργασίας, καθώς και της βελτίωσης των ψηφιακών δεξιοτήτων και της ευθυγράμμισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Αναγνωρίζει την επιτυχή εκκαθάριση των ισολογισμών των μεγάλων τραπεζών, τονίζοντας όμως ότι το κεφάλαιο που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση ζημιών από τιτλοποιήσεις NPEs πρέπει να αναπληρωθεί για να εξασφαλιστούν επαρκή αποθέματα ασφαλείας για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων. Τονίζει δε, ότι οι κίνδυνοι έχουν μεταφερθεί σε μεγαλύτερο βαθμό στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα (servicers) και σε μικρότερο βαθμό στο κράτος.
Η έκθεση χαιρετίζει τις βελτιώσεις στο δημοσιονομικό μείγμα που επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ιδίως τις υψηλότερες δαπάνες για την υγεία και τις δημόσιες επενδύσεις, τονίζοντας ότι αυτά τα κέρδη δεν πρέπει να θυσιαστούν.
Όσον αφορά τα «ευαίσθητα θέματα» που αγγίζουν περισσότερο την κοινή γνώμη, η έκθεση ενθάρρυνε τις αρχές να επιδιώξουν μια συνετή αύξηση του κατώτατου μισθού, που θα διαφυλάσσει τα κέρδη της ανταγωνιστικότητας. Η συνετή αύξηση, κινείται γύρω από το ποσοστό του 5%.
Εκτιμά ότι οι πιέσεις για περισσότερες δαπάνες στις συντάξεις και στους μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων θα πρέπει να περιοριστούν, με διατήρηση του παγώματος των συντάξεων για το 2022 και μιας φόρμουλας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής από το 2023 και μετά.
Ζητά να βελτιωθεί η προσπάθεια αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής από τους αυτοαπασχολούμενους, ώστε να δημιουργηθεί περιθώριο για κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες και επενδύσεις, μόλις λήξει η χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Προτείνει την ακύρωση των σχεδίων για μόνιμες περικοπές στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και στον φόρο αλληλεγγύης για όλους τους φορολογούμενους, καθώς μεταφέρουν το βάρος στις μελλοντικές γενιές και είναι κακώς στοχευμένες ή τουλάχιστον δε χρηματοδοτούνται πλήρως μέσω προσαρμογών στις παροχές και μέτρων διεύρυνσης της φορολογικής βάσης.
Όσον αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης, αναφέρει ότι απαιτείται μια πιο αποτελεσματική διαχείριση των δημοσίων επενδύσεων, χρηστή διακυβέρνηση, διαφάνεια και ένα πιο φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον.