Του Αλέξανδρου Σκούρα
Ο απερχόμενος πρωθυπουργός σε μία από τις προεκλογικές του επισκέψεις στη νησιωτική Ελλάδα υποσχέθηκε την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ στα νησιά που κατοικούνται από 1000 ή λιγότερους κατοίκους. Η πρώτη αντίδραση οποιουδήποτε ευσυνείδητου πολίτη στο άκουσμα οποιασδήποτε μείωσης της φορολογίας είναι θετική. Όμως, τέτοιου είδους ευνοϊκές ρυθμίσεις κρύβουν και αρκετές παγίδες, άλλες σοβαρότερες και άλλες λιγότερο σοβαρές.
Η λογική πάνω στην οποία βασίζονται τα μέτρα σαν αυτό που ανακοίνωσε ο κ. Τσίπρας στη Χάλκη, είναι ότι υπάρχουν πληθυσμιακές ομάδες που έχουν ιδιαίτερες ανάγκες τις οποίες το κράτος πρέπει να ικανοποιεί. Στα νησιά της άγονης γραμμής η ζωή όντως δεν είναι εύκολη και αρκετά συχνά το κράτος αποτυγχάνει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι των κατοίκων τους. Οι υπηρεσίες υγείας, τα σχολεία, η σύνδεσή τους με την υπόλοιπη Ελλάδα είναι τουλάχιστον ανεπαρκής. Όμως, για κάθε εξουσία που δίνουμε στο κράτος πρέπει να είμαστε και απόλυτα προετοιμασμένοι (ίσως και βέβαιοι) ότι αργά ή γρήγορα θα βρεθεί κάποιος πολιτικός που θα τις καταχραστεί προς ίδιον όφελος. Στην προκειμένη περίπτωση η εξουσία που έχει ο κ. Τσίπρας δεν είναι μόνο η κατά βούληση επιλογή του ποιος πληρώνει ΕΝΦΙΑ αλλά ουσιαστικά η ανεξέλεγκτη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία. Από τη στιγμή που το Σύνταγμα και οι νόμοι μας επιτρέπουν στον εκάστοτε πρωθυπουργό και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία να ψηφίζουν φωτογραφικές ρυθμίσεις για κάτι τόσο σοβαρό όπως η φορολογική πολιτική, είναι αδύνατον να μην καταχραστεί αυτή η εξουσία υπέρ άλλων ομάδων. Στην προκειμένη περίπτωση, οι κάτοικοι των έρημων νησιών λαμβάνουν τη συμπάθειά μας όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η κίνηση του κ. Τσίπρα δεν έγινε για μικροκομματικά οφέλη ενόψει εκλογών.
Ένα ακόμα αρνητικό τέτοιων πολιτικών είναι ότι αποτελούν αντικίνητρο για γενναίες μεταρρυθμίσεις. Αν πρόκειται να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα, αυτό μπορεί να γίνει με την προϋπόθεση ότι βραχυπρόθεσμα θα υπάρχει αρκετό χρήμα ώστε να καλύψει το δημοσιονομικό κόστος που θα προκύψει από την χαμηλότερη φορολογία. Τα περιθώρια αυτά είναι πάρα πολύ μικρά λόγω του ασφυκτικού δημοσιονομικού πλαισίου το οποίο δεσμεύει τη χώρα μας για τις επόμενες δεκαετίες. Αν, λοιπόν, κάθε φορά που έχουμε εκλογές οι κυβερνώντες ξοδεύουν την όποια δημοσιονομική ευχέρεια για να κερδίζουν ψήφους δεξιά και αριστερά, στο τέλος δεν θα υπάρχει ο απαιτούμενος χώρος για την συνολική μεταρρύθμιση που τόσο χρειαζόμαστε. Αντίθετα, θα συνεχίσουμε να λειτουργούμε σε ένα περίπλοκο φορολογικό καθεστώς με άπειρες εξαιρέσεις και ειδικές ρυθμίσεις που θα συνεχίσουν να μας κατατάσσουν στις λιγότερο φιλικές προς την επιχειρηματικότητα χώρες.
Τέλος, είναι σημαντικό να γίνει ευρέως αντιληπτό ότι κάθε φοροαπαλλαγή, κάθε φωτογραφική ρύθμιση και κάθε εξαίρεση στον κανόνα, πέρα από το γεγονός ότι στοιχίζει χρήματα, έχει και μία ηθική διάσταση. Όταν το κράτος εφαρμόζει φοροαπαλλαγές ή μοιράζει επιδόματα χωρίς να λαμβάνει υπόψη του την εισοδηματική εικόνα των πολιτών, δημιουργεί νέες αδικίες. Σκεφτείτε για παράδειγμα ότι οι πλουσιότεροι κάτοικοι των νησιών με λιγότερους από χίλιους κατοίκους θα γλιτώσουν από τον ΕΝΦΙΑ την ίδια στιγμή που οι φτωχότεροι συμπολίτες τους στην Αθήνα ή τα απομακρυσμένα χωριά της ηπειρωτικής Ελλάδας θα συνεχίσουν να πληρώνουν τον ΕΝΦΙΑ κανονικά.
Μετά από τόσα χρόνια κρίσεων θα έπρεπε ακόμα και ο κ. Τσίπρας να έχει πάρει το μάθημά του. Για να λειτουργήσει ένα κράτος σε μία χώρα σαν τη δική μας, χρειάζεται απλούς κανόνες που να εφαρμόζονται εξίσου σε όλους τους πολίτες. Διακρίσεις μπορούν να γίνονται αλλά υπέρ όσων τις έχουν πραγματικά ανάγκη. Αν δεν πληρούνται αυτές οι βασικές συνθήκες, πρόκειται απλά για προσπάθειες εξαγοράς ψήφων - που κατά τα φαινόμενα θα αποτύχουν παταγωδώς.