Του Σάκη Μουμτζή
Είναι νωρίς να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά αυτές οι δεκαπέντε πρώτες ημέρες της διακυβέρνησης του μας επιτρέπουν να έχουμε μιαν αρχική εικόνα.
Έτσι, μπορούμε να κάνουμε μια σύγκριση των δύο πολιτικών ανδρών -Α. Τσίπρα και Κυρ. Μητσοτάκη- και όλων αυτών που αντιπροσωπεύουν.
Στην πολιτική δεν υπάρχει το μαύρο-άσπρο. Η πολιτική κυριαρχείται από τις αποχρώσεις. Το απόλυτο κακό και το απόλυτο καλό είναι για τους φανατικούς.
Και ο φανατισμός και η εμπάθεια επηρεάζουν αρνητικά την κρίση μας.
Ετσι, αντί να ασχοληθώ με το τι πρεσβεύει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και με το τι πρεσβεύει ο Α.Τσίπρας, θα προσπαθήσω να δω ποιον κόσμο εκπροσωπεί ο ένας και ποιον ο άλλος.
Ποια Ελλάδα εκφράζεται με τον πρωθυπουργό και ποια Ελλάδα με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως.
Καθοριστικό σημείο στην διαμόρφωση της συνείδησης των Ελλήνων πολιτών ήταν αναμφίβολα η μνημονιακή εποχή και κυρίως το έτος 2011, όταν οι πολίτες συνειδητοποίησαν τι ακριβώς είχε συμβεί και κυρίως τι θα επακολουθούσε.
Μέσα από την κοινωνία αναδύθηκαν δύο λογικές, που μεταφράστηκαν άμεσα σε δύο πολιτικές συμπεριφορές.
Εχει χιλιοειπωθεί πως το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας θεώρησε υπαίτιο των μέτρων, που περιόριζαν τα εισοδήματα του, το μνημόνιο. Και απέδωσε γι΄αυτό συγκεκριμένες πολιτικές ευθύνες.
Το μειοψηφικό μέρος της Ελληνικής κοινωνίας, με μια πιο σύνθετη θεώρηση, απέδωσε την έλευση των μνημονίων σε μια κρίση που αργοσερνόταν στην οικονομία μας και που βρήκε την κορύφωση της στην περίοδο 2007-2010.
Πάντα τα ρεύματα των κοινωνιών βρίσκουν, με άμεσο ή με έμμεσο τρόπο, την πολιτική τους εκπροσώπηση.
Την πρώτη κατηγορία την εξέφρασε, κατά κύριο λόγο, ο ΣΥΡΙΖΑ, την δεύτερη κατηγορία η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, που υπήρξαν και ο εύκολος στόχος όλων αυτών που ήθελαν με κάθε τρόπο να μην περικοπούν προνόμια και παροχές.
Μετά από παλινωδίες και καθυστερήσεις η πατρίδα μας βγήκε από τα μνημόνια τελικά το 2018, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα αυτό να είχε συμβεί τρία χρόνια πριν.
Σήμερα πλέον όπου η ματιά είναι στο μέλλον και όχι στο παρελθόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαθέτει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα. Έχει όραμα.
Το δε όραμα του συμπυκνώνεται σε τρεις λέξεις-κλειδιά.
Δουλειές - Ασφάλεια - Παιδεία.
Και επειδή ο λόγος του είναι οραματικός είναι, εκ των πραγμάτων, και μετριοπαθής και συναινετικός.
Με απλά λόγια η Νέα Δημοκρατία δεν έχει ανάγκη τον διχαστικό λόγο. Ο εκσυγχρονισμός της χώρας, η ψηφιοποίηση των λειτουργιών του Δημοσίου, απαιτούν κοινή προσπάθεια.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται, από την άλλη πλευρά, το στρατηγικό αδιέξοδο του Α. Τσίπρα. Ο πολωτικός του λόγος δεν έχει πλέον κοινωνικό αντίκρυσμα. Στηρίζεται επάνω στα δεκανίκια μιας αντιδεξιάς φαντασίωσης που έρχεται από το παρελθόν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πρόταση για το μέλλον, γιατί αδυνατεί γνωσιακά να την συλλάβει. Π.χ.την ομιλία του Κυρ. Πιερρακάκη στην Βουλή αμφιβάλλω αν την κατάλαβαν οι περισσότεροι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Έχουν άλλες προσλαμβάνουσες παραστάσεις και τα ερμηνευτικά τους εργαλεία είναι απλοϊκά.
Όσο ο Α. Τσίπρας δεν θα μπορέσει να αρθρώσει έναν συγκροτημένο λόγο για το μέλλον της Ελλάδος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα κυριαρχεί.
Την μεταμνημονιακή συλλογική συνείδηση, που σταδιακά διαμορφώνεται στην πατρίδα μας, θα εξακολουθεί να την εκφράζει η Νέα Δημοκρατία, υπό την προϋπόθεση πως θα ασκήσει την πολιτική της με τρόπο σαφή και αταλάντευτο.