Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι η Πανδημία. Αυτή θα αντιμετωπιστεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα αντιμετωπιστεί και στον υπόλοιπο πλανήτη. Ούτε η Οικονομία, από τη στιγμή που τα χρήματα της Ευρώπης θα δώσουν φτερά στην Αθήνα. Το πρόβλημα της κυβέρνησης και της χώρας είναι η Τουρκία και οι απαράδεκτες αξιώσεις της. Ο Ερντογάν έχει πολλούς λόγους να «τραβήξει» το χαρτί της κρίσης με την Ελλάδα!
Το 2022 θα είναι μία κρίσιμη χρονιά για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η ελληνική κυβέρνηση κέρδισε πολύτιμο χρόνο και έφερε τα πράγματα στο σημείο που επιθυμούσε. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης «διάβασε» από νωρίς τις κινήσεις των Τούρκων και έτσι δεν αιφνιδιαστήκαμε στον Έβρο και στο Αιγαίο. Στη συνέχεια «επένδυσε» στην ενίσχυση των στρατηγικών σχέσεων της χώρας με άλλα κράτη στην περιοχή και ενεργοποίησε το ενδιαφέρον Αμερικανών και Γάλλων για την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Και σήμερα βρισκόμαστε στο σημείο να οργανώνουμε και πάλι την άμυνά μας σε αέρα και θάλασσα με σπουδαίες προσθήκες στο οπλοστάσιό μας. Όλα αυτά έγιναν.
Μέχρι και πριν τρία χρόνια η Τουρκία θεωρούσε ότι θα μπορούσε πολύ εύκολα να επιβάλλει τις θέσεις της στο Αιγαίο. Με μία Ελλάδα στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης και με όπλο το μεταναστευτικό, το σχέδιο είχε ήδη αρχίσει να μπαίνει σε εφαρμογή. Σκεφτείτε σε τι κατάσταση θα ήταν αυτή τη στιγμή η Ελλάδα αν είχαν περάσει τον Έβρο μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες. Και αμέσως μετά θυμηθείτε ότι βγήκε στη Μεσόγειο ο τουρκικός στόλος για να αμφισβητήσει ευθέως τα νόμιμα δικαιώματά μας. Αυτά δεν αποφασίστηκαν και δεν οργανώθηκαν σε μία ώρα. Ήταν το αποτέλεσμα μιας κλιμάκωσης που ξεκίνησε από την περιπετειώδη επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα (με τις απίστευτες σκηνές με τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο) και κορυφώθηκε πέρυσι σε αέρα και θάλασσα.
Η Τουρκία πίστεψε ότι η Ελλάδα θα έπεφτε ως ώριμο φρούτο. Και εν μέρη είχε δίκιο στις εκτιμήσεις της. Η Αθήνα τους είχε μάθει να υποχωρεί σε κάθε πίεση. Η πολιτική Μητσοτάκη τους αιφνιδίασε. Δεν το περίμεναν! Και γι' αυτό απέτυχαν. Επειδή το σχέδιό τους ήταν προσαρμοσμένο από άποψη τακτικής σε άλλα δεδομένα. Τώρα όμως ξέρουν. Ξέρουν ότι αν κάνουν αυτοί το πρώτο βήμα, η Αθήνα θα απαντήσει. Κατά συνέπεια, η όποια πιθανή εμπλοκή δημιουργηθεί θα είναι από κάθε άποψη αναβαθμισμένη.
Έχουν, λοιπόν, δύο επιλογές. Η μία είναι να αποφασίσουν να τραβήξουν το χαρτί της έντασης. Και η άλλη να επενδύσουν στην παγκόσμια ειρήνη. Με το τελευταίο να μην ασχοληθούμε καλύτερα. Επειδή δεν ταιριάζει στο προφίλ μιας χώρας που ο υπουργός Άμυνας βάζει βατραχανθρώπους να αποδείξουν ότι μπορούν να φτάσουν κολυμπώντας μέχρι το Καστελόριζο. Με άλλα λόγια, η Άγκυρα παίζει ήδη το χαρτί της έντασης. Δεν βρισκόμαστε στο «θα», αλλά στο «ήδη». Και αυτή τη φορά το παιγνίδι είναι αναβαθμισμένο. Ξεκινάει με το «αίτημα» της αποστρατικοποίησης και εξελίσσεται με καθημερινές απειλές σε βάρος της χώρας μας.
Και αυτή τη φορά βλέπουμε ένα σχέδιο. Δεν πρόκειται για κινήσεις που γίνονται για χάρη κάποιου είδους κατανάλωσης στο εσωτερικό της χώρας. Αλλά για μια στρατηγική που εξυπηρετεί ταυτόχρονα και τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία και τα μακροπρόθεσμα σχέδια της χώρας για την κυριαρχία της στην περιοχή. Σχέδια που απειλούνται από το ενδεχόμενο η Ελλάδα να ξεπεράσει το προβλήματά της και να γίνει και πάλι ένας αξιόμαχος παίκτης στην περιοχή. Αν μέχρι χτες αυτό ήταν αδύνατο, σήμερα μοιάζει να είναι πολύ πιθανό. Και όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο σίγουρο θα είναι ότι η Ελλάδα δεν θα είναι ένας εύκολος αντίπαλος. Αυτό λοιπόν που έχει να αντιμετωπίσει η Τουρκία είναι ο χρόνος. Όσο αυτός περνάει τόσο θα δυσκολεύουν τα σχέδιά της. Έχει λοιπόν κάθε συμφέρον να ταράξει τα νερά όσο πιο γρήγορα μπορεί. Και αυτό είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού.
Το επιθυμητό θα ήταν οι δύο χώρες να έρθουν πιο κοντά, να επενδύσουν στην ειρήνη και στην οικονομική ανάπτυξη. Αλλά αυτό δεν είναι ένα κεφάλαιο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο της γαλάζιας πατρίδας. Ούτε και μπορεί ο Ταγίπ Ερντογάν να κερδίσει εκλογές με μία τέτοια υπόσχεση. Η Τουρκία έχει επενδύσει πολλά στο σενάριο της έντασης. Θα πρέπει να καταβάλλει πλέον πολλαπλάσια προσπάθεια για να αλλάξει ρότα το καράβι. Το αντίθετο, μοιάζει το καράβι αυτό να έχει αυξήσει ταχύτητα και να τρέχει με άγχος προς την ανοικτή και φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Θανάσης Μαυρίδης