Του Γιώργου Αγγελόπουλου*
Η κόρη μου πηγαίνει στο δημόσιο νηπιαγωγείο της γειτονιάς. Πριν λίγες μέρες που περίμενα να την πάρω, η μαμά ενός από τους συμμαθητές της μου έπιασε κουβέντα για την ποιότητα του δημοτικού σχολείου στο οποίο θα πάνε του χρόνου τα παιδιά μας.
Σύμφωνα με μια άλλη μαμά, που το μεγάλο της παιδί πάει ήδη εκεί, άλλαξε πρόπερσι ο παλιός διευθυντής και η καινούργια διεύθυνση δεν ενδιαφέρεται και τόσο. Το σχολείο είναι υπό διάλυση. Περιμένοντας να λάβω κάποια ιδέα για το τι θα κάνουμε κι εμείς με την κόρη μας, τη ρώτησα τι σκοπεύει να κάνει. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Τα ιδιωτικά είναι ακριβά για μας. Και δεν μπορούμε να το πάμε στο άλλο σχολείο πιο κάτω, που έχω ακούσει ότι είναι καλύτερο. Θα δούμε. Ίσως δηλώσουμε κατοικία το σπίτι ενός συναδέλφου του άντρα μου που είναι στην περιοχή του άλλου σχολείου. Ο διάλογος κράτησε περίπου τρία λεπτά. Σε αυτά τα τρία λεπτά, όμως, πρόλαβαν να συμπυκνώθουν μια σειρά από σημαντικά προβλήματα της βασικής εκπαίδευσης στη χώρα μας. Είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι συμμερίζεστε απόλυτα την αγωνία της παραπάνω μαμάς κι εμού.
Όσοι στέλνουμε τα παιδιά μας στο δημόσιο σχολείο, έχουμε αποδεχτεί πως δεν έχουμε πολλά δικαιώματα επιλογής. Το σχολείο φοίτησης των παιδιών μας θα κριθεί από τον τόπο κατοικίας που πιστοποιεί κάποιος λογαριασμός ρεύματος, νερού ή τηλεφώνου. Ο τόπος εργασίας του γονέα απολύτως αδιάφορος. Αν η συγκυρία θέλει να είναι καλό το σχολείο, τέλεια. Αν όχι, λυπάμαι χάσατε. Οι μόνοι τρόποι να αλλάξει κανείς σχολείο είναι: η μετακόμιση, η αποβολή από το σχολείο ή το παιδί να έχει πέσει θύμα ενδοσχολικής βίας. Η αλλαγή σχολείου για το κράτος έχει τιμωρητικό και μόνο χαρακτήρα.
Αλλά και ο όρος «καλό σχολείο» ή «καλός δάσκαλος» είναι απολύτως αυθαίρετος. Δεν υπάρχει κάποια αξιολόγηση σχολικών μονάδων ή δασκάλων με βάση συγκεκριμένους δείκτες. Δεν ξέρουμε ποτέ τι ειδικεύσεις ή μετεκπαιδεύσεις μπορεί να έχει ένας νηπιαγωγός ή μια καθηγήτρια φυσικής. Δεν ξέρουμε πολλά για τις επιδόσεις των μαθητών κάθε σχολείου σε διάφορα αντικείμενα. Δεν ξέρουμε καν αν το τάδε σχολείο δίνει έμφαση σε καλλιτεχνικές δραστηριότητες ή σε STEM education. Και γιατί να ξέρουμε, στο κάτω-κάτω; Εκεί μένεις; Εκεί θα πάει η κόρη σου σχολείο, καλό ή κακό, σ'αρέσει ή δε σ'αρέσει. Το πολύ-πολύ πήγαινε να το δεις απ'έξω και θα χαρείς αν είναι φρεσκοβαμμένο ή θα σε πιάσει κατάθλιψη αν είναι παρατημένο. Αν θες κάτι άλλο, πλήρωνε ιδιωτικό.
Το κράτος στην Ελλάδα δεν έχει συνηθίσει να λογοδοτεί στους πολίτες και δεν πρόκειται να μάθει να το κάνει. Αντίθετα, είναι απολύτως προσαρμοσμένο στο να λογοδοτεί σε οργανωμένες συντεχνίες και στον τρόπο που εκείνες αντιλαμβάνονται κάθε ζήτημα. Και οι γονείς των μαθητών δεν αποτελούμε οργανωμένη συντεχνία. Οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς να μας ρωτάει κανείς και χωρίς να μας πέφτει λόγος. Για να μας πέφτει λόγος πρέπει να πληρώσουμε κάτι παραπάνω και να στείλουμε τα παιδιά μας σε ιδιωτικό.
Όμως, η λύση για να αποκτήσουν λόγο οι γονείς αλλά και οι εκπαιδευτικοί που πασχίζουν να δώσουν μόρφωση στους μαθητές και τις μαθήτριές τους κάτω από τις αντίξοες συνθήκες που έχει διαμορφώσει το κεντρικά διοικούμενο δημόσιο σχολείο υπάρχει. Είναι απλή, είναι εφαρμόσιμη και δεν βρίσκει κανένα εμπόδιο παρά μόνο τις εμμονές διαφόρων και το άγχος του κρατικού μηχανισμού μην και κατά λάθος εκχωρήσει λίγη από την εξουσία του στους πολίτες.
Για τον μεγάλο σχεδιαστή του υπουργείου παιδείας, ο διάλογος δυο μαμάδων κι ενός μπαμπά έξω από ένα δημόσιο σχολείο είναι αδιάφορος όσο το πέταγμα μια πεταλούδας στο Πεκίνο. Όμως, αν δοθούν ελευθερίες σε αυτούς τους γονείς, το πέταγμα μπορεί να φέρει μια θύελλα που να μεταμορφώσει το ελληνικό δημόσιο σχολείο σε κάτι για το οποίο θα είμαστε περήφανοι.
*Ο κ. Γιώργος Αγγελόπουλος είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας