Ήμουν δώδεκα χρονών, αλλά το θυμάμαι σαν τώρα. Η μάνα μου με έντυσε με τα καλά μου ρούχα σαν να επρόκειτο να πάω στην εκκλησία και ο πατέρας μου μ’ έβαλε να κάτσω στο καλάθι της παλιάς BMW μηχανής την οποία διέθετε το νοικοκυριό. Την σιχαινόμουν τότε εκείνη την μηχανή με το καλάθι της, καθότι οι πιο εύποροι είχαν αυτοκίνητο. Αργότερα την εκτίμησα, ήταν μια υπέροχη R-52, που έπαιρνε τον διακόπτη της καρφωτό πάνω στην κορυφή του φαναριού της.
«Που πάμε;» τον ρώτησα. «Έχουμε γιορτή» μου είπε και με μια μανιβελιά έβαλε μπροστά το θορυβώδες μηχάνημα με τον χαρακτηριστικό ήχο του πιστονιού που ανεβοκατεβαίνει μέσα στον κινητήρα του. Μόνο εκείνες οι BMW του 1950 και αργότερα οι Harley έβγαζαν τέτοιον βαθύ ήχο, λες και στα έγκατα τους παλλόταν μια ανθρώπινη καρδιά. «Που είναι η γιορτή;» τον ρώτησα, «στην υπηρεσία» μου φώναξε και μάρσαρε.
Η «υπηρεσία» ήταν ένα ερειπιώδες χτίσμα στο κέντρο των Χανίων, όπου ήταν σταθμευμένα τρία κατακόκκινα παμπάλαια φορτηγά με δεξαμενή νερού στην ράχη τους και λάστιχα ζωσμένα γύρω-γύρω τους. Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου ήταν πυροσβέστης. Η πυροσβεστική στην Ελλάδα ξέρετε, για λόγους ιστορικούς, εντάχθηκε από την ίδρυση της στα σώματα ασφαλείας. Καμία σχέση με τις ελευθεριάζουσες δημοτικές πυροσβεστικές υπηρεσίες του υπόλοιπου ανεπτυγμένου κόσμου.
Σώμα ασφαλείας και δη το 1974 (όταν εγώ ήμουν δώδεκα χρονών) σήμαινε σκληρή στρατιωτική δομή και ιεραρχία, απόλυτη πειθαρχία, αυστηρός έλεγχος (ως την δεκαετία του ‘80) των κοινωνικών φρονημάτων του προσωπικού και πλήρης ολοκληρωτική αποχή του από κάθε πολιτική δραστηριότητα ή συζήτηση. Μόνο αθλητικές εφημερίδες επιτρεπόταν να μπουν μέσα στο (ο θεός να το κάνει) κυλικείο της υπηρεσίας, πολιτική κουβέντα ανάμεσα στους πυροσβέστες συνεπαγόταν άμεση μετάθεση, πρόστιμο ή και απόλυση.
Εκείνη την ημέρα όμως, στην υπηρεσία είχαν γιορτή. Και ο πατέρας μου με πήρε μαζί του για να μην την χάσω. Μια βδομάδα πριν είχε γίνει το δημοψήφισμα του 1974 για το πολιτειακό και η αβασίλευτη δημοκρατία είχε κερδίσει με 69,2%. Στην είσοδο της υπηρεσίας υπήρχε αναρτημένο ψηλά ένα πελώριο στρόγγυλο ανάγλυφο σήμα της πυροσβεστικής. Δεν το θυμάμαι με ακρίβεια, πάντως ανάμεσα σε φλόγες, τσεκούρια, κρουνούς και κράνη, υπήρχε και η βασιλική κορώνα. Κι αφού η βασιλεία είχε εξοβελιστεί από την χώρα, είχε έρθει από βραδύς διαταγή να βγάλουν την κορώνα από το σήμα.
Κανονικά, σε ένα σώμα ασφαλείας δίχως πολιτικές ενασχολήσεις, αυτό θα έπρεπε να γίνει σιωπηρά, αθόρυβα, ουδέτερα. Κι όμως οι πυροσβέστες είχαν μαζευτεί όλοι, ακόμα κι αυτοί που δεν είχαν βάρδια εκείνη την πρωινή ώρα, είχαν φέρει τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους να παρίστανται, είχαν μαζευτεί κάτω από το σήμα και σχεδόν έπαιζαν μπουνιές μεταξύ τους για το ποιος θα ανέβει στην σκάλα να ξεβιδώσει την κορώνα.
Χανιώτες και κρητικοί στο σύνολο τους, κεντρώοι, βενιζελικοί ή δεξιοί καραμανλικοί, έβγαζαν ένα φοβερό άχτι κατά του έκπτωτου βασιλιά και όσων συμβόλιζε η βασιλεία. Δεν ξέρω τι γινόταν στην Σπάρτη ας πούμε ή στην Μακεδονία, πάντως στα Χανιά επρόκειτο για πραγματικό ξεσάλωμα. Ακόμα και ο διοικητής ή οι αξιωματικοί που παρίσταντο, αντί να κρατήσουν την αυστηρή πολιτική ουδετερότητα που επέβαλε η υπηρεσία, κοιτούσαν την βαβούρα και χαμογελούσαν.
Άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για το ποιος θα ξεβίδωνε την βασιλική κορώνα κι επειδή κανένας δεν υποχωρούσε, αποφάσισαν να το κάνουν όλοι εκ περιτροπής. Υπήρχε ένας φωτογράφος από κάτω, ανέβαινε ένας-ένας στην σκάλα κρατώντας το κατσαβίδι, απαθανατιζόταν και μετά παρέδιδε στον επόμενο. Κι όταν στο τέλος ξεβιδώθηκε η κορώνα, έγινε χαμός απ’ τα χειροκροτήματα του κοινού.
Έχω ακόμα αυτή την φωτογραφία του πατέρα μου στην κορυφή της σκάλας, με το κατσαβίδι καρφωμένο στην κορώνα, να γελάει ακόμα και το παχύ μουστάκι στο πάνω χείλος του. Τόσο χαρούμενος ήταν. Και αναρωτιέμαι πως την πάτησα έτσι, εγώ που έχω αυτή την οικογενειακή προϊστορία, να υποστηρίζω τον Κυριάκο, ο οποίος Χανιώτης ων, έγινε στα ξαφνικά και στα μουλωχτά βασιλόφρων μισό αιώνα μετά την κατάργηση της βασιλείας. Και θέλει ο άτιμος να μας φέρει πάλι τον Κοκό και να τον κατσικώσει στον σβέρκο μας μέσω του Καρόλου της Αγγλίας.
Βρε τον πεμπτοφαλαγγίτη του άνακτος, βρε τον αυλάρχη των Γλύξμπουργκ… τώρα εξηγούνται όλα… και πως και γιατί επιβλήθηκε δια της βίας ως πρωθυπουργός. Ευτυχώς που υπάρχει ο Αλέξης και θα αποτρέψει την παλινόρθωση…