Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Οι πελταστές ήταν εκείνοι οι πολεμιστές της αρχαιότητας, κάπου τον 5ο με 4ο αιώνα, που χρησιμοποιούνταν επικουρικά στους στρατούς των μεγάλων πόλεων. Πήραν μέρος σε πολλές μάχες: στον Πελοποννησιακό, στον Κορινθιακό και σε άλλους σφοδρούς πολέμους, πηγαίνοντας πότε από τη μια και πότε από την άλλη μεριά. Δεν ήξεραν από παρατάξεις και από δημοκρατίες, αν και ιδιοσυγκρασιακά και ελέω τού «πολιτισμού» τους έρεπαν γενικώς προς την τυραννία. Είχαν, βλέπετε, πιο πολύ ψωμί υπό τους τυράννους και τους βασιλείς.
Οι πιο ξακουστοί, ή μάλλον οι πιο διαβόητοι, ήταν Θράκες. Παρά ταύτα, αναφέρεται στα συγγράμματα πολλάκις και ένας Κρης.
Πήραν το όνομά τους από τη χαρακτηριστική ασπίδα που κρατούσαν, τη λεγόμενη —ελληνιστί— πέλτη. Αυτή η θρακικής προελεύσεως ασπίδα είχε μια εσοχή σαν μισοφέγγαρο στο επάνω της μέρος, από όπου οι πελταστές κοιτούσαν, κατά πρώτον, και πάνω στην οποία στήριζαν το ακόντιό τους. Δεν είχαν μόνο ένα ακόντιο — μπορούσαν να φέρουν μέχρι και τρία, διαβάζουμε, καμωμένα από τους ίδιους από κλαριά δέντρων με μία χάλκινη αιχμή δεμένη μπροστά, κάπως κοφτερή. Ακόμη, οι περισσότεροι είχαν και σφεντόνες περασμένες στη ζώνη τους, που τις έφτιαχναν κι αυτές μόνοι τους, κι ένα πουγκί με μυτερές πέτρες: αστείο όπλο, μεν, ασφαλώς — αλλά που μπορούσε να προξενήσει μια κάποια αναταραχή στο ιππικό του εχθρού, αν ήξερες να το χρησιμοποιείς καλά και πρόστυχα.
Και οι πελταστές ήξεραν. Το να κάμπτουν το ηθικό του εχθρού και να του προξενούν μικρές, περιφερειακές βλάβες, ήταν η ειδικότητά τους. Άλλωστε, γι' αυτήν, καθώς είπαμε, πληρώνονταν από τα αφεντικά τους.
Και έπρεπε να βασιστούν σε αυτήν τη δεξιότητά τους, και στον ταπεινό τους ιδιοχείρως κατασκευασμένο οπλισμό, γιατί —απλούστατα— δεν ήταν οπλίτες, δεν ήταν καν στρατιώτες. Δεν ήταν ούτε πολίτες: ήταν απλοί μισθοφόροι, και μάλιστα της κατωτάτης υποστάθμης. Δούλευαν στον πόλεμο για ένα πιάτο φαΐ, και —κυρίως— για να λαφυραγωγήσουν. Αυτός ήταν ο μισθός τους, ουσιαστικά: ό,τι μπορούσαν να πάρουν από τους νεκρούς, σκυλεύοντάς τους. Ήταν άνθρωποι φτωχοί, αμόρφωτοι, μιλούσαν και συνεννοούνταν με μουγκρητά, συχνά δε περδόμενοι, ή με λαρυγγισμούς και ρεψίματα.
Τους έδειχναν λοιπόν οι κατά καιρούς ανώτεροί τους αξιωματικοί τον εχθρό, τους έλεγαν να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους, κι αυτοί, σαν τα ζώα, ορμούσαν με την πέλτη, τη σφεντόνα και τα ακοντιάκια τους, κι όποιον πάρει ο χάρος. Έκαναν γιούργια, που λέμε, και σήκωναν σκόνη. Αυτό κυρίως. Οι αντίπαλοι τους σιχαίνονταν, και σπανίως αμύνονταν κανονικά στις επιθέσεις τους. Δεν τους επέτρεπε κάτι τέτοιο η στρατιωτική παιδεία τους. Συνήθως, αμολούσαν απλώς καταπάνω τους τα σκυλιά για να τους ξεσκίσουν.
Με μια κουβέντα, τώρα, και παρ' όλο τον σεβασμό μας στην αρχαιότητα, και δη την Κλασική, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι πελταστές ήταν ζώα. Πολεμικοί αρχάνθρωποι. Ζούσαν παρά τω πολιτισμώ, και όχι στους κόλπους του.
Αρχάνθρωποι-ξεαρχάνθρωποι, πάντως, έβρισκαν πάντα δουλίτσα. Βλέπετε, ο πόλεμος ήταν η κανονικότητα της εποχής, τα θύματα πολλά, και οι ανάγκες, άρα, για πελταστές αμείωτες. Ναι: για τους βάρβαρους πελταστές, δεν υπήρχε καλύτερη εποχή από εκείνην, με τον διαγκωνισμό των μεγάλων πόλεμων για κυριαρχία στον ελληνικό κορμό.
Σαν βγαλμένοι από παιδική ταινία φαντασίας, φορώντας πετσιά επάνω τους, και κομμάτια από γούνες, και κατά τα άλλα μισόγυμνοι και ξυπολυταρία, φαφούτηδες, με μούρα γεμάτα ουλές από τις μάχες και με μεγάλες, παχιές μουστάκες, ντρεσαρισμένοι με νοθευμένο κρασί και έχοντας στον νου τους τα λάφυρα και μόνο τα λάφυρα, αδιαφορώντας για το διακύβευμα της μάχης καθαυτό ή καν για το αύριο, χιμούσαν σαν κρητικά κριάρια με το κεφάλι κάτω, μπορώντας να τρέξουν, αλαλάζοντας υπόκωφα, ακόμα και στο πιο ανώμαλο έδαφος, εκεί όπου βέβαια δεν μπορούσε να επιχειρήσει συντεταγμένα η βαριά οπλιτική φάλαγγα. Η ανωμαλία, γενικώς, ήταν το στοιχείο τους.
Κάτι άλλο στο οποίο διέπρεπαν ήταν και τούτο:
Όταν η φάλαγγα, ο κανονικός στρατός δηλαδή, είχε κάποιο στρατηγικό σχέδιο, την επίθεση φέρ' ειπείν σε κάποιο οχυρό ή σε ένα συγκεκριμένο μέτωπο του εχθρού, ή σε κάποιο ισχνό σημείο της παράταξής του κ.ο.κ., οι αξιωματικοί —άνθρωποι σοφοί, ξεσκολισμένοι, ψημένοι στη μάχη— έστελναν την αγέλη των πελταστών στο ΑΝΤΙΘΕΤΟ σημείο, για αντιπερισπασμό. Οι αρχάνθρωποι από τη Θράκη, ή αυτός ο Κρης που λέγαμε, κουτρουβάλαγαν με μυκηθμούς προς το σημείο που τους είχε υποδειχθεί, λαρυγγίζοντας και κάνοντας τέτοιο θόρυβο, που ο αντίπαλος, ήθελε δεν ήθελε, τα έχανε. Και έτσι ο κανονικός στρατός μπορούσε να επιτύχει ευκολότερα τον αντικειμενικό του στόχο.
Οι ίδιοι οι «πελτασταί», κατά που λέει κι η λέξη (κατήντησε με τα χρόνια να σημαίνει τον μηδαμινής σκευής και χρησιμότητας άνθρωπο, έναν ασήμαντο χωριάτη), δεν ήταν εις θέσιν να προξενήσουν άμεσα σοβαρή ζημία. Εμμέσως όμως μπορούσαν.
Και το έκαναν πολλάκις.