Του Κωνσταντίνου Σαραβάκου
Η συζήτηση για τα επιδόματα και το κράτος πρόνοιας και λόγω των εκλογών που πέρασαν, αλλά και γενικότερα λόγω ιδεολογικής τοποθέτησης των κομμάτων, παραμένει ψηλά στον δημόσιο διάλογο. Η θεωρητική συζήτηση δεν έχει τόσο νόημα, στον βαθμό που δεν λύνει τα υπαρκτά προβλήματα των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Ωστόσο, μετά την τελευταία δημοσίευση της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα, μπορούμε να έχουμε μια πιο καθαρή εμπειρική εικόνα για την κοινωνική πολιτική των κυβερνήσεων, για όσες και όσους τέλος πάντων μείναμε να μας λένε κάτι οι αριθμοί.
Το πώς προσδιορίζεται τεχνικά ο πληθυσμός που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας δεν έχει τόση σημασία στο άρθρο αυτό. Αυτό που έχει σημασία να ειπωθεί με απλά λόγια είναι ότι περίπου 1 στους 5 Έλληνες πολίτες από το 2007 μέχρι σήμερα ζει σε οικογένεια με εισόδημα κάτω του 60% διάμεσου εισοδήματος των πολιτών της χώρας, μετά και την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας, δηλαδή την αναδιανομή.
Με όλες τις κυβερνήσεις λοιπόν από το 2007 και μετά, το ένα πέμπτο του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας με μικρές διακυμάνσεις (το μικρότερο ποσοστό είναι το 18,5% του 2018 και μεγαλύτερο το 23,1% του 2012 και του 2013). Το ερώτημα είναι, λοιπόν, πόσο μείωσε η κάθε κυβέρνηση το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας με την κρατική βοήθεια που προσέφερε;
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. την περίοδο 2007-2009 μείωσε, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας κατά 4,5, 3,2 και 3,0 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα για κάθε έτος διακυβέρνησης και κατά μέσο όρο 3,6 ποσοστιαίες μονάδες.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ την περίοδο 2010-2011 μείωσε, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας κατά 3,7 και 3,4 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα για κάθε έτος διακυβέρνησης και κατά μέσο όρο 3,6 ποσοστιαίες μονάδες.
Η συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ (+ΔΗΜΑΡ) την περίοδο 2012-2014 μείωσε, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας κατά 3,7, 4,9 και 3,9 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα για κάθε έτος διακυβέρνησης και κατά μέσο όρο 4,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ την περίοδο 2015-2018 μείωσε, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας κατά 4,1, 4,0, 3,8 και 4,7 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα για κάθε έτος διακυβέρνησης και κατά μέσο όρο 4,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Από τα στοιχεία είναι φανερό ότι οι δύο συγκυβερνήσεις την περίοδο της κρίσης τα κατάφεραν καλύτερα από τις προηγούμενες μονοκομματικές κυβερνήσεις και μείωσαν περισσότερο το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Τα κατάφεραν καλύτερα και από το 2008, όταν η κρίση ακόμη δεν είχε φανεί στην Ελλάδα.
Σχετικά με τις δύο τελευταίες περιόδους διακυβέρνησης, διαπιστώνουμε ότι και οι δύο σημειώνουν ίσους μέσους όρους. Το θετικό για τη διακυβέρνηση Σαμαρά είναι πως πέτυχε την υψηλότερη μείωση στα 12 αυτά χρόνια (4,9 ποσοστιαίες μονάδες μείωσης το 2013) με την οικονομία να συρρικνώνεται. Το αρνητικό είναι ότι, παρ'' όλη τη μείωση, σημείωσε το υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού που βρέθηκε κάτω από το όριο της φτώχειας μετά την αναδιανομή και μάλιστα για δύο διαδοχικές χρονιές (23,1%, το 2012 και το 2013). Από την άλλη, το θετικό για τη διακυβέρνηση Τσίπρα είναι ότι πέτυχε σταθερή μείωση κοντά στις 4 ποσοστιαίες μονάδες για 4 χρόνια και σημείωσε το χαμηλότερο ποσοστό του πληθυσμού που βρέθηκε κάτω από το όριο της φτώχειας, ακόμα και σε σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα (18,5% το 2018). Το αρνητικό είναι ότι δεν κατάφερε να ξεπεράσει τις 4,7 ποσοστιαίες μονάδες μείωσης με την οικονομία να αναπτύσσεται, έστω και αναιμικά, παρ'' όλα τα υψηλά υπερ-πλεονάσματα και την αναδιανομή.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι οι συγκυβερνήσεις της περιόδου 2012-2018 τα πήγαν πολύ καλύτερα στη μείωση της φτώχειας από τις κυβερνήσεις της περιόδου 2007-2011. Ωστόσο, όπως αναφέραμε, τα τελευταία 12 χρόνια σταθερά το ένα πέμπτο του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Είτε έχουμε πατριωτική κυβέρνηση, είτε λαϊκή κυβέρνηση, είτε αριστερή κυβέρνηση, είτε ταξική κυβέρνηση, είτε ύφεση, είτε ανάπτυξη, 1 στους 5 ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Την ίδια στιγμή (2017) μία άλλη μνημονιακή χώρα, η Ιρλανδία, κατάφερε με το κράτος πρόνοιας που έχει να μειώσει το αντίστοιχο ποσοστό κατά 17,3 ποσοστιαίες μονάδες, από 32,9% σε 15,6%! Είναι ασύλληπτη η διαφορά, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι και οι δύο δαπανούμε σχεδόν ίσο ποσοστό του ΑΕΠ για κοινωνική προστασία (εκτός συντάξεων, 5,6% η Ελλάδα, 6,1% η Ιρλανδία).
Προστασία των αδύναμων σημαίνει αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος, όχι απαραίτητα μεγάλο ή μικρό, αλλά αποτελεσματικό! Όποια κυβέρνηση θέλει να λέει ότι είναι πατριωτική ή ταξική και προστατεύει τους αδύναμους, να ρίξει μια ματιά στην Ιρλανδία. Τα υπόλοιπα είναι success story για τους κομματικούς στρατούς.
* Ο Κωνσταντίνος Σαραβάκος είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής του ΚΕΦίΜ
** Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής, 2 Αυγούστου