Στη χώρα μας, οτιδήποτε και να συμβεί, δεν φταίμε ποτέ εμείς. Οι φταίχτες είναι πάντοτε οι άλλοι. Αυτό αποτελεί άλλωστε μια εύκολη επιλογή. Το δύσκολο θα ήταν να αναζητήσουμε τις δικές μας ευθύνες, σε κάθε συμβάν. Τη δική μας συμβολή στην τελική έκβαση των συμβάντων. Διότι μόνο αυτήν μπορούμε να καθορίσουμε και να ελέγξουμε.
Οι Αγγλοσάξονες περιγράφουν αυτήν την αποποίηση των δικών μας ευθυνών και την προβολή τους πάνω στους άλλους, δίνοντας της την ονομασία «blame game».
Ένα τέτοιο διαρκές παιχνίδι επίρριψης και μεταφοράς ευθυνών, παρακολουθούμε εδώ και χρόνια ανάμεσα στις επιχειρήσεις και στις τράπεζες. Οι επιχειρήσεις κατηγορούν τις τράπεζες ότι αρνούνται να τις χρηματοδοτήσουν, ενώ αντίθετα οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι οι επιχειρήσεις δεν πληρούν τα απαιτούμενα τραπεζικά κριτήρια χρηματοδότησης.
Αυτό βέβαια αφορά κυρίως το οικοσύστημα των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Ένα οικοσύστημα που σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παράγει στην Ελλάδα το 89% της συνολικής προστιθέμενης και κατέχει στην απασχόληση ένα ισχυρό μερίδιο της τάξης του 87,9%. Αλλά και ένα οικοσύστημα που αντί να έχει ξεπεράσει τις χρόνιες παθογένειες του, τις είδε να επιδεινώνονται κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας, έχουν βγει τραυματισμένες από την κρίση, παρά τα γενναία κυβερνητικά προγράμματα ενίσχυσης και υποστήριξης, κατά η διάρκεια της διετίας 2020-2021.
Σε πρόσφατη παρέμβαση του, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, σημείωσε ότι οι ευθύνες των τραπεζών είναι πολύ μεγάλες. Εκτιμά ότι οι τράπεζες δεν κάνουν πλέον τη δουλειά τους, διότι έχουν αντικαταστήσει τους τραπεζίτες με καθαρά τεχνικά κριτήρια.
Υπενθύμισε τον τρόπο που λειτουργούσαν παλαιότερα οι τράπεζες. Τότε που «τα παραδοσιακά τραπεζικά στελέχη, που ήταν διασκορπισμένα σε όλη την επικράτεια, και τα οποία γνώριζαν την τοπική πιάτσα, την αγορά κάθε επιχείρησης αλλά και τη δυναμική της κάθε επιχείρησης, αξιολογούσαν αν είναι ή όχι αξιόχρεη».
Ωστόσο αυτό είναι ακριβώς το μοντέλο που οδήγησε στη διόγκωση των κόκκινων δανείων. Η επαφή του παραδοσιακού τραπεζικού στελέχους με την ντόπια κοινωνία, την τοπική πιάτσα, τα δήθεν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθώς και τα κρυφά και αδιαφανή δυναμικά στοιχεία των επιχειρήσεων.
Τα κριτήρια βιωσιμότητας μια επιχείρησης, η επιτυχία ενός επιχειρησιακού σχεδίου, η προοπτική ανάπτυξης μιας εταιρείας και η δυνατότητα χρηματοδότησης, έχουν να κάνουν με επεξεργασία αριθμών. Υπάρχει λόγος που τα «καθαρά τεχνικά κριτήρια αξιολόγησης» έχουν αντικαταστήσει τα τραπεζικά στελέχη. Διότι τα «τεχνικά χαρακτηριστικά» αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα και δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους, μη αποτιμώμενες αξίες και αμφίβολες προοπτικές.
Αν το προηγούμενο μοντέλο είχε αποδειχτεί αποτελεσματικό, δεν θα είχαν οδηγηθεί οι τράπεζες στον Λαβύρινθο των Κόκκινων δανείων. Αν το προηγούμενο μοντέλο είχε αποδειχτεί αποτελεσματικό, δεν θα ήταν ένας τόσο μεγάλος αριθμός μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο μεταίχμιο της επιβίωσης. Διότι, ας μην γελιόμαστε.
Είναι τεράστιος ο αριθμός των επιχειρήσεων, που παραμένουν στα χαρτιά ενεργές, επειδή απλά μεταχρονολογίζουν τις υποχρεώσεις τους προς τρίτους, όπως για παράδειγμα προς τις τράπεζες, προς τους προμηθευτές, προς τους πελάτες, προς τα ασφαλιστικά ταμεία και τις φορολογικές αρχές.
Γνωρίζουμε ότι για πολλές εταιρείες, η μη χορήγηση τραπεζικού δανεισμού μπορεί να οδηγήσει στον ξαφνικό θάνατο τους. Ωστόσο και ο εκ νέου τραπεζικός δανεισμός δεν είναι σίγουρο ότι θα μεταβάλλει την προδιαγεγραμμένη πορεία τους προς το θετικότερο.
Διότι από τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν λείπουν μόνο τα τραπεζικά κεφάλαια. Λείπουν τα ίδια κεφάλαια, λείπει η στρατηγική, λείπει το σχέδιο, λείπει ο εκσυγχρονισμός, λείπει αυτό που θα τις διαφοροποιήσει από τον ανταγωνισμό.
Διαβάζουμε ότι το ΕΒΕΑ δημιούργησε μια πλατφόρμα μέσω της οποίας τα μέλη μπορούσαν να καταχωρήσουν τα οικονομικά μεγέθη τους, ώστε να γίνει μια διάγνωση αν καλώς ή κακώς «κόπηκαν» από τις τράπεζες. Όμως δεν χρειάζονται ούτε πλατφόρμες, ούτε διαγνώσεις.
Αρκεί το ΕΒΕΑ να σκεφτεί με τη λογική ενός Fund και να απαντήσει σε ένα απλό ερώτημα. Σε ποιες από αυτές τις επιχειρήσεις που ανήκουν στο δυναμικό του, θα τοποθετούσε τα κεφάλαια του, αυτό το υποθετικό «EBEA Fund»;
Αρκεί το ΕΒΕΑ να σκεφτεί με τη λογική του επενδυτικού συμβούλου και να απαντήσει σε ένα διπλό ερώτημα. Σε ποιες από αυτές τις επιχειρήσεις θα πρότεινε να συγχωνευθούν ή να συμπράξουν και με ποιους όρους; Σε ποιες από αυτές τις επιχειρήσεις θα πρότεινε να αναζητήσουν εταίρους και με ποιες αποτιμήσεις;
Αρκεί το ΕΒΕΑ να ενδυθεί το ένδυμα της τράπεζας και να απαντήσει σε ένα ακόμα ερώτημα. Τι θα σημαίνει για την επιχείρηση και για την τράπεζα η μη δυνατότητα αποπληρωμής του δανείου;
Πρώτα θα πρέπει λοιπόν το ΕΒΕΑ να λύσει τα του οίκου του, με καθαρά οικονομικά κριτήρια και μετά να απευθυνθεί στις τράπεζες. Διότι ο χορός με τις τράπεζες είναι ένα σφιχτό και δύσκολο tango, που δεν είναι σίγουρο ότι θα προσφέρει ψυχαγωγία και διασκέδαση.