Όποιος διαβάσει, έστω και με χαλαρό τρόπο, τα μέτρα στα οποία καταλήγουν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες, στην προσπάθεια στήριξης και ανόρθωσης της οικονομίας, θα παρατηρήσει ότι οι λέξεις που συναντώνται πιο συχνά στα κείμενα είναι οι ακόλουθες: «τράπεζες», «πιστώσεις», «χρηματοδοτήσεις», «τραπεζικό σύστημα», «τραπεζικές εγγυήσεις», «κρατικές εγγυήσεις», «τραπεζικές διευκολύνσεις» και άλλες.
Δεν χαρακτηρίζεται άδικα το τραπεζικό σύστημα ως η καρδιά της οικονομίας μιας χώρας. Η διοχέτευση των δανείων προς τις επιχειρήσεις παρομοιάζεται με τη ροή του αίματος προς τα διάφορα ανθρώπινα όργανα. Και η μη ανταπόκριση των επιχειρήσεων προς τις τραπεζικές τους δεσμεύσεις, που δεν είναι άλλη από τη μη αποπληρωμή των δανείων που έχουν λάβει, παρομοιάζεται με έμφραγμα, που πιθανόν να σκοτώσει την τράπεζα.
Σήμερα το διεθνές τραπεζικό σύστημα έχει επωμιστεί όλο το βάρος της ανασυγκρότησης της παγκόσμιας οικονομίας. Και αυτό συμβαίνει, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η απαραίτητη εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, ειδικά αυτών που δραστηριοποιούνται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το lockdown που επιβλήθηκε σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό από όλες τις κυβερνήσεις, μαζί με την κατακόρυφη πτώση της κατανάλωσης λόγω της αβεβαιότητας για την επόμενη ημέρα, είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσουν σε ένα νέο κύκλο δημιουργίας κόκκινων δανείων, τόσο επιχειρηματικών όσο και στεγαστικών και προσωπικών. Το πιθανότερο είναι ότι ακόμα και τραπεζικοί πελάτες που έχουν δεχθεί ρυθμίσεις των οφειλών τους θα αδυνατούν να εξυπηρετήσουν ακόμα και αυτές τις ευνοϊκές ρυθμίσεις τους. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα παραμείνουν στο κόκκινο και ταυτόχρονα οι διαδικασίες μεταβίβασης των κόκκινων δανείων σε τρίτους, με την κάλυψη εγγυήσεων του Δημοσίου, πιθανότατα θα επιβραδυνθούν.
Όλα στον αέρα
Απλά παραδείγματα, κατανοητά στον καθένα μας, αποτελούν οι αεροπορικές εταιρείες, για τις οποίες υιοθετούνται τιτάνια πακέτα κρατικής υποστήριξης σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και οι εταιρείες του στενού και ευρύτερου τουριστικού κλάδου. Το ίδιο συμβαίνει και στις ΗΠΑ, όπου όλος ο ενεργειακός κλάδος είναι υπερδανεισμένος, σε τέτοιο σημείο που τα σενάρια πτώχευσης των μονάδων σχιστολιθικού πετρελαίου μπορούν να συμπαρασύρουν ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα, αν εξακολουθήσει η πίεση στις τιμές του πετρελαίου. Το ίδιο και τα αμερικανικά αγροτικά νοικοκυριά, που έχουν ήδη κλονιστεί από τις επιπτώσεις της μείωσης των εξαγωγών των προϊόντων τους, λόγω του κλιμακούμενου εμπορικού πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Και έτσι αδυνατούν να επιστρέψουν στις τράπεζες τις ετήσιες χρηματοδοτήσεις των καλλιεργειών τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τα φοιτητικά δάνεια, τα οποία υπερβαίνουν το $1,5 τρισ. Με την ανεργία να υπερβαίνει σήμερα τα 24 εκατ., είναι αμφίβολο αν αυτά τα δάνεια θα αποπληρωθούν ποτέ. Και αν τα 24.000.000 ανέργων σαν απόλυτος αριθμός φαντάζει τρομακτικός, ας σκεφτούμε ότι στη χώρα μας εκτιμάται ότι ο τελικός αριθμός των νέων ανέργων από την κρίση λόγω της πανδημίας θα πλησιάσει τις 250.000, που και αυτός είναι υψηλός για το μέγεθος της οικονομίας της Ελλάδας.
Επομένως το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα πρέπει να προετοιμαστεί βραχυπρόθεσμα για να απορροφήσει νέες ζημιές, αλλά και τις πιέσεις στα έσοδά του, ακόμα και από δάνεια που εξυπηρετούνται. Και αυτό λόγω της πολιτικής των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων που υιοθετούν οι κεντρικές τράπεζες. Η διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας και του διασυνοριακού εμπορίου θα επιφέρει και αυτή με τη σειρά της μείωση των εσόδων των τραπεζών από προμήθειες.
Η πανδημία του Covid-19 επιτάχυνε άρδην το τελικό πέρασμα των τραπεζών στο απόλυτο ψηφιακό περιβάλλον, στο οποίο ήδη κινούνται οι μικρές challenger banks στον χώρο της λιανικής τραπεζικής. Έτσι οι τράπεζες πρέπει να μεταμορφωθούν όσο το δυνατόν νωρίτερα σε ψηφιακές. Να επενδύσουν στην ψηφιακή τεχνολογία που είναι υψηλού κόστους, να εκπαιδεύσουν το προσωπικό και τους πελάτες τους, ώστε να αποφεύγουν τα φυσικά υποκαταστήματα. Να παρέχουν εξ αποστάσεως υπηρεσίες στις επιχειρήσεις και να προσφέρουν προσωπικές και εξατομικευμένες υπηρεσίες στους ιδιώτες πελάτες για να μην απολέσουν μερίδιο αγοράς. Διότι τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι ιδιώτες αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων ότι έχουν εξοικειωθεί σε σημαντικό βαθμό με τις απλές αλλά και τις σύνθετες τραπεζικές εφαρμογές, έχοντας διαμορφώσει μια νέα χρηματοοικονομική κουλτούρα.
Οι τρεις μεγάλες προκλήσεις
Συμπερασματικά, το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα έρχεται αντιμέτωπο:
α) με την πραγματικότητα των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων και των κινδύνων που πηγάζουν από αυτό το γεγονός,
β) με τη σημαντική συρρίκνωση των εσόδων τους, και
γ) με την πρωταρχική αναγκαιότητα για νέες σημαντικές επενδύσεις στον χώρο των ψηφιακών τραπεζικών εφαρμογών.
Εκτιμάται ότι τα τραπεζικά κέρδη μέσα στο 2020, σε παγκόσμιο επίπεδο, θα κυμανθούν πτωτικά από 50% ώς και 90%, σε σχέση με τα κέρδη του 2019.
Η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια πρόκληση για τους τραπεζικούς οργανισμούς και τους μετόχους τους. Θα ήταν ό,τι έπρεπε για να χαραχθεί το μέλλον της τραπεζικής για τα επόμενα 10-15 χρόνια. Όμως δεν είναι έτσι. Διότι οι τράπεζες παγκοσμίως είναι υποκεφαλαιοποιημένες, με σημαντική έκθεση σε πιστωτικούς, χρηματιστηριακούς και συστημικούς κινδύνους. Γι’ αυτό τον λόγο οι κεντρικές τράπεζες χαλαρώνουν τα αυστηρά κριτήριά τους, χαλαρώνουν τους εποπτικούς μηχανισμούς, παριστάνοντας ότι δεν υπάρχει κίνδυνος.
Και γιατί γίνεται αυτό; Διότι το τραπεζικό σύστημα θα είναι ο μηχανισμός πάνω στον οποίο θα στηθεί ο κρατικός παρεμβατισμός και πάνω από τον οποίο θα ίπταται το περίφημο ελικόπτερο που βλέπουμε σε όλες τις γελοιογραφίες του οικονομικού Τύπου να πετάει λεφτά.
Είναι άραγε έτοιμες οι τράπεζες να μεσολαβήσουν στις κρατικές ενέσεις ρευστότητας; Έχουν τους μηχανισμούς διαχείρισης και της αξιολόγησης όλων αυτών των χρηματοδοτήσεων που θα βασίζονται στην κρατική εγγυοδοσία; Διότι μπορεί το κράτος να επιθυμεί «να μοιράσει χρήμα», όμως οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να εκτιμήσουν τον κίνδυνο και το ρίσκο του κάθε πελάτη και το αξιόχρεό του. Διότι μπορεί η σφραγίδα πίσω από το δάνειο να γράφει «με την εγγύηση του κράτους», όμως οι τράπεζες δεν θα ήθελαν να βρεθούν μπροστά σε μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων, που λόγω της συνάφειας με το κράτος θα οδηγηθούν σε στρεβλές και ανορθόδοξες λύσεις. Και το ερώτημα που τίθεται κυρίως στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι το κατά πόσο είναι δυνατόν να αντιμετωπίσει αυτό το νέο κύμα «υποχρεωτικών χρηματοδοτήσεων», όταν ύστερα από 10 χρόνια κρίσης δεν έχει εκκαθαρίσει την κόπρο του Αυγεία από το ενεργητικό του. Και φυσικά δεν αναφέρομαι μόνο στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, αλλά και στο σύστημα της Ιταλίας και της Γερμανίας.
Είναι σίγουρο ότι οι κυβερνήσεις μαζί με τις κεντρικές τράπεζες θα στηρίξουν το βαρύ και επικίνδυνο το φορτίο που αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Και αυτό θα γίνει με ορθόδοξους και ανορθόδοξους τρόπους. Είναι όμως εξ ίσου σίγουρο ότι τα πρόσκαιρα επιτυχή αποτελέσματα δεν εγγυώνται για την τελική επιτυχία.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι οι σημαντικότεροι χρηματιστηριακοί παράγοντες, όπως είναι η J.P. Morgan, η Goldman Sachs, η Morgan Stanley, η Citi, η Bank of America/Merrill Lynch και άλλοι, μαζί με τους οίκους αξιολόγησης έχουν υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα των τραπεζών, έχουν μεταβάλει τις αγοραστικές τους προτάσεις και έχουν μειώσει αισθητά τις τιμές στόχους των τραπεζικών μετοχών διεθνώς.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο 2-3 Μαΐου