Της Δρ. Μαρίας Χρ. Αλβανού*
Η επίθεση στην Ινδονησία την Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας με μια μητέρα και τις κόρες της αυτουργούς επίθεσης αυτοκτονίας (σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, ο σύζυγος και οι γιοί δραστηριοποιήθηκαν ως αυτουργοί σε έτερο σκέλος συντονισμένης επιχείρησης) φέρνει και πάλι στο προσκήνιο τις γυναίκες ως ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ιστορία της εξτρεμιστικής βίας. Ακόμη, ενδιαφέρον προκαλεί υπόθεση που εκδικάζεται αυτή την περίοδο στο Ηνωμένο Βασίλειο και αφορά μητέρα και κόρη σε σχεδιασμό επίθεσης αυτοκτονίας.
Η συμμετοχή γυναικών σε τρομοκρατική δράση έχει ιδιαίτερο αντίκτυπο στην κοινωνία και στα ΜΜΕ, γιατί ξεφεύγει από τη στερεοτυπική θεώρηση του γυναικείου φύλου ως μη βίαιου, «αθώου» και αδύναμου, που ακόμη επιβιώνει στην κοινή γνώμη. Όταν η γυναίκα είναι ταυτόχρονα και μητέρα, τότε το «μητρικό ένστικτο» και η σχεδόν συνυφασμένη με τη μητρική ιδιότητα προστασία της ζωής κάνουν αδύνατη για το μυαλό αρκετών την κατανόηση μιας φονικής τρομοκρατικής επίθεσης (πολύ περισσότερο όταν και οι κόρες της αυτουργού έχουν «στρατολογηθεί» στην επιχείρηση).
Η γενικότερη συμμετοχή γυναικών στην επιθετική δράση του Daesh και ευρύτερα του διεθνούς ισλαμιστικού τρομοκρατικού δικτύου μέχρι στιγμής δεν ήταν ενεργητική σε μαχητικό επίπεδο. Η στρατιωτική/πολεμική ικανότητα και εμπλοκή των γυναικών αποτελεί εξαίρεση στη διάσταση του μαχητικού jihad (με σαφή διαφοροποίηση που αφορά οργανώσεις τοπικής δράσης, οι οποίες χρησιμοποιούν εδώ και χρόνια επιχειρησιακά γυναίκες αυτουργούς στις επιθέσεις τους, αφού βέβαια “νομιμοποιήθηκε” η συμμετοχή τους στο “shahuda”-«μαρτύριο» μετά από καιρό και για καθαρά τακτικούς λόγους που αφορούν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού). Ούτε ακόμη στα χτυπήματα σε ευρωπαϊκό έδαφος που χαρακτηρίστηκαν ως χαλαρής σύνδεσης με την οργάνωση (δημοσιογραφικά αναφερόμενα ως χτυπήματα «μοναχικών λύκων»), δεν είχαμε παρατηρήσει γυναίκες βασικούς αυτουργούς. Αυτό εξηγούταν διότι η ισλαμιστική θεώρηση του γυναικείου φύλου έχει βάση πατριαρχικές και «κλειστές» παραδοσιακές δομές, που επηρεάζουν και τη συμμετοχή στο ένοπλο jihad. Ετσι μέχρι τώρα αναγνωρίζονταν ως επιτρεπτοί γυναικείοι ρόλοι αυτοί της μητέρας και της συζύγου του μαχητή και μάρτυρα. Το μοντέλο της «νύφης του μαχητή» (“jihadi bride”) λειτούργησε υποστηρικτικά στο φαινόμενο των «ξένων μαχητών», οδηγώντας νέες κοπέλες -και ανήλικες ακόμη- να φεύγουν για Συρία προς αναζήτηση συντρόφου και τη δημιουργία jihadi οικογένειας.
Είναι πλέον δεδομένη γνώση στον χώρο της ασφάλειας, ότι στην τρομοκρατία δεν υπάρχουν κόκκινες γραμμές. Οι ιδεολογικοί και θεολογικοί περιορισμοί και ερμηνείες αλλάζουν, αν αυτό θεωρηθεί αναγκαίο για την επιτυχή έκβαση τρομοκρατικών σχεδίων. Με αυτή την έννοια και στα πλαίσια της πρόσκλησης για δράση στο όνομα του Daesh, φαίνεται ότι και οι γυναίκες αναλαμβάνουν ρόλο αυτουργού σε επιθέσεις αυτοκτονίας (και θα δούμε αν θα συμμετέχουν και πώς σε επιθέσεις άλλης επιχειρησιακής μεθοδολογίας, πχ. με οχήματα ή μαχαίρι). Τίθεται βέβαια ζήτημα και μέλλει να φανεί πόσο «αυθόρμητη» είναι η συμμετοχή γυναικών σε τέτοιες επιχειρήσεις και αν υπάρχει ουσιαστική εξάρτηση από άντρα (συγγενή ή φιλικό πρόσωπο) ο οποίος θα οργανώνει και θα ορίζει την επιχειρησιακή διάσταση της εξέλιξης της επίθεσης.
Μετά τη στρατιωτική ήττα του, το Daesh αναζητά τρόπους συσπείρωσης και αποτελεσματικής τακτικής αναδίπλωσης. Χρειάζεται να επιβιώσει επιχειρησιακά και ως προς τη Δύση που του έχει ανοίξει πόλεμο, αλλά και να κρατήσει την πρωτοκαθεδρία στο ισλαμιστικό δίκτυο, πριν άλλη οργάνωση εμφανιστεί ως ο επικρατέστερος διάδοχος στο βασίλειο της διεθνούς τρομοκρατικής δράσης. Οι γυναίκες μπορούν να αποτελέσουν μια «επιχειρησιακή καινοτομία» που θα θέσει νέες προκλήσεις για τις αρχές ασφαλείας (ανατρέποντας στερεότυπα ασφαλείας) και θα βοηθήσει το Daesh να εξακολουθήσει να είναι συνώνυμο με τη σύγχρονη ισλαμιστική τρομοκρατική απειλή. Η δυστυχώς επιτυχημένη επιχείρηση στην Ινδονησία ενδέχεται να είναι μόνο η αρχή.
*Η δρ. Μαρία Χρ. Αλβανού είναι Εγκληματολόγος-Ειδική σε θέματα τρομοκρατίας, μέλος ερευνητικής ομάδας ITSTIME.