Της Αγγελικής Κώττη
Το Ερέχθειο, ο ναός με την πρόσταση των Καρυατίδων, θα μας απασχολήσει στις σημερινές «Ιστορίες Αρχαίων». Τα στοιχεία που χρησιμοποιούμε, τα έχουμε αντλήσει από την ομιλία του καθηγητή αρχαιολογίας Βασιλείου Λαμπρινουδάκη στο αμφιθέατρο του Μουσείου Ακροπόλεως. Είχε τίτλο «Αθηνά Αθηνών μεδέουσα» και αναφερόταν στην πολιούχο των Αθηνών Αθηνά, και στην έδρα της στην Ακρόπολη.
Κάτω από το δάπεδο του δυτικού διαμερίσματος του Ερεχθείου, οι Αθηναίοι ισχυρίζονταν ότι άκουγαν τον ρόθο των κυμάτων όταν φυσούσε νότιος άνεμος, από το προστομιαίον, το στόμιο δηλαδή που ανοιγόταν προς την Ερεχθηίδα θάλασσα. «Η Ερεχθηίς θάλασσα ήταν το αλμυρό νερό που έκαμε να βγει από το βράχο ο Ποσειδώνας κατά τη διεκδίκηση της Αθήνας και κατά την παράδοση πάντα επικοινωνούσε με τη θάλασσα του Φαλήρου» σημειώνει ο καθηγητής.
Το Ερέχθειο ήταν ένα πολυοικοδόμημα «που σχεδιάστηκε για να στεγάσει τις πιο σεβάσμιες λατρείες της Αθήνας στην Ακρόπολη, αλλά και για να τονίσει τη σχέση τους. Μέσα σ' αυτό ήταν ιδρυμένο το ξύλινο, αρχαίο άγαλμα της Αθηνάς Πολιάδος, που ενσάρκωνε τη θεία δύναμη που κατοικούσε στην Ακρόπολη και ήλεγχε την πόλη. Το Ερέχθειο διαδέχθηκε ένα μικρό να?σκο που είχε στεγάσει μετά τα Περσικά το άγαλμα, το οποίο πριν από την καταστροφή ήταν ιδρυμένο μέσα στον αρχαίο ναό του 6ου π.Χ. αιώνα. Το Ερέχθειο στέγαζε επίσης τον Βωμό του Ποσειδώνος και του Ερεχθέως»
Ο Ποσειδώνας
Ο Ποσειδών ως κύριος των υδάτων της θάλασσας αλλά και των εγκάτων της γης, μπορεί στο μύθο να έχασε από την Αθηνά, με την Ερεχθηίδα έμεινε κι αυτός συνιδιοκτήτης του βράχου της Ακρόπολης. «Αν θυμηθούμε και τον Αλιρρόθιο βλέπουμε ότι ο θεός κράτησε εδώ τη χθόνια πλευρά της υπόστασής του» υπογραμμίζει ο κ. Λαμπρινουδάκης.
Ο μύθος του Εριχθονίου, όπως διαμορφώθηκε στην κλασική παράδοση, παρουσιάζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την αναγεννητική λειτουργία της Αθηνάς και τον χαρακτήρα της πανάρχαιης λατρείας που στέγασε το Ερέχθειο. Η Αθηνά επισκέφθηκε τον Ήφαιστο για να παραγγείλει όπλα. Ο κουτσός θεός, παρακινημένος από τον Δία, επιχείρησε να κάνει έρωτα με την Αθηνά. Η θεά προσπάθησε να τον αποφύγει, αλλά το σπέρμα του ορμητικού Ηφαίστου έπεσε πάνω στην μηρό της. Η Αθηνά σφούγγισε αποτροπιαστικά το σπέρμα με ένα κομμάτι μαλλί και το πέταξε στη γη. Από αυτό όμως η γη γονιμοποιήθηκε, και έβγαλε από τα σπλάγχνα της, γέννησε, τον Εριχθόνιο. Η Αθηνά ανέλαβε τότε να τον αναθρέψει. Στις αρχαίες παραστάσεις, που είναι πολλές, η θεοποιημένη Γη βγαίνει, ανέρχεται, από τη γη, και παραδίδει το παιδί Εριχθόνιο στην Αθηνά για να το αναθρέψει. Η Αθηνά ταυτίζεται με τη Γη ως μητέρα, γονιμοποιός και γόνιμη, χθόνια και υπέργεια.»
Ο γιος της θεάς
Το παιδί της Αθηνάς- Γης, ο Εριχθόνιος- Ερεχθεύς, στις παραστάσεις αυτές έχει φυσιολογική ανθρώπινη μορφή. Όμως η συνέχεια του μύθου υπογραμμίζει με σαφήνεια τη χθόνια προέλευσή του. Η Αθηνά από ντροπή για το αθέλητο τέκνο της έκρυψε μυστικά από τους θεούς το παιδί σε ένα ψάθινο κιβώτιο, μια κίστη. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι η κίστη ήταν το σκεύος που περιείχε τα άρρητα αντικείμενα κατά τις μυστηριακές τελετές. Την κίστη λοιπόν με το περιεχόμενό της το έδωσε η Αθηνά στις τρεις κόρες του Κέκροπος, του πρώτου βασιλιά της Αθήνας με τη ρητή εντολή να μην την ανοίξουν. Και για τον Κέκροπα, τον πατέρα τους, έλεγαν ότι γεννήθηκε από το έδαφος, τη γη της Αττικής, η οποία μάλιστα ονομάσθηκε τότε από το όνομά του Κεκροπία. Ως γέννημα της γης τον φαντάζονταν μισό άνθρωπό και μισό φίδι. Οι κόρες του πάλι, που ανέλαβαν τη φύλαξη του Εριχθονίου, λέγονταν Άγραυλος, Έρση και Πάνδροσος. Ή άγραυλος είναι αυτή που διατρίβει στους αγρούς, η έρση είναι η πρωινή δροσιά, και η πάνδροσος είναι η ολόδροση, αυτή που χαρίζει όλη την απαραίτητη για τα γεννήματα υγρασία.
Είναι σαφές λοιπόν ότι οι τρεις κόρες του γεννημένου από τη γη Κέκροπος αντιπροσώπευαν το γονιμοποιητικό και το αναγεννητικό στοιχείο της φύσης αναλαμβάνοντας στο μύθο τον ρόλο της γενικότερα γνωστής ως παρθένος Αθηνάς. Σύμφωνα με τον μύθο λοιπόν η Έρση και η Άγλαυρος από περιέργεια παράκουσαν τη θεά και άνοιξαν την κίστη. Βλέποντας να ξεπροβάλλει από εκεί ένα φίδι, ή ο Εριχθόνιος τριγυρισμένος με φίδι – η χθόνια μορφή του γεννώμενου θεού – τρόμαξαν και χτυπημένες από τρέλα που η Αθηνά τους έστειλε ως τιμωρία, αυτοκτόνησαν πέφτοντας από το βράχο της Ακρόπολης. Μόνο η Πάνδροσος που τήρησε την εντολή της Αθηνάς έμεινε ως τροφός του Εριχθονίου μέσα στο ναό της θεάς. Και στο σημείο αυτό του μύθου βλέπουμε το θάνατο (Έρση- Άγραυλος) και τη συνέχεια της ζωής (Πάνδροσος) που μοιράστηκαν οι τρείς κόρες.
Εδρα της Αθηνάς
«Η μυθική διήγηση αποτυπωνόταν στις θρησκευτικές εγκαταστάσεις της Ακρόπολης, οι οποίες εξυπηρετούσαν τη λατρεία που επένδυαν οι μύθοι» συνέχισε ομιλητής. «Ο αρχαίος ναός, και ασφαλώς πιο παλιά το μυκηναϊκό ανάκτορο, ο πυκινός δόμος ?ρεχθ?ος του Ομήρου, και κατόπιν το Ερέχθειο ήταν η έδρα της Αθηνάς, ενσάρκωσης της πόλης, της Αθηνάς Πολιάδος. Εκεί βρισκόταν ο τάφος του Ερεχθέως, όπου όμως θεωρούσαν ότι κατοικεί και ο ιερός όφις, δηλαδή, όπως είδαμε, ο αναγεννώμενος Ερεχθεύς- Εριχθόνιος. Δίπλα στον τάφο του Ερεχθέως βρισκόταν το ίχνος από τον κεραυνό του Διός που τον σκότωσε σύμφωνα με τον μύθο κατά παράκληση του Ποσειδώνα, του οποίου ο Ερεχθεύς είχε σκοτώσει τον γιο του Εύμολπο στον πόλεμο μεταξύ Αθήνας και Ελευσίνας. Το ότι το σύμπλεγμα αυτό τάφου και ίχνους κεραυνού ήταν ένα άγιο μαρτύριο της αναγεννητικής παρουσίας του θείου στην Ακρόπολη που εξασφάλιζε την δύναμη και την μακροημέρευση της πόλης δείχνει η σχετική παράδοση ότι οι κόρες του Ερεχθέως, η Χθονία και η Πρωτογένεια, θυσιάστηκαν μετά από σχετικό χρησμό από τον πατέρα τους για να κερδίσει τη μάχη κατά των Ελευσινίων.
Βορειότερα υπήρχε ο τάφος του επίσης ανθρώπου και δράκοντα Κέκροπα, ο οποίος στο τέλος του 5ου αιώνα προσαρμόσθηκε στη νοτιοδυτική γωνία του Ερεχθείου και αναδείχθηκε με την πρόσταση των Καρυατίδων.»
Αμέσως δίπλα στο Ερέχθειο, στα δυτικά του, εκτεινόταν το υπαίθριο ιερό της Πανδρόσου. Στα δυτικά του Ερεχθείου και του Πανδροσείου, σε ένα χαμηλότερο επίπεδο, εκτεινόταν το Αρρηφόριο, ο χώρος των αρρηφόρων. Οι αρρηφόροι – η λέξη σημαίνει αυτές που έφεραν, μετέφεραν άρρητα, μυστικά πράγματα – ήταν τέσσερα κορίτσια ηλικίας 7-11 ετών και επιλέγονταν από επιφανείς οικογένειες της πόλης. Εγκαθίσταντο στο Αρρηφόριο στο τέλος του μήνα Πυανεψιώνα, δηλαδή πριν τα μέσα Νοεμβρίου και έμεναν εκεί μέχρι την γιορτή των αρρηφορίων που γινόταν στην αρχή του μήνα Σκιροφοριώνα, δηλαδή στο τέλος Μαΐου. Το Αρρηφόριο διέθετε έναν οίκο, στα δυτικά του μια αυλή πιθανώς στεγασμένη με στοά, και στα ανατολικά του έναν ακόμα ανοικτό χώρο, που ήταν πιθανώς η σφαιρίστρα των πηγών, εκεί δηλαδή που τα κορίτσια έπαιζαν τελετουργικά μπάλα. Στη δυτική αυλή βρισκόταν το στόμιο της μυστικής καθόδου στη βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης, που τη μυκηναϊκή εποχή οδηγούσε βαθιά σε πηγή, και που στα χρόνια των αρρηφόρων το ανώτερο τμήμα της ήταν σε χρήση και έβγαζε στα πόδια του βράχου.