Του Τριαντάφυλλου Καρατράντου*
Το πρόγραμμα δημοσιονομικής υποστήριξης (γνωστότερο και ως μνημόνιο) που υιοθέτησε η Ελλάδα το 2010 ήταν μία λύση στην έντονη δημοσιονομική κρίση που αντιμετώπιζε η χώρα. Επί της ουσίας με το πρόγραμμα ρυθμίζονταν, σε ορισμένες περιπτώσεις με επώδυνο τρόπο, ζητήματα που σχετίζονταν με την ευρεία έννοια της οικονομίας. Το ευρύ μέτωπο που αντιτάχθηκε στο μνημόνιο και οι πολιτικές δυνάμεις που το υποστήριξαν ή προέκυψαν μέσα από αυτό έδωσαν στο ζήτημα ταυτοτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Επί της ουσίας, ειδικότερα την περίοδο των Αγανακτισμένων, τραβήχτηκε από τα κάτω μία βαθιά διαχωριστική γραμμή μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών.
Η ιδεολογική πτυχή της σύγκρουσης αυτής οδήγησε γρήγορα στην ανάπτυξη και τη χρήση θεωριών συνωμοσίας, ψευδών ειδήσεων και μηχανισμών προπαγάνδας που συνέδεσαν τους μνημονιακούς με κάθε τι κακό. Η σύγκρουση από την ιδεολογία πέρασε στην ιδεοληψία και στην τελεολογία, ανασύροντας και μία ιστορική διάσταση (γερμανοτσολιάδες, Εφιάλτες κ.ά.).
Είναι αναμενόμενο όλη αυτή η προβληματική να συνδεθεί με τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, καθώς μία από τις βασικές συνωμοσίες που ανέδειξε το αντιμνημονιακό μέτωπο ήταν το θέμα της σκευωρίας των ξένων κέντρων κατά της Ελλάδας και η εφαρμογή της μέσω των πολιτικών εντολοδόχων τους, των εγχώριων ελίτ. Το κρισιμότερο σημείο αυτής της προβληματικής ήταν η θεωρούμενη εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας. Αυτή η σύνδεση οδήγησε σε μία σωρευτική απονομιμοποίηση αποφάσεων και επιλογών διαδοχικών κυβερνήσεων. Επίσης, η αδιαμεσολάβητη λαϊκή θέληση αναδείχτηκε ως ο βασικός παράγοντας επιρροής και επιβολής πολιτικών.
Ουσιαστικά, μέσα σ'' αυτό το νέο πλαίσιο πολιτικής δεν υπήρχε χώρος για τον παραδοσιακό τρόπο διαχείρισης θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, όπου ο ρόλος των εκλεγμένων ελίτ ήταν κυρίαρχος και σε πολλές περιπτώσεις σε αντίθεση με το κοινό λαϊκό αίσθημα. Σαφώς και η εξωτερική πολιτική, ειδικά με τη συνθετότητα της εποχής μας, είναι εκ των πραγμάτων μια διαδικασία που δεν μπορεί να στηρίζεται σε άμεσες διαδικασίες λαϊκής έκφρασης, ειδικά δημοψηφισμάτων. Ωστόσο, δεν μπορεί και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αγνοηθεί ο παράγοντας της κοινής γνώμης.
Η περίπτωση του Μακεδονικού είναι εκ των πραγμάτων ιδιαίτερα περίπλοκη σε ορισμένες πτυχές της, ακόμη και σε σύγκριση με τις σχέσεις με την Τουρκία. Ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε από την κυβέρνηση η πρωτοβουλία επίλυσης που οδήγησε στη Συμφωνία των Πρεσπών οδήγησε στην ένωση δύο ιστορικών στιγμών έντονης λαϊκής αντίδρασης (Μακεδονικό στις αρχές του '90 και μνημόνιο), αλλά και στην εργαλειοποίηση της αντίδρασης από ακραίες εθνικιστικές και ακροδεξιές φωνές. Η απροθυμία δημιουργίας κλίματος εθνικής συνεννόησης σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα άνοιξε την πόρτα σε έναν νέο διχασμό. Η εξωτερική πολιτική δεν προσφέρεται για διχασμούς και έντονες πολιτικές συγκρούσεις. Όποτε η Ελλάδα μπήκε σε τέτοιους δρόμους, το πλήρωσε ακριβά. Σ'' αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικότερη και από την ίδια τη συμφωνία η διαχείριση της επόμενης ημέρας της ψήφισής της, καθώς και η αναγκαία προσπάθεια αντιμετώπισης του διχασμού.
* Ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι διεθνολόγος
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 18ης Ιανουαρίου