Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Με αφορμή τη συζήτηση που άνοιξε για ακόμη μία φορά —ποιοι είμαστε εμείς οι Ευρωπαίοι, από ποιους κινδυνεύει ο πολιτισμός μας, η καθημερινότητά μας, οι συνήθειές μας κ.ο.κ.—, μιλήσαμε στο χθεσινό μας σημείωμα για τη γλωσσική μετανάστευση, τη μετανάστευση των λέξεων, μια κάπως αυθαίρετη αναλογία που θελήσαμε να κάνουμε με τη μετανάστευση των ίδιων των ομιλητών των διαφόρων γλωσσών: με τη σύγχρονη μετανάστευση, εντέλει, των ανθρώπων στην Ευρώπη —πολλών ανθρώπων στην Ευρώπη—, και δη «μη λευκών / μη χριστιανών».
Ας αφήσουμε όμως τις γλώσσες? ήδη αυτά τα λίγα ήταν πολλά. Χθες, μιλώντας για την προσωπική μου εμπειρία, είπα ακόμη ότι ένας από τους λόγους που με δυσκολεύουν να αποκτήσω —επιτέλους!— μία σαφή, τελεσίδικη και «αδιαπραγμάτευτη» θέση σχετικά με όλα αυτά, είναι και οι φτωχές σχετικές παραστάσεις που έχω. Γιατί τα κείμενα δεν φτάνουν πάντα? φτάνουν μόνο όταν είναι λογοτεχνία. Αλλά εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με επινοημένες ιστορίες. Εδώ, παλεύουμε με την πραγματικότητα.
Επί παραδείγματι, και για να δώσω μία εικόνα, δεν έχω επισκεφτεί ποτέ μου κανένα παρισινό προάστιο, από αυτά που καίγονταν λίγα χρόνια πριν και που θα ξανακαούν στα χρόνια που έρχονται, ή οποιοδήποτε άλλο γκέτο —βαριά λέξη— στην Ευρώπη (ούτε βέβαια στις ΗΠΑ). Δεν έχω, φέρ' ειπείν, περπατήσει σε μουσουλμανική συνοικία στο Λονδίνο: ό,τι έχω δει σε εκπομπές και ντοκιμαντέρ. Στην ουσία, δεν ξέρω καθόλου πώς είναι τα πράγματα εκεί. Και εν πολλοίς δεν θέλω να ξέρω. Και νομίζω πως αυτό έχει μια κάποια σημασία: στερεί από τις απόψεις μου μια σφραγίδα «αυθεντίας».
Επίσης, όμως, δεν ξέρω και πολλούς που να θέλουν να ξέρουν? ή, καλύτερα, υποπτεύομαι πως δεν υπάρχουν και πολλοί που να θέλουν να ξέρουν στ' αλήθεια πώς είναι να ζεις εκεί, τι σημαίνει για σένα και τι σημαίνει για τους άλλους — τι σημαίνει δηλαδή γι' αυτούς που δεν σου μοιάζουν.
Από την άλλη, οι περισσότεροι από τους συμπαθείς αριστερούς και ορκισμένους υπερασπιστές της πολυπολιτισμικότητας που, από την ησυχία του κέντρου των ελληνικών πόλεων και εισπνέοντας τη μοσχοβολιά ενός καλού και «ηθικού» καφέ, ισχυρίζονται με δυναμικές, όμορφες λέξεις πως ξέρουν (νομίζω αυτοί πρωτοστατούν στις τέτοιες συζητήσεις), απλώς ψεύδονται. Δεν έχουν περάσει καν από τα δικά μας δυτικά προάστια, δεν έχουν ακούσει «εξωτικές» γλώσσες στα καφενεία, δεν έχουν κουρευτεί στις στοές της Γενναδίου, δεν έχουν ψωνίσει στα μπακάλικα της Βάθης και δεν έτυχε να κατηφορίσουν τη Σοφοκλέους νύχτα. Δεν ξέρω αν έχουν καν δει Έλληνα Τσιγγάνο, πέρα από τους παλιατζήδες που γυρνούν στα στενά με τα τρίκυκλα. Κάποιοι θα έχουν ασφαλώς συμμετάσχει σε μία «δράση» σε καταυλισμό — αλλά δεν θα 'ναι και πολύ αξιόλογο ποσοστό. Η μόνη σχετική τους εμπειρία (των περισσοτέρων, ξαναλέω) είναι τα Εξάρχεια και κάποια έθνικ εστιατόρια, όπου κυρίως αρταίνουν τα φαγητά με κάρι. Αλλά τα Εξάρχεια είναι μία εμπορεύσιμη, μία προσοδοφόρα virtual reality, δεν είναι το «αληθινό πράγμα».
Μου λείπουν λοιπόν, ξαναλέω, οι σχετικές παραστάσεις: δεν έχω δει από κοντά αυτό το «αληθινό πράγμα» που είτε το αγαπάς (από απόσταση σίγουρα θα είναι πιο αγαπητό) είτε το μισείς — είτε σού έμαθαν να το μισείς. Πάντως, και εγώ και όλοι μπορούμε αν μη τι άλλο να έχουμε απόψεις για καθετί —άρα και για τη συζήτηση των ημερών? ή πιο σωστά του καιρού μας—, να τις καταθέτουμε και να τις υπερασπίζουμε με όλο μας το είναι. Απαγορεύεται να μας απαγορευτεί αυτό, και όλη η Ευρώπη θα έπεφτε πάνω σε όποιον το τολμούσε. Έστω: η μεταπολεμική Ευρώπη.
Γιατί τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι στην ήπειρό μας — και ευτυχώς, αλλιώς θα ήμασταν ήδη μια κιτρινισμένη καρτ-ποστάλ πεταμένη στη χωματερή. Αντιθέτως, για να φτάσουμε να ζούμε όπως σήμερα (πιο σωστά: όπως ζούμε από το '89 και δώθε, οπότε και γκρεμίστηκαν τα τελευταία τείχη, οι ολοκληρωτισμοί και οι δικτατορίες, και η ειρήνη έγινε η μόνη ασφαλής και σίγουρη κανονικότητα στις πόλεις μας), έπρεπε να περάσουμε μέσα από μια θάλασσα αίμα. Και, ναι, δεν γινόταν αλλιώς: έπρεπε να ζήσουμε Μεσαίωνες και τρομερούς, τρομερούς πολέμους, έπρεπε να μας κατσικωθούν χούντες και να μας αργάσουν το δέρμα τρελοί βασιλιάδες, έπρεπε να γίνουν «όλα»: αλλιώς δεν περνά και δεν αλλάζει η ζωή. Ο 20ός αιώνας πάντως δεν ήρθε από μόνος του: τον κουβάλησαν οι λόγχες. Και ο μεταπολεμικός κόσμος είναι ακριβώς αυτό: μετα-πολεμικός.
Παρ' όλα αυτά, και μολονότι για όλα όσα έγιναν πριν τον 20ό, ή άντε πριν τον 19ο αιώνα, έχουμε δώσει συγχωροχάρτι στους εμπλεκομένους (γιατί, διάολε, ποιος μπορεί στ' αλήθεια να νιώθει μνησικακία για τον Ηρώδη;), έχουμε ακόμη πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς με την πιο πρόσφατη ιστορία μας. Και είναι πάνω εδώ που κουμπώνει, ή που κατ' άλλους δεν κουμπώνει και πολύ, το «θέμα» με τη μετανάστευση — και με το πώς θα τη δεχτούν οι λαοί, ή με το πώς θα τους κάνουν οι πολιτικοί τους να τη δεχτούν. Κι εδώ είναι που σηκώνει με ενδιαφέρον το φρύδι του ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής — ο όποιος ευρωπαϊκός τρόπος ζωής τέλος πάντων (οι κοινές βάσεις των Ευρωπαίων, κάποιες συγκεκριμένες κοινές αξίες, κάποια κοινά όνειρα, η Δημοκρατία, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η Ελευθερία, η Ισότητα — κάτι τέτοια), αυτός που, όπως λέγαμε χθες, και να μην υπήρχε, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε — αλλιώς χαθήκαμε.
Αυτοί οι ανοιχτοί λογαριασμοί με την πρόσφατη ιστορία μας, εκμεταλλευόμενοι «λάθη» αυτού που λέμε παγκοσμιοποίηση (και πείσμονα πολυπολιτισμικότητα ίσως), μαζί με μια όχι πρωτοφανή μεν παγκόσμια οικονομική κρίση αλλά τόσο μεγάλου μεγέθους που δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ, γιατί ποτέ όσο ζούμε δεν θα ξαναγευτούμε τον πλούτο που χάθηκε εξαιτίας της, αυτά ήταν (σχηματικά το λέμε) που γέννησαν τους πραγματικούς, τους όντως εχθρούς του ευρωπαϊκού τρόπου, του ευρωπαϊκού δρόμου, και που —πώς να το ξεχάσεις και πώς να το αποσιωπήσεις— δεν είναι άλλοι από τον εθνικισμό, τον λαϊκισμό και το παιδί τους, τον εθνικολαϊκισμό, σε καλή πάντα συνεργασία με τον φασισμό αριστερής και δεξιάς κοπής. Και, ναι, το χαρτοφυλάκιο που ανέλαβε (τι τιμή!) ο Έλληνας αντιπρόεδρος της Κομισιόν, έχει ασφαλώς πολλή δουλειά να κάνει στο πεδίο αυτό. Ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής κινδυνεύει, και θα κινδυνεύει επί πολύ ακόμη από όλους αυτούς — τους εθνικολαϊκιστές, τους δεξιούς φασίστες, τους αριστερούς φασίστες. Δηλαδή από τους αντιευρωπαϊστές.
Όμως όλη η κουβέντα γίνεται για τη μετανάστευση! Ναι, σωστά. Δεν ξέρω με σιγουριά γιατί. Αλλά μπορώ να υποπτευτώ κάποια πράγματα. Καταρχάς, γιατί η Ακροδεξιά είναι εκείνη που σηκώνει τη μεγαλύτερη παντιέρα κατά των μεταναστών, των «εισβολέων» στη λευκή μας ήπειρο που θα αλλάξουν τον τρόπο ζωής μας, θα τον μαγαρίσουν και θα τον πολεμήσουν. Και θα τον αντικαταστήσουν —μιας και γεννάνε και πολύ— με τον δικό τους, τον αγαρηνό. Αυτά όλα δεν τα λένε πια οι λεπενιστές, τα λένε ισχυροί ηγέτες μεγάλων χωρών, και κάποιοι που θέλουν επίσης να γίνουν ισχυροί ηγέτες στις χώρες τους.
Οπότε είναι καλό (και ήταν έξυπνο) να τους πάρει η Ευρώπη την μπουκιά από το στόμα. Η μετανάστευση είναι μια πραγματικότητα, και μάλιστα καλοδεχούμενη πραγματικότητα. (Δεν υπάρχει ούτε μπορεί να επινοηθεί άλλη «λύση» για το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό σύστημα σε καμία χώρα της Ευρώπης — για να αναφέρουμε μόνο ένα επιχείρημα). Μια πραγματικότητα όμως που θα τη ρυθμίσει κατά το δοκούν, με αποτελεσματικότητα, και αυστηρότατα, η Ενωμένη Ευρώπη, βοηθώντας τους ξένους μας να ενσωματωθούν ομαλά, και χωρίς να περιθωριοποιηθούν, στο νέο τους περιβάλλον και παρέχοντάς τους όσα χρειάζονται για να γίνουν χρήσιμοι στον εαυτό τους — αλλά και στην ίδια την Ευρώπη, πράγμα που προφανώς μάς ενδιαφέρει πρωτίστως: οι ενώσεις χωρών δεν είναι μόνο «φιλανθρωπικά ιδρύματα», κατά κύριο λόγο είναι «μαγαζιά» που παράγουν πλούτο και πολιτισμό, δηλαδή Ιστορία.
Τι συμβαίνει έτσι; Νομίζουμε το εξής: τα ρητορικά όπλα των εθνικιστών αμέσως στομώνονται και ο φόβος που ενσπείρουν στον κόσμο χάνει το ειδικό του βάρος. Και όχι μόνο: έτσι, πράγματι η Ένωση αναλαμβάνει τις ευθύνες της να κάνει αυτό που πρέπει. Κρατάει το τιμόνι γερά στα χέρια της και δεν αφήνει κανέναν να κινδυνολογεί αλλοφρόνως. Κι αυτό είναι κάτι που το θέλουμε πολύ.
Θα αρκέσει όμως; Μάλλον όχι? ελπίζουμε πως ναι. Αν, παρά ταύτα, δεν ρυθμιστεί θεσμικά ΑΥΤΟ το θέμα (και, ναι, ξέρω πως μιλώ άκαρδα τώρα, λες και η μετανάστευση αφορά αριθμούς και data και όχι απελπισμένους ανθρώπους), δεν θα τρωθεί απλώς το όραμα της Ολοκλήρωσης, το ευρωπαϊκό Ιερό Γκράαλ που μας κρατά όρθιους, αλλά δεν θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε ούτε τα άλλα κεκτημένα μας: αυτά που συνιστούν, ή που μέχρι πρότινος συνιστούσαν, την οικονομική μας πανοπλία απέναντι στον πολύ σημαντικότερο πόλεμο με τις αναδυόμενες οικονομίες.
Το ξαναλέω: η μετανάστευση δεν είναι πρόβλημα? το πρόβλημα είναι ότι δεν συνασπιζόμαστε οικονομικά και σε επίπεδο θεσμών για να τα βγάλουμε πέρα με τις νέες υπερδυνάμεις. Δεν κινδυνεύουμε να φοράμε μπούργκες? έτσι και δεν γίνουμε μια γροθιά, κινδυνεύουμε να μην έχουμε iPhone. Κι αν δεν έχουμε iPhone, τότε ναι: τότε θα μας κουκουλώσουνε και με τις μπούργκες. Και ξέρετε κάτι; Θα τις δεχτούμε με αγαλλίαση.
Και οι μπούργκες είναι ό,τι πιο σιχαμένο πράγμα μπορώ να σκεφτώ. Ό,τι πιο απάνθρωπο και πιο αντιευρωπαϊκό.
Για να κλείσω όμως: ναι, φυσικά και κινδυνεύει ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής — από εμάς.
ΥΓ1. Επιτρέψτε μου να σας πω και τι είναι για μένα ευρωπαϊκός τρόπος ζωής. Λοιπόν, ευρωπαϊκός τρόπος ζωής είναι να κάθεσαι στο καφέ τα πρωινά της Κυριακής με ένα καλό περιοδικό ή ένα βιβλίο στα χέρια, με το τάμπλετ παραδίπλα, με το σκυλί σου στα πόδια να χουζουρεύει και να βαριέται, να 'χεις λεφτά για να παραγγείλεις ό,τι διάολο θέλεις, και να 'ναι ωραία. Και να μην έχει μουσική, παρακαλώ.
ΥΓ2. Όπως προείπα, οι απόψεις μου δεν έχουν σφραγίδα αυθεντίας — δεν τις καταθέτω σαν τέτοιες, καθώς δεν έχω τις ανάλογες παραστάσεις. Έχω όμως παραστάσεις από δύο συγκεκριμένες χώρες: από την Ελλάδα και, τα τελευταία δύο χρόνια, από την Τσεχία. Για την Ελλάδα, τα ξέρετε. Για την Τσεχία τώρα, τη μόνη που μας περνά σε αντιευρωπαϊσμό (είναι πρώτη κι εμείς δεύτεροι στην Ευρωπαϊκή Ένωση), καθώς φοβούνται, τρέμουν, τη μετανάστευση μη χριστιανικού πληθυσμού. Λοιπόν εδώ, αν κάνεις θόρυβο μετά τις 10 το βράδυ, τρως ένα γερό πρόστιμο γιατί ο κόσμος κοιμούνται. Μιλάμε για 400 ευρώ, άμεσα καταβλητέα — αλλιώς σε μαζεύουν, και, πιστέψτε με, δεν θέλεις να μπλέξεις. Ποια χώρα είναι πιο ευρωπαϊκή;